Ευρισκόμενη ενώπιον μείζονος πολιτικού και οικονομικού ολισθήματος στο ζήτημα της φοροδιαφυγής, η κυβέρνηση πέφτει θύμα της ίδιας της ρητορικής της των “μέσων όρων”, ότι δηλαδή τάχα “δεν μπορεί να ζουν ελεύθεροι επαγγελματίες με χι χρήματα”.
Του Γεωργίου Μάτσου
Ρητορικής αποδεικνυόμενης αναληθούς ήδη από τη γενική και ανεξαίρετη εφαρμογή των τεκμηρίων διαβίωσης: Οι επαγγελματίες που δήθεν ζουν με “μηδέν” χρήματα υπόκεινται κι αυτοί στα γενικής και ανεξαίρετης εφαρμογής τεκμήρια διαβίωσης. Άρα, ή πληρώνουν φόρο μέσω των τεκμηρίων, ή έχουν άλλα εισοδήματα που καθιστούν περιττό τον βιοπορισμό τους από το ελεύθερο επάγγελμα.
Φοροδιαφυγή υπάρχει. Είναι όμως παραπλανητικό αυτή να αποδίδεται αποκλειστικά σε όσους είναι δηλωμένοι ελεύθεροι επαγγελματίες. Διότι αυτή εκτείνεται και:
– Σε όσους ασκούν ελεύθερο επάγγελμα χωρίς να έχουν δηλώσει έναρξη επιτηδεύματος. Εδώ ανήκουν πολλοί δηλωμένοι “μακροχρόνια άνεργοι” ή λήπτες του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης. Κατά την κυβερνητική ρητορική, αν δεν μπορεί μία φορά ο ελεύθερος επαγγελματίας να τα βγάζει πέρα “με λιγότερα από τον κατώτατο μισθό”, πώς μπορεί αλήθεια να τα βγάζει πέρα ο λήπτης του ΚΕΑ με 200 ευρώ το μήνα;
– Σε αδήλωτες αποδοχές από (απαγορευμένο) ελεύθερο επάγγελμα δημοσίων υπαλλήλων. Τα ιδιαίτερα των εκπαιδευτικών είναι η πιο γνωστή περίπτωση, αν όμως δει κανείς τις μεταμνημονιακές αποδοχές του δημόσιου τομέα, πραγματικά θα αναρωτηθεί πώς γίνεται να διατηρεί δημόσιος υπάλληλος οικογένεια. Από στρατιωτικούς που περνούν πλακάκια, μέχρι μηχανικούς που συντάσσουν μελέτες, το αδήλωτο δεύτερο επάγγελμα δημοσίων υπαλλήλων είναι καθεστώς για μεγάλο μέρος τους.
– Στις “έξτρα” αποδοχές μισθωτών του ιδιωτικού τομέα. Η πιο διαδεδομένη κατηγορία τέτοιων αποδοχών είναι τα φιλοδωρήματα σερβιτόρων και ντελιβεράδων, τα οποία πρόσφατα πληροφορήθηκε η κοινή γνώμη ότι μπορεί να είναι και δυσθεώρητα. Αλλά και όταν μια επιχείρηση θέλει να κρατήσει έναν καλό υπάλληλο και δυσκολεύεται να τον αμείψει πάνω από ένα ορισμένο όριο καθαρών αποδοχών (με ασφαλιστικές εισφορές 39% και φόρο 44%), πολύ συχνά του δίνει και ένα σεβαστό ποσό “μαύρα”, ευρισκόμενη σε σχέση προφανούς εμπιστοσύνης με τέτοιους υπαλλήλους.
Τα παραπάνω εξηγούν πώς είναι δυνατόν, με ονομαστική ανεργία 10,9%, οι πινακίδες “ζητείται υπάλληλος” να κατακλύζουν τις προθήκες καταστημάτων. Ιδίως οι λήπτες κρατικών επιδομάτων που εργάζονται “μαύρα”, δεν διαπράττουν μόνον φοροδιαφυγή, αλλά και απάτη κατά του δημοσίου.
