«Θα πορευτούμε με όσους είναι πρόθυμοι να εκχωρήσουν κάτι από τις βεβαιότητες τους, με όσους θέλουν να σκέφτονται με απορίες, με όσους δεν θεωρούν δεδομένο ότι θα είναι υποψήφιοι βουλευτές ή ευρωβουλευτές για να συμμετάσχουν στο όποιο πολιτικό εγχείρημα, με όσους ξεκινήσουν από την αυτοκριτική πριν κάνουν κριτική, με όσους δεν θέλγονται από το πολιτικό lifestyle…»
Του Γιώργου Αγγελόπουλου*
Βιώνουμε το τέλος μιας εποχής στον αριστερό και προοδευτικό χώρο στην Ελλάδα. Επιτακτικά προκύπτει το αίτημα για την ύπαρξη μιας αξιόπιστης, εναλλακτικής ως προς τον νεοφιλελευθερισμό και την ακροδεξιά, πολιτικής δύναμης που θα προτάξει τα ζητήματα των ανισοτήτων, της περιβαλλοντικής πολιτικής, της ειρήνης, της ανασυγκρότησης του κράτους και ειδικά του κράτους-πρόνοιας, του σεβασμού των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, της ανάπτυξης προς όφελος των λιγότερα ευνοημένων. Το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη δεν μπορούν να υπηρετήσουν αυτόν τον ρόλο. Μπορούν βέβαια να διαγκωνίζονται οιονεί για τη «δεύτερη θέση».
Οι φιλοδοξίες όσων στελεχών του ΠΑΣΟΚ ευελπιστούν σε μια πορεία αντίστοιχη με αυτή του 1974 – 1981 είναι εξίσου φρούδες με την αυτές όσων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν ότι εύκολα μπορεί να επαναλάβουν το άλμα του 2010 – 2015 είτε με έναν πιο «κασσελακικό» ΣΥΡΙΖΑ είτε με έναν φορέα πιο αριστερών κατευθύνσεων. Οι πολίτες αδιαφορούν για όσους προσπαθούν να δώσουν πολιτικό περιεχόμενο σε συγκρούσεις που σχετίζονται με εσωκομματικές δομές. Φυσικά και υπάρχουν σημαντικές διαφορές με σαφές πολιτικό περιεχόμενο. Άλλο το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη και άλλο αυτό του Γιώργου Καμίνη, του Παύλου Γερουλάνου και του Χάρη Δούκα, άλλος ο ΣΥΡΙΖΑ του Παύλου Πολάκη και άλλος αυτός του Νάσου Ηλιόπουλου, της Έφης Αχτσιόγλου και του Ευκλείδη Τσακαλώτου.
Όμως, οι σημαντικές πολιτικές διαφορές δυστυχώς σκεπάζονται από την τοξικότητα των αντεγκλήσεων εντός του ΣΥΡΙΖΑ, το γκροτέσκο των καθημερινών διαγραφών στελεχών από τον Σ. Κασσελάκη και την εκκωφαντική σιωπή των διαγκωνισμών εξουσίας εντός του ΠΑΣΟΚ.
Η ύπαρξη μιας αριστερής και προοδευτικής πολιτικής δύναμης που αξιόπιστα θα διεκδικήσει και εντέλει θα αναλάβει την πορεία της χώρας δεν θα προκύψει νομοτελειακά. Κάλλιστα μπορεί να έχουμε για αρκετά χρόνια ένα πολιτικό συγκείμενο αντίστοιχο άλλων χωρών της ανατολικής Ευρώπης όπου η δεξιά κυριαρχεί. Το ζήτημα είναι ότι όσα γίνονται στην παρούσα συγκυρία δεσμεύουν, προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο, την όποια προοπτική για μια αξιόπιστη αριστερή και προοδευτική πολιτική δύναμη. Οι φίλοι και σύντροφοι, που έχουν την όποια θέση για το μέλλον της αριστεράς και του προοδευτικού χώρου, θα πρέπει να αναρωτηθούν αν πραγματικά υπηρετούν αυτό το μέλλον με τις πρακτικές ένθεν κακείθεν δημόσιου ευτελισμού. Αυτό που εντέλει πληγώνουν δεν είναι ο όποιος αντίπαλος αλλά συνολικά οι προοπτικές μιας αξιόπιστης αριστερής και προοδευτικής πορείας συμπεριλαμβανομένου του δικού τους προτάγματος. Επιπλέον, δίνουν επιχειρήματα σε όσους συντάχθηκαν χωρίς αιδώ με το νεοφιλελευθερισμό.
Πληγώνουν και όλους και όλες εμάς που αρνούμαστε να εμπλακούμε με αυτούς τους όρους στις όποιες αντιπαραθέσεις. Όχι γιατί δεν έχουμε θέση αλλά γιατί θέλουμε η στάση μας να διατυπωθεί με όρους συμπερίληψης και συνάντησης όπως την περίοδο δημιουργίας του ΣΥΡΙΖΑ παρά τις μέχρι τότε «αγεφύρωτες» διαφορές μας.
Εμείς που ξέρουμε ότι δεν ήταν όνειρο το θετικό αποτύπωμα των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ το 1981 – 1985 και του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 – 2019. Εμείς που, επειδή αξιωθήκαμε την άνοιξη της δημοκρατίας και αναλάβαμε το βάρος του πραγματισμού το 2015, δεν θα γελαστούμε.
Θα πορευτούμε με όσους είναι πρόθυμοι να εκχωρήσουν κάτι από τις βεβαιότητες τους, με όσους θέλουν να σκέφτονται με απορίες, με όσους δεν θεωρούν δεδομένο ότι θα είναι υποψήφιοι βουλευτές ή ευρωβουλευτές για να συμμετάσχουν στο όποιο πολιτικό εγχείρημα, με όσους ξεκινήσουν από την αυτοκριτική πριν κάνουν κριτική, με όσους δεν θέλγονται από το πολιτικό lifestyle, με όσους θυμούνται ότι «αντίπαλοι» στις προηγούμενες διασπάσεις της ανανεωτικής αριστεράς και του σοσιαλιστικού χώρου βρέθηκαν ομοτράπεζοι όταν η πολιτική ανάγκη το επέβαλλε.
*Ο Γ. Αγγελόπουλος είναι αν. καθηγητής στο ΑΠΘ