Δραματική είναι η κατάσταση με τις τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα, κάτι το οποίο προκαλεί τεράστια προβλήματα στα νοικοκυριά.
Η απώλεια του πραγματικού εισοδήματός τους ολοένα και μεγαλώνει και το μέτρο με το «ταμπελάκι» του υπουργού Ανάπτυξης Κώστα Σκρέκα αφορά λίγες δεκάδες κωδικών, όταν οι συνολικοί κωδικοί των προϊόντων είναι αρκετές χιλιάδες. Άλλωστε, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, οι βιομηχανίες τροφίμων ενδέχεται να μειώσουν κάποιους λίγους κωδικούς, αλλά να αυξήσουν άλλους ως αντιστάθμισμα, κάτι το οποίο θα στραφεί ενάντια στους καταναλωτές.
Τα πολυσυζητημένα «καρτελάκια» με τις μειώσεις τιμών θα αναρτηθούν στα ράφια των σούπερ μάρκετ μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, ενώ, όπως επισημαίνεται, ο στόχος που έχει τεθεί από τον Κώστα Σκρέκα για χαμηλότερες τιμές σε 500 κωδικούς προϊόντων φαίνεται να είναι εφικτός.
Βέβαια, με βάση το σύνολο των ταχυκίνητων κωδικών (FMCGs) που πωλούνται περισσότερο στα σούπερ μάρκετ και οι οποίοι ξεπερνούν τους 4.400, η κυβέρνηση δείχνει να βάζει χαμηλά τον πήχη, καθώς στοχεύει να μειωθούν οι τιμές σε μόλις 11% των προϊόντων.
28,8% πάνω το λάδι σε ένα χρόνο
Πάντως, παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι μια τέτοια κίνηση δεν θα επιλύσει το ακανθώδες πρόβλημα της ακρίβειας. Με βάση τα αναλυτικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα πρωτεία των αυξήσεων σε ετήσια βάση κατέχει το ελαιόλαδο, η τιμή του οποίου εκτινάχθηκε από Σεπτέμβριο σε Σεπτέμβριο κατά 28,8%. Μόνο μέσα σε ένα μήνα, τον Σεπτέμβριο σε σύγκριση με τον Αύγουστο, καταγράφηκε αύξηση της τιμής του ελαιόλαδου κατά 6,7%. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι για το σύνολο των τελευταίων 4 ετών, δηλαδή συγκρίνοντας τον Σεπτέμβριο του 2019 με τον Σεπτέμβριο του 2023, ένα διάστημα που περιλαμβάνει τόσο τον αρνητικό πληθωρισμό του πρώτου έτους της πανδημίας όσο και τον έντονο πληθωρισμό της πρώτης φάσης της μεταπανδημικής περιόδου, η σωρευτική μεταβολή στην τιμή του ελαιολάδου διαμορφώθηκε στο +65%!
Ετήσια αύξηση 24,7% για τα λαχανικά
Σε πολύ μεγάλες τιμές πληρώνουν οι καταναλωτές και τα νωπά λαχανικά. Ετησίως οι τιμές ανέβηκαν κατά 24,7%, ενώ τον Σεπτέμβριο σε σύγκριση με τον Αύγουστο καταγράφηκε αύξηση κατά 10,2%. Οι καύσωνες του καλοκαιριού και οι πλημμύρες στη Θεσσαλία που ακολούθησαν δημιούργησαν ελλείψεις, ενώ δημιούργησαν το έδαφος και για φαινόμενα αισχροκέρδειας, σύμφωνα με την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Με βάση την πρόσφατη υπουργική απόφαση, οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ των οποίων ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών υπερβαίνει τα 90 εκατ. ευρώ θα πρέπει να ανακοινώνουν στο υπουργείο λιανικές τιμές πώλησης για 33 οπωροκηπευτικά προϊόντα. Ωστόσο, αυτό δεν φαίνεται αρκετό για να συγκρατήσει τις τιμές. Πρόβλημα αποτελεί και η τιμή της ζάχαρης. Μέσα σε ένα έτος η τιμή της ζάχαρης έχει αυξηθεί κατά 22,1%, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Διπλάσια από τον πληθωρισμό η αύξηση στο ρύζι
Σχεδόν διπλάσια συγκριτικά με τον πληθωρισμό των τροφίμων είναι η αύξηση που καταγράφει η τιμή στην κατηγορία «άλλα προϊόντα διατροφής» τον φετινό Σεπτέμβριο έναντι του ίδιου μήνα πέρσι (+17,9%). Κατά 16% έχουν αυξηθεί ετησίως και οι τιμές στο ρύζι. Πολύ πιο δύσκολη αναμένεται η ερχόμενη χρονιά, καθώς μεγάλες χώρες που είναι παραγωγοί ρυζιού έχουν απαγορεύσει τις εξαγωγές, ενώ ζητήματα αισχροκέρδειας φαίνεται να υπάρχουν και για το ελληνικό ρύζι, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς.
Απλησίαστα φρέσκα φρούτα, αυγά και τυριά
Τα φρέσκα φρούτα και οι πατάτες, οι τιμές των οποίων τον Σεπτέμβριο σημειώνουν ετήσια άνοδο 15,7% και 14,7% αντίστοιχα, επίσης δημιουργούν πολύ μεγάλα προβλήματα στους καταναλωτές. Από κοντά και οι ανατιμήσεις σε αναψυκτικά (+14,6%) και παρασκευάσματα με βάση το κρέας (+14,5%), όπως, για παράδειγμα, το σνίτσελ και το ρολό κοτόπουλου, το ζαμπονάκι κονσέρβα κ.λπ.