Πέραν όμως από την εσφαλμένη στοχοποίηση αποκλειστικώς των δηλωμένων ελευθέρων επαγγελματιών, εντελώς λάθος είναι η εικόνα που αποδίδουν οι δημοσιευόμενοι χαμηλοί μέσοι όροι για το εισόδημα των ελευθέρων επαγγελματιών. Το γνωστό ανέκδοτο “ψέματα, μεγάλα ψέματα και στατιστικές” ευρίσκει εδώ τέλεια εφαρμογή. Διότι τα στατιστικά αυτά νοθεύουν τη μεγάλη εικόνα ως εξής:
Πρώτον: Πάρα πολλοί επαγγελματίες μεγαλύτερης ηλικίας διατηρούν ενεργή “έναρξη” και, συνακόλουθα, την υποχρέωση να καταβάλουν ασφαλιστικές εισφορές, μόνο για να συμπληρώσουν τα ένσημα για σύνταξη. Οι άνθρωποι αυτοί στη μεγάλη τους πλειονότητα, αν δεν διαβούν από άλλα εισοδήματα ή από αποταμιεύσεις, έχουν μεταβιβάσει στην πράξη την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας στα παιδιά τους, τα οποία και προβάλλουν στην αγορά, προκειμένου να τα καθιερώσουν. Οι ίδιοι εισπράττουν χαμηλά ή μηδενικά έσοδα.
Στην ίδια κατηγορία των μη αληθώς ασκούντων ελεύθερο επάγγελμα ανήκουν πολλές “νοικοκυρές”, που διαβούν από τα εισοδήματα του συζύγου, έχουν μηδενικό εισόδημα και διατηρούν ενεργή έναρξη προς τον σκοπό της συνταξιοδότησης.
Δεύτερον: Συναφώς με την τελευταία υποκατηγορία, πολλές σύζυγοι ελεύθεροι επαγγελματίες εργάζονται στην ουσία “part-time”, καθώς οι οικογενειακές υποχρεώσεις (κυρίως η φροντίδα παιδιών) δεν τους επιτρέπει ενεργότερη επαγγελματική δραστηριοποίηση. Και ενώ στη μισθωτή εργασία η (εκτεταμένη) μερική απασχόληση τυποποιείται ως τέτοια στη σύμβαση εργασίας και κατά συνέπεια στα στατιστικά δεδομένα, στο ελεύθερο επάγγελμα η αποτύπωση της μερικής απασχόλησης είναι στην πράξη αδύνατη.
Τρίτη κατηγορία επαγγελματιών με χαμηλό εισόδημα είναι αυτή των νέων επαγγελματιών. Αφενός, τύποις ελεύθεροι επαγγελματίες παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε έναν εργοδότη με χαμηλές σχετικώς αμοιβές, χωρίς να ασκούν πραγματικά ελευθέριο επάγγελμα. Αφετέρου, “πραγματικοί” νέοι επαγγελματίες είναι αναγκασμένοι να κρατούν χαμηλά τις τιμές, ή ακόμη και να παρέχουν σχεδόν δωρεάν υπηρεσίες, μέχρις ότου καθιερωθούν στην αγορά.Η κυβέρνηση νομίζει ότι οι συνθήκες αυτές στο ελεύθερο επάγγελμα διαρκούν τρία με πέντε χρόνια και μετά αρχίζει ο… πλουτισμός! Αν πάρουμε όμως το παράδειγμα του δικού μου επαγγέλματος (δικηγόρος), ο νέος νομικός που βρίσκει ικανοποιητικές οικονομικές συνθήκες ως ασκούμενος, κάνει έναρξη σε ηλικία 23-24 ετών για αποδοχές 500-600 ευρώ το μήνα (αυτές είναι οι “καλές” αμοιβές!), που θα ανέλθουν κατά (αισιόδοξο…) μέσο όρο στα 1.000-1.200 έως την ηλικία των 28 ετών. Στην ηλικία αυτή είναι ακόμη αδύνατον για τον δικηγόρο να ανοίξει γραφείο με δική του πελατεία.Με μια πενταετία έναρξης, όμως, ο νέος νόμος θα τον τεκμαίρει ήδη… “πλούσιο μεγαλοδικηγόρο”!
