Ως νομικός και τελειόφοιτος του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Δίκαιο και Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, αισθάνομαι το ιδιαίτερο καθήκον να εκφράσω την άποψή μου σε σχέση με τις διαδικασίες που κινούνται κατά των διδασκόντων στο πρόγραμμα, δηλαδή της κας Παπανικολάου Αικατερίνης όσο και τουκου Γκρίτζαλη Στέφανου.
Του Δημήτρη Φάκα
Το τελευταίο χρονικό διάστημα, επιβεβαιωμένα πια,βρισκόμαστε ενώπιον της αποκάλυψης μιας ακόμα συνταγματικής παραβίασης με ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, όσο και μιας προσπάθειας συγκάλυψής της. Γνωρίζουμε ότι «ενοχλητικοί» δημοσιογράφοι παρακολουθήθηκαν μέσω ενός κατασκοπευτικού λογισμικού καθώς επίσης και πρόσωπα με σημαίνουσα πολιτειακή θέση, μέσω της διαδικασίας άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Η διαδικασία αυτή ακόμα και τυπικώς διεξαγόμενη, ήτανκαι παραμένει ανεπίτρεπτα «ευέλικτη». Ακριβώς αυτός ήταν ο λόγος που η συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων άρσης απορρήτου στη χώρα μας, αφορά διατάξεις άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας. Το νέο πλαίσιο του ν.5002/2022, επέφερε κάποιες αλλαγές, των οποίων ωστόσο η σχέση με τησυνταγματική και ευρωπαϊκή έννομη τάξη φαίνεται βαθιά προβληματική.
Το διάστημα που έχει μεσολαβήσει από την δημοσιοποίηση αυτών των γεγονότων σε σχέση με τις ενέργειες διαχείρισης τους και την πρόοδο των ποινικών ερευνών, πείθει τον οποιονδήποτε ότι τα παραπάνω δεσυνιστούν μια ατυχή στιγμή ή μια παρεκτροπή κάποιων προσώπων. Αντιθέτως, συνιστούν άλλη μια στιγμή πικρής αλήθειας σε σχέση με το κατά πόσο είναισεβαστοί οι πρωταρχικοί κανόνες της πολιτειακής μας οργάνωσης.
Είναι δείγμα μιας ασθμαίνουσας δημοκρατίας ότι αντί η συζήτηση και κυρίως οι θεσμικές διαδικασίες να αφορούν το τι συνέβη, από ποιους και για ποιες σκοπιμότητες, αυτή έχει επικεντρωθεί σε πρόσωπα που μετείχαν στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών.
Δηλαδή, σε πρόσωπα που έχουν ανειλημμένο, ρητό και συνταγματικό καθήκον, να ελέγξουν αν και κατά πόσο στη χώρα μας υφίσταται εν τέλει επικοινωνιακό απόρρητο και αν οι διαδικασίες για την άρση του γίνονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα. Βρισκόμαστε μπροστά στον παραλογισμό να στοχοποιείται αυτός που διερευνά το πρόβλημα, αντί να ψάχνουμε τον υπαίτιο.
Κατά το χρονικό διάστημα της φοίτησης στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Δίκαιο και Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, οι προαναφερθέντες διδάσκοντες, με το λόγο και τη στάση τους υπέδειξαν ένα πρότυπο επιστήμονακαι μια υψηλή αίσθηση καθήκοντος σε αντιδιαμετρικήαντίθεση με το ύφος και τις σκοπιμότητες όσων τους κατηγορούν. Ήταν αναμενόμενη η ad hominem επίθεση, καθώς η ουσία των γεγονότων είναι άβολη προς συζήτηση.
Αντί επιλόγου αξίζει να θυμηθεί κανείς τα λόγια του Τζων Ρολς:
«Εάν οι παρεκκλίσεις από τη δικαιοσύνη ως κανονικότητα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες, ανακύπτει το σοβαρό ερώτημα κατά πόσον υπάρχει πράγματι νομικό σύστημα και όχι απλώς ένα συνονθύλευμα εντολών, που αποσκοπούν στην προώθηση των συμφερόντων ενός δικτάτορα ή των ιδανικών ενός καλοπροαίρετου δυνάστη. Συχνά δεν είναι εύκολο να δοθεί σαφής απάντηση.»
(Τζων Ρολς, Θεωρία της Δικαιοσύνης, εκδ. Πόλις, σελ.283)
Δικηγόρος, τελειόφοιτος του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών “Δίκαιο και Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών” του Πανεπιστημίου Πειραιώς