H δημιουργία της πλειοψηφίας είναι ζήτημα που έχει μελετηθεί κατ΄ επανάληψη από την κοινωνική ψυχολογία και την πολιτική επιστήμη μεταξύ άλλων, καθώς θεωρείται δεδομένο ότι μια πλειοψηφία αντανακλά και το βαθμό συναίνεσης σε ένα σύστημα, σε μια πολιτική κλπ. Είναι όμως ο σχηματισμός μιας πλειοψηφίας το αποτέλεσμα μιας αυθόρμητης διαδικασίας ή έκφρασης απόλυτα ελεύθερης βούλησης;
Η ενστάλαξη απόψεων, πεποιθήσεων και ιδεών στη σκέψη των ανθρώπων με βάση τα οποία αποφασίζουν δεν αποτελεί τυχαία ή αυθόρμητη διαδικασία. Ξέρουμε πια, ότι οι απόψεις των πολιτών διαμορφώνονται και μέσα από συστηματική και συχνά μεροληπτική παράθεση πληροφοριών για γεγονότα, πρόσωπα και πράγματα με τα οποία έχουν έμμεση επαφή. Επίσης, ενίοτε οι πλειοψηφίες σχηματίζονται και μέσα από τεχνικές παραμόρφωσης των ίδιων των διαδικασιών ανάδειξής τους, τεχνικές και τεχνάσματα οι οποίες επιστρατεύονται σε ανύποπτο χρόνο, σε συνδυασμό με κατάλληλες επικοινωνιακές. Πλειοψηφίες σχηματίζονται ακόμα και μέσα από την αγορά ψήφων, μέθοδο γνωστή και παμπάλαια, που ωστόσο δεν έχει πάψει να χρησιμοποιείται, ενώ αποκαλύπτεται μόνον κατά τύχη.
Το γεγονός επομένως ότι κάποιος μπορεί να ψηφίστηκε «κατά πλειοψηφία» ή «ομόφωνα», δεν κλείνει τη συζήτηση, επειδή σε ένα κράτος δικαίου, οφείλει πάντα να συνυπολογίζεται το πως δημιουργήθηκε μια πλειοψηφία. Διαφορετικά και το δημοψήφισμα της δικτατορίας θα ήταν αποδεκτό. Επομένως, οι όροι και οι συνθήκες υπό τις οποίες δημιουργήθηκε η πλειοψηφία είναι αυτοί που δείχνουν την ουσιαστική νομιμότητα μιας εκλογής ή απόφασης για κάτι και ότι η πλειοψηφία έχει επιτύχει πράγματι συναίνεση σε αυτό που προτείνει ή ότι είναι μόνον τυπική ή προσχηματική και όχι ουσιαστική και ως εκ τούτου νοθευμένη.
Όμως, τα παραπάνω θέτουν περαιτέρω ζητήματα:
Μπορεί κάποιος να επικαλείται μόνον μια μεγάλη πλειοψηφία (με όλες της αποχρώσεις της έννοιας αυτής) για να «κυβερνά»; Δηλαδή, μπορεί η πλειοψηφία να κάνει ότι θέλει; Όχι βέβαια απαντούν οι δικαιωματιστές.
Η πλειοψηφία μπορεί να αποφασίσει ότι θέλει, αλλά όχι για όλα τα θέματα: δεν μπορεί να αποφασίσει την αυτοκατάργηση ενός θεσμού, ενός πολιτεύματος, την ουσιώδη αλλαγή των θεμελιωδών αρχών και δομών ενός φορέα, στο πλαίσιο του οποίου λειτουργεί, όπως π.χ. είναι ένα κόμμα. Μπορεί να αποφασίζει κάτι τέτοιο, μόνον εάν είναι μια συνταγματικού τύπου πλειοψηφία, δηλαδή να έχει αρμοδιότητες για να θεσπίσει θεμελιακές αλλαγές: να καταρτίζει Σύνταγμα κλπ. Διαφορετικά δεν μπορεί να επιβάλει τέτοιες αλλαγές. Κατά τον ίδιο λόγο δεν μπορεί να μεροληπτεί σε βάρος των μειοψηφιών και αντίθετα πρέπει να τις διασφαλίζει.
Έτσι, κανείς δεν μπορεί να αλλάξει τις αρχές ενός πολιτικού μορφώματος, χωρίς να ακολουθήσει τη διαδικασία που διασφαλίζει τη νομιμότητα: είτε πρόκειται για Σύνταγμα είτε πρόκειται για καταστατικό πολιτικού κόμματος, είτε πρόκειται για πολιτικό ή Συνταγματικό θεσμό. Διαφορετικά, είναι η πολιτική αυθαιρεσία που κάνει «κουμάντο» και όχι σπάνια συγκαλύπτεται πίσω από την επίκληση της πλειοψηφίας ή πίσω από την αλλαγή ονόματος αυτού που συμβαίνει: π.χ αποφασιστικότητα αντί αυθαιρεσίας.