Αν σκεφτεί κανείς πόσες χιλιάδες νέοι δικηγόροι θα γίνουν στη συνέχεια δικαστές, δημόσιοι υπάλληλοι ή θα μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, αντιλαμβάνεται ότι τα στατιστικά περιλαμβάνουν τους νέους επαγγελματίες, που θα αλλάξουν καριέρα, ως “φτωχούς αρχάριους”, αλλά ουδέποτε ως ευπρεπέστερα βιοποριζόμενους στο μέλλον.
Τέταρτον: Πολλοί “χομπίστες” επαγγελματίες έχουν άλλα εισοδήματα (π.χ. από ακίνητα) και διατηρούν ενεργή έναρξη προκειμένου να ασκούν με όρους ευχαρίστησης το επάγγελμά τους. Οι ευκατάστατοι αυτοί άνθρωποι είναι περισσότεροι από όσοι φαντάζεται κανείς. Παρά τούτο, φαίνεται ότι δεν θα λαμβάνονται υπόψη άλλα εισοδήματα για τον καθορισμό του ελάχιστου εισοδήματος από ελεύθερο επάγγελμα.
Πέμπτον και κυριότερο: Όταν πια ωριμάσει και πετύχει ο επαγγελματίας και έλθει η ώρα να έχει ουσιωδώς βελτιωμένο εισόδημα, διαπιστώνει ότι το φορολογικό καθεστώς της ατομικής επιχείρησης είναι μη ανταγωνιστικό για την άσκηση επαγγέλματος που αποφέρει εισόδημα άνω των 40.000 ή ακόμη και 30.000 ευρώ. Τούτο διότι ο φορολογικός συντελεστής άνω των 40.000 ευρώ (ποσό που ως μικτό, οριακά καλύπτει τις ανάγκες τετραμελούς οικογένειας) ανέρχεται σε 44%, ενώ μεταξύ των 30.000 και 40.000 ευρώ στο ήδη υψηλό 36%.
Το πρώτο που θα σπεύσει τότε να κάνει ο επαγγελματίας θα είναι να δημιουργήσει εταιρία, στην οποία τα κέρδη φορολογούνται με σταθερό συντελεστή 22%.Το μισό δηλαδή από το 44% το οποίο θα πλήρωνε σε καθεστώς ατομικής επιχείρησης για κέρδη άνω των 40.000 ευρώ. Εάν μάλιστα προσλάβει τον εαυτό του με μισθό (π.χ. ως διαχειριστή της εταιρίας), θα αποκτήσει προσωπικό αφορολόγητο και τα λοιπά φορολογικά πλεονεκτήματα του μισθωτού.Έτσι, με έναν απολύτως νόμιμο και απολύτως συνήθη φορολογικό σχεδιασμό, ο επαγγελματίας γίνεται μισθωτός για τα πρώτα 20.000 ευρώ εισοδήματος, ενώ για το ύπερθεν εισόδημά του, που θα φορολογούνταν σε ατομική επιχείρηση με 28% (> 20.000 ευρώ), 36% (> 30.000 ευρώ) ή 44% (> 40.000 ευρώ), φορολογείται το πρόσωπο της εταιρίας με 22%.
Εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι καθαρά κέρδη ελεύθερου επαγγελματία άνω των 20.000 ευρώ θα φορολογηθούν στο πρόσωπο του επαγγελματία και όχι εταιρίας μόνον στις περιπτώσεις που ο επαγγελματίας αυτός δεν λάβει τις ορθές φορολογικές συμβουλές.
