«Η πρόσφατη κρίση στην Μέση Ανατολή προσθέτει, μεταξύ άλλων, στην διεθνή και την ελληνική οικονομία τον κίνδυνο από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου νέων πληθωριστικών πιέσεων», τονίζει στη συνέντευξή του στο AnatropiNews ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, Σάββας Ρομπόλης και συμπληρώνει
«Επιπλέον, το υψηλό επίπεδο των επιτοκίων το οποίο εκτιμάται ότι θα αυξηθεί περαιτέρω και κατά το 2024 θα επιδεινώσει στο βαθμό που το αφορά, το επενδυτικό περιβάλλον λόγω του αυξημένου κόστους δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών». Ο ίδιος μιλά για τις πολλαπλές και αλληλοτροφοδοτούμενες κρίσεις που έχουν κλονίσει τα τελευταία χρόνια την ελληνική οικονομία, τις προτάσεις για αύξηση εισοδήματος/μισθών, καθώς και τα εργασιακά ζητήματα.
-Πόσο ανθεκτική είναι η ελληνική οικονομία απέναντι στις πληθωριστικές και επιτοκιακές πιέσεις αλλά και τους ενεργειακούς κινδύνους;
Οι πολλαπλές και αλληλοτροφοδοτούμενες κρίσεις (οικονομική, ενεργειακή, κοινωνική, υγειονομική, κλπ κρίση) έχουν κλονίσει τα τελευταία χρόνια την ελληνική οικονομία, αποδυναμώνοντας, σε συνδυασμό με την επιλογή αντιμετώπισης τους με όρους νεοφιλελεύθερων πολιτικών, την ανθεκτικότητα και την αποτελεσματικότητα της απέναντι στις νέες προκλήσεις της κοινωνικής κρίσης, της κλιματικής κρίσης, των πληθωριστικών και των επιτοκιακών πιέσεων καθώς και των ενεργειακών κινδύνων. Στις συνθήκες αυτές η πρόσφατη κρίση στην Μέση Ανατολή προσθέτει, μεταξύ άλλων, στην διεθνή και την ελληνική οικονομία τον κίνδυνο από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου (ανατίμηση 10% της τιμής του πετρελαίου αυξάνει κατά 0,4 μονάδες τον πληθωρισμό-ΔΝΤ) νέων πληθωριστικών πιέσεων. Επιπλέον, το υψηλό επίπεδο των επιτοκίων το οποίο εκτιμάται ότι θα αυξηθεί περαιτέρω και κατά το 2024 θα επιδεινώσει στο βαθμό που το αφορά, το επενδυτικό περιβάλλον λόγω του αυξημένου κόστους δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Παράλληλα, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 288 δις ευρώ το 2010 σε 401 δις ευρώ το 2023. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης οφείλεται σε εκδόσεις νέων ομολόγων της περιόδου 2019-2023 (70 δις ευρώ και άλλα 5,5 δις ευρώ από τα δάνεια του μηχανισμού ανάκαμψης και σταθερότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Έτσι, τα τοκοχρεωλύσια που η ελληνική οικονομία θα πληρώσει μέχρι το 2070 θα αυξηθούν από 7 δις ευρώ, που ήταν κατά μέσο όρο ετησίως μέχρι το 2070, σε 8,2 δισ ευρώ το έτος κατά μέσο όρο. Στα ποσοτικά αυτά δεδομένα εάν ληφθεί υπόψη και το κόστος μετάβασης(78 δις ευρώ) λόγω της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης (Ν.4826/2021) τότε τα τοκοχρεωλύσια κατά μέσο όρο θα αυξηθούν στο επίπεδο των 10 δις ετησίως.