Οι καταναλωτές νιώθουν εγκλωβισμένοι στην ακρίβεια καθώς, σε ό,τι αφορά στη διατροφή τους, οι παραδοσιακά φθηνές λύσεις έχουν μετατραπεί σε πολύ ακριβές. Μέσα σε ένα έτος (Σεπτέμβριος 2022 – Σεπτέμβριος 2023), οι τιμές των αυγών έχουν αυξηθεί κατά 11,2%. Πέρυσι, ανάλογα και με το μέγεθος, στη λαϊκή αγορά κόστιζαν 0,15 – 0,25 ευρώ / τεμάχιο και στο σουπερμάρκετ 0,30 – 0,55 ευρώ / τεμάχιο. Φέτος, τα βρίσκουμε στη λαϊκή 0,21 – 0,37 ευρώ/τεμάχιο και στο σουπερμάρκετ 0,29 – 0,73 ευρώ / τεμάχιο.
Ακόμη πιο δύσκολη είναι η αγορά των τυριών και ειδικά της φέτας. Η τιμή συνολικά των τυριών καταγράφει αύξηση της τάξης του 12,8% σε σχέση με πέρσι. Ωστόσο η τιμή της φέτας ποσοστιαία έχει ανέβει πολύ παραπάνω. Μόνο σε ένα τρίμηνο, δηλαδή από τον φετινό Ιούλιο στον Οκτώβριο, η τιμή της συσκευασμένης φέτας ΠΟΠ είναι ακριβότερη στα ράφια κατά 10,4%, ενώ από τον Μάρτιο του 2022, όταν άρχισε ο πληθωρισμός των τροφίμων να χτυπάει «κόκκινο», η αύξηση της τιμής στο ίδιο προϊόν έχει φτάσει στο 33,2%! Πάνω από τον κλαδικό πληθωρισμό των τροφίμων κινούνται και οι αυξήσεις στο εν πολλοίς εισαγόμενο μοσχάρι (+9,9% σε ετήσια βάση).
Την ίδια στιγμή, αύξηση 9,2% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή χρονική περίοδο κατέγραψαν οι πωλήσεις (σε αξία) στο οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων (καταστήματα τροφίμων άνω των 100 τ.μ., ηπειρωτική Ελλάδα & Κρήτη, εξαιρούμενων των νησιών) το εννεάμηνο του 2023, με βάση τα πιο ανανεωμένα στοιχεία της αγοράς, που έχει στη διάθεσή της η NielsenIQ (στοιχεία YTD έως 1 Οκτωβρίου 2023).
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τα ταχυκίνητα καταναλωτικά προϊόντα, αυτά παρουσιάζουν παρόμοια αυξητική τάση, στο +9,5%, με την ανάπτυξη αυτή να είναι καθαρά πληθωριστική, καθώς οι όγκοι πωλήσεων μειώθηκαν οριακά κατά -0,8%, σύμφωνα με την NielsenIQ. Σε σχέση με τον δείκτη τιμών καταναλωτή, ο οποίος για την ίδια χρονική περίοδο βρίσκεται στο +3,6%, η αύξηση της μέσης τιμής για τα FMCGs είναι πολλαπλάσια υψηλότερη, στο +10,4%.
Στις επιμέρους FMCG υπερκατηγορίες, παρατηρείται ότι στα τρόφιμα και ποτά η αύξηση κατά +10,9% των τιμών επέφερε μια μεγαλύτερη συγκριτικά μείωση στους όγκους, κατά 1,5%, ενώ αντίθετα η πιο μετριοπαθής αύξηση (+4,3%) των τιμών στις κατηγορίες προσωπικής υγιεινής και ομορφιάς συνδυάστηκε με αντίστοιχη αύξηση και των πωλούμενων όγκων κατά +4,5%.
Κερδίζουν όλο και περισσότερο έδαφος τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας
Σε αυτό το έντονα πληθωριστικό περιβάλλον το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας συνεχίζει την αυξητική του πορεία, και από το 24,4%, που ήταν στο τέλος του 2022, έφτασε το 24,8% το εννεάμηνο, με όλο και περισσότερους καταναλωτές να πιστεύουν ότι η ποιότητα των προϊόντων αυτών είναι βελτιούμενη ή και εξίσου καλή με τα επώνυμα (branded) προϊόντα.
Την ίδια στιγμή, κατασκευαστές και λιανέμποροι προσπαθούν να γίνουν ακόμη πιο ανταγωνιστικοί, εντείνοντας περαιτέρω την προωθητική τους ένταση, από 67,9% που ήταν στο τέλος της περασμένης χρονιάς, στο 69,1%. Η αγοραστική συμπεριφορά των Ελλήνων φαίνεται να επηρεάζεται σημαντικά από αυτή την έντονη προωθητική δραστηριότητα, καθώς 1 στους 2 δηλώνει ότι ενδέχεται να αλλάξει την επιλογή του όχι μόνο σε επίπεδο προϊόντος, αλλά ακόμη και σε επίπεδο καταστήματος, προκειμένου να πετύχει την καλύτερη αγορά.