Όλα αυτά πλαισιώνουν πολιτικές διεργασίες που χρόνια τώρα συμβαίνουν στην Ελλάδα και διαμορφώνουν το μέλλον μας με ή χωρίς εμάς, ενώ ταυτόχρονα μας πείθουν ότι συμμετέχουμε στο σχεδιασμό του. Οι καταστάσεις όμως που συμβαίνουν στο ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ τελευταία αποτελούν ίσως ένα τέτοιο παράδειγμα. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα «πείραμα» διάλυσης της ανανεωτικής αριστεράς, δηλαδή ενός πολιτικού χώρου (που εκφράζεται σήμερα στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ) που έχει παρουσία στη χώρα από τα χρόνια της δικτατορίας, για να φτάσει σήμερα να διαλύεται με ένα εξαιρετικά παράδοξο τρόπο, δηλαδή με ευθύνη και εκείνων ηγεμόνευσαν τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και της νέας πολιτικής ηγεσίας: διότι η εκλογή ενός Προέδρου που ουδόλως έχει σχέση με την αριστερά, αλλά εκλέχθηκε από μια πλειοψηφία που διαμορφώθηκε και από ψηφοφόρους «της στιγμής» και από συνθήματα, ιδεοληψίες και σκόπιμες «παρανοήσεις», αλλά και καλλιέργεια εμπάθειας και συναισθηματικής φόρτισης, σχετική με την φερόμενη υπονόμευση του απελθόντα Προέδρου, με τη διάδοση απόψεων σχετικά με το τέλος της διάκρισης δεξιά και αριστερά, το αίτημα να φύγει το παλιό, να έρθει το νέο και άλλα παρόμοια, μια τέτοια εκλογή πάσχει επί της ουσίας.
Γι αυτό και πρόκειται για μία πλειοψηφία μιντιακά κατασκευασμένη και όχι για μια πολιτική πλειοψηφία. Το αν τα επιχειρήματα που επιστρατεύθηκαν έχουν πραγματική βάση ή σχέση με την πραγματικότητα θα μας το δείξει η ιστορία. Αυτό που μέχρι τώρα βλέπουμε είναι η ανάπτυξη μιας περίπου «ελέω θεού» άσκησης εξουσίας, η αδυναμία πολιτικών απαντήσεων σε όποια κριτική ακόμα και επιθετική και η άρνηση λογοδοσίας του προέδρου σε όσα του καταλογίζουν.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν προξενεί εντύπωση, ότι απαξιώνεται η ιστορική πορεία και το ισχυρό φρόνημα μελών του κόμματος που διαφωνούν (έστω με οξύτητα) με τη νέα τροπή των πραγμάτων. Η επαναλαμβανόμενη δήλωση του τύπου «σε όποιον δεν αρέσει να πάει σπίτι του», είναι προβληματική εξορισμού. Επίσης, είναι προβληματική και επειδή δηλώσεις και θέσεις που συγκρούονται με την καταστατική πολιτική γραμμή έχουν διατυπωθεί και από τη νέα ηγεσία χωρίς συνέπειες όμως. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είμαστε ενώπιον μιας προσωποκρατικής στροφής ενός κόμματος, αλλά ενώπιον μιας αυταρχικής τροπής. Το θεμελιώδες θέμα δεν είναι πάντα ποιος κερδίζει έναν εκλογικό αγώνα, αλλά πως επιτυγχάνει συναινέσεις, διαμορφώνει ηγεμονικές ιδέες και κυρίως, πως αναστηλώνει ένα κόμμα σε κατάρρευση: μόνον έτσι διαμορφώνεται και αναπαράγεται η εσωκομματική δημοκρατία. Αν όλα αυτά επιδιώκονται με το «Εγώ αποφασίζω», την σύνθλιψη της κριτικής και την απαξίωση των απόψεων των άλλων, το πράγμα πάσχει θεσμικά και ουσιαστικά.
Αυτά όμως δεν αφορούν τον ΣΥΡΙΖΑ μόνο και την καταστροφή ενός πολιτικού χώρου με την «συναίνεσή» του. Πρόκειται για ένα ευρύτερο ζήτημα της Δημοκρατίας: Τυπικό γνώρισμα της κρίσης της Δημοκρατίας δεν είναι μόνον ο αυταρχισμός των κυβερνήσεων, η ακρο-δεξιά ή νεοφιλεύθερη στροφή τους και η διαφθορά, αλλά και η διάδοση της κρίσης και στα άλλα κόμματα. Η κρίση της Δημοκρατίας οδηγεί και συσχετίζεται με την κρίση της εσωκομματικής δημοκρατίας παντού και επομένως, και με την κρίση της εσωκομματικής δημοκρατίας στην αξιωματική αντιπολίτευση. Έτσι, μέσα σε λίγους μήνες μια ήττα στις εκλογές που οδήγησε σε παραίτηση τον πρώην πρόεδρο Αλέξη Τσίπρα, μετεξελίχθηκε σε κρίση εσωκομματικής δημοκρατίας και σε κρίση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (που ο πρόεδρός της δε θα υποστεί τη βάσανο της Κοινοβουλευτικής κριτικής). Γι’ αυτό και το ζήτημα δεν είναι ποιος θα φέρει 500 μέλη μέσω διαδικτύου – αυτά είναι για τα video games- αλλά πως θα ξανασταθεί η Δημοκρατία στα πόδια της, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ.
- Η Σοφία Βιδάλη είναι καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
(Αναδημοσίευση από το TVXS)