Ταυτόχρονα, η σημαντική παραγωγική καθίζηση που επήλθε από τις μνημονιακές πολιτικές, μεταξύ άλλων, στην ελληνική οικονομία και κοινωνία διατηρείται μέχρι και τις ημέρες μας, σε βαθμό που το κατά κεφαλήν ΑΕΠ από 95,3% του μέσου ευρωπαϊκού όρου που ήταν το 2009, σήμερα στην χώρα μας είναι 67,8%, ενώ στην ευρωζώνη είναι 104,4% αυτού του 2009. Αυτό σημαίνει ότι η απόσταση της ελληνικής οικονομίας από την ευρωζώνη έχει διευρυνθεί κατά 36,6 ποσοστιαίες μονάδες. Οι σωρευτικές απώλειες του ΑΕΠ της χώρας μας από 242 δις ευρώ (2008-ΕΛΣΤΑΤ) ανήλθαν σε 76,6 δις ευρώ το 2020 και 34 δις ευρώ το 2022, εκτιμώντας (UBS-Eλβετική Τράπεζα) ότι το ΑΕΠ το 2025 θα είναι αντίστοιχο με αυτό του έτους 2009. Έτσι, στο πλαίσιο, μεταξύ άλλων, αυτών των ποσοτικών δεδομένων καθώς και των δημοσιονομικών και κοινωνικο-οικονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα τα οποία διαμορφώνουν το εύρος (ποσοτικά και ποιοτικά) των κοινωνικο- οικονομικών αντοχών, αβεβαιοτήτων και ανισοτήτων, αναδεικνύεται, μεταξύ άλλων, η αναγκαιότητα εγκατάλειψης των ασκούμενων νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην χώρα μας. Κι’ αυτό επειδή η παράταση τους σε συνδυασμό με την αύξηση των επιτοκίων εκτιμάται ότι θα δημιουργήσει τόσο στην ευρωζώνη, όσο και στην Ελλάδα συνθήκες επιβράδυνσης και περιορισμού της ανθεκτικότητας των οικονομιών τους.
-Ποια είναι η κατάσταση στην εργασία και πως εξηγείται η αντίφαση υψηλή ανεργία/ έλλειψη «χεριών» και εξειδικευμένων εργαζομένων;
Τα κύρια χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων, της κατάστασης στην εργασία τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα αναφέρονται στην πλήρη επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης και στο χαμηλό επίπεδο των μισθών. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία των Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων (ΑΠΔ) των επιχειρήσεων στον ΕΦΚΑ το 26% των απασχολουμένων στον ιδιωτικό τομέα εργάζεται με ευέλικτες μορφές απασχόλησης με μέσο μηνιαίο μισθό 430 ευρώ (μεικτά) και το υπόλοιπο 76% εργάζεται με πλήρη απασχόληση με μέσο μηνιαίο μισθό 1.251 ευρώ (μεικτά). Έτσι, ο συνολικός μέσος μηνιαίος μισθός στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο επίπεδο των 1.038 ευρώ (μεικτά) για το έτος 2023. Το επίπεδο αυτό είναι κατά 4% αυξημένο σε σχέση με το αντίστοιχο επίπεδο του μέσου μηνιαίου μισθού του 2009 που ήταν 1.543 ευρώ (μεικτά). Στην δυσμενή αυτή εξέλιξη, μεταξύ άλλων, των συνθηκών στην ελληνική αγορά εργασίας, ιδιαίτερα από την εφαρμογή (2009) των Μνημονίων στην χώρα μας, όπου η ανεργία από 8,5% (2008) αυξήθηκε σε 27,9%(2013) σημειώθηκε η μετανάστευση, ιδιαίτερα, εξειδικευμένου επιπέδου εργαζομένων (τουλάχιστον 600.000) από την Ελλάδα στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα σήμερα στην χώρα μας να παρατηρείται το φαινόμενο της έλλειψης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Παράλληλα, κατά την περίοδο αυτή, παρατηρείται η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού στην χώρα μας το οποίο από 5.020 εκατ. άτομα (2009) μειώθηκε σε 4.690 εκατ. άτομα το 2023, δηλαδή μία μείωση της τάξης του 6,6%.
