Με μια πρώτη ανάγνωση φαίνεται ότι πράγματι υφίσταται μια παραδοξότητα στην αγορά εργασίας. Η ανεργία παραμένει σε σχετικά υψηλό επίπεδο (10% τον Σεπτέμβριο του 2023) ενώ από την άλλη μεριά σε σειρά κλάδων της ελληνικής οικονομίας υπάρχει σημαντική έλλειψη προσωπικού.
Γράφει ο Γιώργος Καββαθάς, πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή ξεκινώντας από το πεδίο της ανεργίας. Εάν δούμε ιστορικά το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα, από τότε τουλάχιστον που υπάρχουν αξιόπιστα στατιστικά δεδομένα, φαίνεται ότι το υφιστάμενο δεν απέχει από εκείνα της προ μνημονιακής περιόδου. Συγκεκριμένα την περίοδο 1995-2021 (προ ΟΝΕ) το μεσοσταθμικό ποσοστό ανεργίας της περιόδου στη χώρα μας ήταν 10,9%, με το χαμηλότερο ποσοστό να καταγράφεται το 1995 (9,7%) και το υψηλότερο το 1999 (12,2%).
Την περίοδο 2002-2009 (προ μνημονίων) το μεσοσταθμικό ποσοστό ανεργίας της περιόδου ήταν 9,5%, με το χαμηλότερο ποσοστό να καταγράφεται το 2007 (7,8%) και το υψηλότερο το 2003 (10,6%). Την περίοδο των μνημονίων (2010-2018) το μεσοσταθμικό ποσοστό της περιόδου το τραγικό 19,9%, με το χαμηλότερο ποσοστό να καταγράφεται το 2010 (12,7%) και το υψηλότερο το 2013 (27,5%). Το 2019 το ποσοστό ανεργίας ήταν στο 18,1% και πλέον έχει μειωθεί κοντά στο 10%. Από τα στοιχεία αυτά και εξαιρώντας φυσικά τη μνημονιακή περίοδο φαίνεται ότι στη χώρα μας τουλάχιστον από το 1995 και μετά η ανεργία διατηρούνταν σε υψηλά ποσοστά παρά την ανάπτυξη που κατέγραφε η ελληνική οικονομία. Αυτό δείχνει ότι μεταξύ άλλων η ανεργία στην Ελλάδα ήταν και διαρθρωτική δηλαδή παρουσίαζε συστηματικά αναντιστοιχίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας. Άρα το φαινόμενο που παρατηρούμε σήμερα δεν είναι πρωτόγνωρο και κάνω τη σχετική αναφορά διότι ζητήματα όπως η αναβάθμιση και ενίσχυση της τεχνικής εκπαίδευσης έχουν επισημανθεί κατ’ επανάληψη τα τελευταία τουλάχιστον 20-25 χρόνια, χωρίς όμως να έχει γίνει τίποτα ουσιαστικό επί τούτου.
Πέραν των προαναφερομένων το υφιστάμενο πρόβλημα των κενών θέσεων εργασίας είναι θεωρώ σύνθετο και πολυπαραγοντικό. Κατ’ αρχάς αφορά σειρά κλάδων όπως εκείνων που σχετίζονται με τον τουρισμό (εστίαση – καταλύματα), των κατασκευών, της μεταποίησης και του πρωτογενή τομέα. Με άλλα λόγια το πρόβλημα εντοπίζεται στους σημαντικότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ οι κενές θέσεις εργασίας αυξήθηκαν το τελευταίο έτος κατά 83,7%. Γιατί όμως υφίσταται αυτό το φαινόμενο; Ένας κρίσιμος παράγοντας υπήρξε η πανδημική κρίση κατά τη διάρκεια της οποίας χιλιάδες εργαζόμενοι που άλλαξαν επαγγελματική δραστηριότητα ή/και μετανάστευσαν σε άλλες χώρες ιδίως στους κλάδους που επλήγησαν βαρύτατα από την πανδημία. Ένας άλλος παράγοντας είναι η έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού. Ένας τελευταίος παράγοντας αφορά τις αμοιβές, που τουλάχιστον από τη μεριά των εργαζομένων δεν θεωρούνται αρκετά ελκυστικές. Ως προς αυτό, σημειώνω ότι αρκετές επιχειρήσεις προσφέρουν αμοιβές πολύ παραπάνω από αυτές που προβλέπουν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και παρόλα αυτά δεν μπορούν να προσελκύσουν προσωπικό.
Τα προαναφερόμενα σε συνδυασμό με την μείωση της ανεργίας που φαίνεται πως τουλάχιστον για κάποιους κλάδους έχει οδηγήσει στο φαινόμενο της στενότητας της αγοράς εργασίας, έχουν εντείνει το πρόβλημα των κενών θέσεων εργασίας, το οποίο εκτιμάται ότι θα μας απασχολήσει και τα επόμενα χρόνια. Θα ήταν επίσης παράλειψη μου να μη σημειώσω ότι και το δημογραφικό ζήτημα αποτελεί επίσης έναν αρνητικό παράγοντα, και επιβάλλεται να αναζητηθούν οι κατάλληλες μεσομακροπρόθεσμες πολιτικές για την ανάσχεσή του, διότι οι προβολές για το μέλλον προδιαγράφουν σοβαρές προκλήσεις όχι μόνο στο αμιγώς οικονομικό πεδίο αλλά και σε εκείνο της εθνικής ασφάλειας.
Με βάση τα προαναφερόμενα θεωρώ ότι για την βραχυπρόθεσμη σε πρώτη φάση επίλυση του προβλήματος απαιτείται ένας συνδυασμός μέτρων και πολιτικών. Στο πλαίσιο αυτό είναι αναγκαίο να γίνουν προσεκτικές διακρατικές συμφωνίες για την απασχόληση εργαζομένων από τρίτες χώρες σε κλάδους και ειδικότητες που δεν παρουσιάζουν κάποιον βαθμό «ελκυστικότητας» για το εγχώριο ανθρώπινο δυναμικό.
Επιπλέον, η δημιουργία προγραμμάτων νέων θέσεων εργασίας από την ΔΥΠΑ με επιδότηση του μη μισθολογικού κόστους, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να καταβάλουν ακόμα καλύτερες αμοιβές. Επίσης, η κατάργηση της διάταξης που ορίζει ότι για τους συνταξιούχους που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα η σύνταξη μειώνεται κατά 30%. Η διάταξη αυτή που αρχικά θεσμοθετήθηκε προκειμένου να ενισχύσει την εισροή νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας με στόχο τη μείωση της ιδιαίτερα υψηλής ανεργίας, πλέον και δεδομένου ότι το ποσοστό ανεργίας προσεγγίζει το 10% στερείται αιτιολογικής βάσης, ενώ από την άλλη μπορεί να αποτελέσει μια εκ των λύσεων του προβλήματος που έχει παρατηρηθεί ιδιαίτερα σε μεταποιητικούς κλάδους όπου έμπειρο και εξειδικευμένο προσωπικό συνταξιοδοτείται χωρίς να υπάρχει δυνατότητα αναπλήρωσής του.
Ως προς αυτό, οφείλω να επισημάνω ότι με βάση τις δηλώσεις του Υπουργού Εργασίας αναμένεται νομοθετική ρύθμιση το επόμενο διάστημα.
Τέλος, απαιτούνται κατάλληλα προγράμματα κατάρτισης ώστε να μειωθεί η απόσταση που χωρίζει τις δεξιότητες που διαθέτει το εργατικό δυναμικό, από τις δεξιότητες που ζητά η αγορά εργασίας.