Ο Ανδρέας Νικολακόπουλος (Αθήνα, 1983) επινοεί μια ιστορία που θα μπορούσε να σταθεί με αξιώσεις. Δυστυχώς, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Το πρώτο από τα τρία μέρη του μυθιστορήματος, αυτό που φέρει τον τίτλο «Γαλλία», ξεχωρίζει. Είναι το μόνο που σχεδόν επιτυγχάνει, στην αποτύπωση της ιστορίας του μονόφθαλμου δήμιου «με το Χρυσό Μάτι» Τιμπό Γκωντέν, να ικανοποιήσει τον αναγνώστη. Παραθέτω:
«Το επώνυμο Γκωντέν είχε γίνει πια συνώνυμο της τιμωρίας. Της πιο σκληρής και αναπόδραστης από όλες. Μα και της πιο λαοφιλούς. Μικρές γκιλοτίνες –πλήρη πιστά αντίγραφα– των εβδομήντα εκατοστών θεωρούνταν το ιδανικό δώρο για τα παιδιά της πρωτεύουσας, τα οποία αποκεφάλιζαν χωρίς δισταγμό τρωκτικά, μικρά πτηνά και πορσελάνινες κούκλες στα δωμάτια των σπιτιών τους. Κάθε φορά που οι εφημερίδες ανακοίνωναν κάποιον επερχόμενο αποκεφαλισμό ως καταδίκη, ο κόσμος συνέρρεε στην Πλας ντε λα Κονκόρντ κατά κύματα, προκειμένου να απολαύσει το ψυχαγωγικό θέαμα του αποκεφαλισμού και την αποσβολωτική εικόνα του πίδακα του αίματος» (σ. 37).
Ο Νικολακόπουλος, σε πενήντα σελίδες, αφηγείται τη ζωή του τελειομανούς δήμιου που στα τέλη του 19ου αιώνα θα γίνει θρύλος. Χωρίς να φείδεται περιγραφών σκιαγραφεί την προσωπικότητα ενός ανθρώπου που, ενώ εξασκεί το άχαρο και κυνικό επάγγελμα, προσπαθεί να του ενσταλάξει ψήγματα ανθρωπισμού: «Μεγάλωνε η φήμη του Γκωντέν και άρχισαν να ζητούν τις υπηρεσίες του σε διάφορες πόλεις και χωριά εντός Παρισιού. Ο λόγος ήταν ότι ο Τιμπό εργαζόταν διακριτικά. Δεν ήταν χαιρέκακος. Δεν ήθελε να υποφέρουν οι καταδικασμένοι. Αν γνώριζαν την ακριβή στιγμή της τιμωρίας τους, γίνονταν πιο ανήσυχοι και ξεσήκωναν ολόκληρη τη φυλακή. […] Ο δικός του τρόπος ήταν πιο αθόρυβος. Απαιτούσε να μη γνωρίζει κανείς άλλος πέραν του δικαστή και των κατηγόρων την ημερομηνία εκτέλεσης και, φυσικά, ούτε ο μελλοθάνατος» (σσ. 49-50). «Η διαδικασία έπρεπε να κρατήσει δύο εκατοστά του δευτερολέπτου και ούτε στιγμή παραπάνω. Υποχρέωσή του ήταν να είναι γρήγορος και αποτελεσματικός. Ακαριαίος» (σ. 45). Αλλά και «Ο πρώτος αποκεφαλισμός του Τιμπό δούλεψε σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. Κανείς δεν άκουσε το τσούλημα της λεπίδας στα πλαϊνά και κανείς δεν αντιλήφθηκε το κλάμα του καταδικασμένου προτού χάσει το κεφάλι του, σε λιγότερο χρόνο από το ανοιγόκλειμα των ματιών. Όλοι όμως άκουσαν την πτώση του κομμένου κεφαλιού στην ξύλινη εξέδρα και εκείνος ήταν ο μόνος ήχος που έσπασε τη σιωπή του πλήθους. Αυτό το υπόκωφο χτύπημα, σαν να πέφτει σακί με ρύζι στις ξύλινες τάβλες, ήταν το μόνο που έπρεπε να ακουστεί και έτσι συνέβη. Η ψυχαναγκαστική πλευρά του Τιμπό Γκωντέν βρισκόταν σε οργασμό» (σ. 46).
Σημειώστε εδώ –αν και τα συγκεκριμένα αποσπάσματα είναι από τα καλά του βιβλίου– ότι τόσο αυτό το «τσούλημα της λεπίδας» όσο και το «ανοιγόκλειμα των ματιών» κλωτσάνε αισθητικά.
Η μοχθηρή φύση του επαγγέλματος του δήμιου βρίσκει, στην περίπτωση του Γκωντέν, αντίβαρο και στον αγαπημένο του σκύλο. Ο Νικολακόπουλος, ελλειπτικά, χωρίς να καταφεύγει σε ευθύβολες παρατηρήσεις, προσφέρει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να προσεγγίσει τον ιδιότυπο ψυχισμό του δήμιού του. Τη σιωπηλή και νωχελική ψυχοσύνθεση ενός ανθρώπου που αποδέχεται στωικά τη θέση του και επιστρατεύει ως ύστατο καταφύγιο τον ψυχαναγκασμό του και την άδολη αγάπη ενός σκύλου.
Η συνέχεια δεν στέκεται στο ίδιο επίπεδο.
Αλέξανδρος Ζωγραφάκης
— Ανδρέας Νικολακόπουλος, Φλόρενς Μπλαντ, Ίκαρος: 2023, 300 σελίδες, ISBN: 9789605722104, τιμή: €15.50.
— Διαβάστε την κριτική εδώ: https://www.istos.gr/…/it-was-best-times-it-was-worst…