Αναφορικά με το επίπεδο της ανεργίας στην Ελλάδα οι εκτιμήσεις του προγράμματος σταθερότητας θεωρούν ότι το 2023 θα είναι 11.8%, το 2024 θα είναι 10,9%, το 2025 θα είναι 10% και το 2026 θα είναι 9,8%. Όμως είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι παράλληλα με τη σταδιακή επιδείνωση των όρων και των συνθηκών εργασίας στην Ελλάδα παρατηρείται και επιδείνωση του διαρθρωτικού προβλήματος της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή του επιπέδου της παραγωγικότητας το οποίο μειώθηκε κατά 3,2% το 2021 και κατά 2,3% το 2022. Έτσι τα δεδομένα αυτά επιβεβαιώνουν με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η ελληνική οικονομία παραμένοντας προσκολλημένη στα παραδοσιακά εργασιακά πρότυπα των δυσμενών εργασιακών σχέσεων και των περισσότερων ωρών εργασίας για την ανεπιτυχή, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, βελτίωση του επιπέδου παραγωγικότητας, απομακρύνεται σταδιακά από την επιλογή των ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης της μείωσης των ωρών εργασίας για την αύξηση του επιπέδου παραγωγικότητας μέσω της βελτίωσης της ποιότητας της εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι το τεχνολογικό-παραγωγικό και καινοτομικό κενό που οδηγεί την ελληνική οικονομία στην επιδείνωση του επιπέδου παραγωγικότητας και στη παραγωγή μη εμπορεύσιμων διεθνώς προϊόντων και υπηρεσιών επιλέγεται ανεπιτυχώς να καλυφθεί με ευέλικτες μορφές απασχόλησης και χαμηλούς μισθούς, ιδιαίτερα κατά τη σημερινή πληθωριστική περίοδο όπου πλήττεται η αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων. Στις συνθήκες αυτές οι έλληνες εργαζόμενοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελούν από την μία πλευρά τον «ισχυρό κρίκο» σε επίπεδο περισσότερων ωρών εργασίας και από την άλλη πλευρά αποτελούν τον «αδύνατο κρίκο» σε επίπεδο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αγοραστικής δύναμης και βιοτικού επιπέδου.
-Πρόβλημα επάρκειας τροφής αντιμετωπίζουν περίπου 700.000 Έλληνες. Ποιες είναι οι προτάσεις για αύξηση εισοδήματος/μισθών που μπορεί πράγματι να είναι άμεσα εφαρμόσιμες;
Η διαδοχική αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) από τον Ιούλιο του 2022 μέχρι σήμερα διαμόρφωσε το επίπεδο του βασικού επιτοκίου στο 4,25%, το επιτόκιο καταθέσεων στο 3,75% και το επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο 4,5%, με προοπτική, κατά τους αναλυτές, διατήρησης του σε υψηλά επίπεδα και το 2024. Κι’ αυτό, κατά την ΕΚΤ, προκειμένου να μειωθεί περαιτέρω ο πληθωρισμός στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος όμως συνεχίζει να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, ιδιαίτερα μάλιστα ο πληθωρισμός των τροφίμων ο οποίος διατηρείται πολλαπλάσιος του συνολικού πληθωρισμού προκαλώντας, μεταξύ άλλων, κρίση διατροφικής επάρκειας σε ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό νοικοκυριών. Επιπλέον, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η προσήλωση της ΕΚΤ στην πολιτική αύξησης των επιτοκίων συμβάλλει, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, στην καθίζηση της ευρωπαϊκής οικονομίας, στην μείωση της κατανάλωσης και των επενδύσεων, στην κρίση του κόστους διαβίωσης, στην επιδείνωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, στη συρρίκνωση της παραγωγής των επιχειρήσεων και στη παράταση της λιτότητας, ταυτόχρονα με την υπερ-κερδοφορία, ιδιαίτερα των επιχειρήσεων της διατροφικής αλυσίδας και την δημιουργία εισοδηματικών-κοινωνικών ανισοτήτων και συνθηκών διατροφικής φτωχοποίησης των νοικοκυριών.