Στην παραπάνω συνήθη περίπτωση που τα ατομικά εισοδήματα μετατρέπονται σε εταιρικά πάνω από το όριο των 20.000 ευρώ, αυτά εξαφανίζονται από τη στατιστική των φορολογικών δηλώσεωντων ελευθέρων επαγγελματιών. Έτσι,ενώ το εξ ορισμού χαμηλό ή μηδενικό εισόδημα νοικοκυρών, νέων επαγγελματιών, αναμενόντων σύνταξη και ημιαπασχολουμένων προσμετράται στις δημοσιοποιούμενες στατιστικές, το εισόδημα όσων κερδίζουν άνω των 20.000 ευρώ σπάνια προσμετράται σε αυτές, διότι όσο υψηλότερο είναι, τόσο τείνει να καθίσταται εταιρικό εισόδημα.
Οι δημοσιοποιούμενες στατιστικές είναι λοιπόν παραπλανητικά χαμηλές, δημιουργώντας συνθήκες κοινωνικού αυτοματισμού εις βάρος των ελευθέρων επαγγελματιών, που έχουμε να βιώσουμε από το πρώτο Μνημόνιο (2010-2011).
Αναφέρει το ρεπορτάζ για επαγγελματίες που δηλώνουν λιγότερα από τους μισθούς των μισθωτών τους. Διερωτάται όμως κανείς, γιατί η ΑΑΔΕ δεν διατάσσει άμεσα φορολογικούς ελέγχους σε επαγγελματίες που εμφανίζουν τέτοια ένδειξη (και όχι βέβαια απόδειξη) φοροδιαφυγής. Ώστε να διαπιστωθεί εάν όντως φοροδιαφεύγουν ή όχι, χωρίς να τσουβαλιάζονται δίκαιοι και άδικοι σε ενιαίο σύστημα “κεφαλικού τεκμηρίου”, που με βεβαιότητα θα προκαλέσει πολύ περισσότερες αδικίες από όσες θα αποκαταστήσει.
Διότι εκτός των ανωτέρω πέντε κατηγοριών, υπάρχει και μία έκτη: Αυτοί που όντως προσπαθούν και δεν καταφέρνουν να κερδίσουν (έστω και σε μερικά από τα χρόνια της που δραστηριοποίησής τους) περισσότερα από τον κατώτατο μισθό.
Σε αυτούς όλους – νέους, γέρους, νοικοκυρές και παραπαίοντες – τι θα πουν από το υπουργείο Οικονομικών; Ότι σας θεωρούμε de facto φοροφυγάδες μαζί με τους πραγματικούς φοροφυγάδες και ότι μόνον αν κάνετε φυλακή, είστε φαντάροι ή νοσηλεύεστε σε κώμα (μόνον τότε θα είναι “μαχητό” το τεκμήριο!) δικαιολογείστε να βγάζετε λιγότερα;
Σε μια κοινωνία που δεν έχει κατανοήσει τις αιτίες της όποιας φοροδιαφυγής υπάρχει, είναι εύλογο να δίδονται μη-λύσεις όπως αυτές που εξαγγέλθηκαν.
Ας αναρωτηθεί τουλάχιστον η κυβέρνηση:
Αν η εξαγγελθείσα “λύση” οδηγήσει 100.000 από τους 676.000 επαγγελματίες σε άμεσο κλείσιμο των βιβλίων τους, μήπως το κράτος χάσει τότε ακόμη και εισπρακτικά;
Αν οι νέοι αποκτήσουν ακόμη ένα κίνητρο μετανάστευσης και φύγουν προτού καταργηθεί το σχεδιαζόμενο έκτρωμα, ποιος θα τολμήσει να τους ξαναμιλήσει αύριο για “brain gain”;
Και κυρίως: Τι θα σημαίνει για τον πρωθυπουργό να απωλέσει την αξιοπιστία που διεκδίκησε με την “συμφωνία αλήθειας” του 2019 και του 2023, πρώτη δέσμευση της οποίας ήταν η μείωση των φόρων;
* Ο Γεώργιος Ι. Μάτσος είναι Δ.Ν., Δικηγόρος
(Αναδημοσίευση από το Capital.gr)