Πιο συγκεκριμένα, ο πληθωρισμός στην ζώνη του ευρώ το 2023 εκτιμάται ότι θα είναι 5,6% και το 2024 θα είναι 2,5%. Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι ο πληθωρισμός το 2023 θα είναι 4,5% και το 2024 θα είναι 2,4%. Οι εκτιμήσεις αυτές προδιαγράφουν ότι η επιστροφή στα επίπεδα του πληθωρισμού του 2020 τόσο στην ευρωζώνη, όσο και στην Ελλάδα δεν θα επιτευχθεί πριν από την δεύτερη πενταετία της τρέχουσας δεκαετίας του 2020. Παράλληλα, εξειδικεύοντας στον πληθωρισμό και στην ακρίβεια που παρατηρείται στα τρόφιμα στην ευρωζώνη διαπιστώνεται ότι τον Σεπτέμβριο του 2023 ήταν 8,8% (9,7% τον Αύγουστο του 2023) και στην Ελλάδα ήταν 9,4% (10,7% τον Αύγουστο του 2023), δηλαδή ποσοστό διπλάσιο περίπου από αυτό του μέσου επιπέδου του πληθωρισμού. Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την Eurostat (19/9/2023) ενώ στο πρώτο τρίμηνο του 2023 οι τιμές παραγωγού στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 17%, στο δεύτερο τρίμηνο του 2023 οι τιμές παραγωγού αυξήθηκαν κατά 2% στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κατά 21% στην Ελλάδα. Όμως, κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2023, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση η τιμή παραγωγού του ελαιολάδου αυξήθηκε κατά 8% και του γάλακτος μειώθηκε κατά 2%, στην Ελλάδα η τιμή παραγωγού του ελαιολάδου αυξήθηκε κατά 56% και του γάλακτος αυξήθηκε κατά 32%. Στις πληθωριστικές αυτές συνθήκες η υπο-τιμαριθμοποίηση της αύξησης των μισθών στα κράτη-μέλη της ευρωζώνης και ιδιαίτερα στην Ελλάδα διευρύνει τις απώλειες της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και ταυτόχρονα επιδεινώνει, διαμέσου της αύξησης του κόστους διαβίωσης, το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών.
Παράλληλα αποδεικνύεται, όπως λανθασμένα υποστηρίζεται, ότι οι μισθοί δεν συνέβαλαν στην αλματώδη αύξηση των τιμών γενικά και των τιμών των τροφίμων ειδικότερα. Αυτό σημαίνει ότι ο πληθωρισμός και η ακρίβεια δεν δημιουργείται από το σπιράλ μισθού-τιμής αλλά από το σπιράλ κέρδους-τιμής. Ως εκ τούτου για τον έλεγχο της ακρίβειας στην χώρα μας απαιτείται, μεταξύ άλλων, στη πλευρά της προσφοράς η άμεση παρέμβαση και συστηματική παρακολούθηση των δημόσιων αρχών τόσο στη σχέση κέρδους-τιμής, όσο και στην μη ανταγωνιστική λειτουργία της αγοράς στην αγροδιατροφική αλυσίδα.
Παράλληλα για την βελτίωση του επιπέδου της αγοραστικής δύναμης των μισθών απαιτείται, μεταξύ άλλων, στην πλευρά της ζήτησης η άμεση αποκατάσταση (μνημονιακή κατάργηση) του θεσμικού πλαισίου των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι στο 80% των απασχολουμένων δεν έχει σημειωθεί καμία αύξηση στις αμοιβές τους παρά τις διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού. Κι’ αυτό επειδή από τις 24 κλαδικές συμβάσεις εργασίας που υπογράφηκαν το 2022 μόνο σε 9 συμβάσεις εργασίας προβλέφθηκαν αυξήσεις των αποδοχών. Ως εκ τούτου προκύπτει ότι στην Ελλάδα ο μέσος μηνιαίος μισθός (1.038 ευρώ μεικτά) κατά το 2023 αποτελεί το 42% του μέσου όρου των χωρών της Ε.Ε.-27, δηλαδή είναι 2,3 φορές χαμηλότερος από αυτόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης.