To Φεβρουάριο του 1909 ο Ελληνας μετανάστης Τζον Μασουρίδης από ένα χωριό έξω από την Καλαμάτα έκανε μαθήματα αγγλικών με την 17χρονη Λίλιαν Μπριζ από τη Νότια Ομαχα, στη Νεμπράσκα.
Της Ξένιας Κουναλάκη
Ηταν 36 χρονών, είχε σκούρο δέρμα κι ένας «λευκός» Αμερικανοϊρλανδός αστυνομικός έσπευσε να να τον συλλάβει κατηγορώντας τον ότι επιχείρησε να παρασύρει σε ερωτική σχέση τη νεαρή, «λευκή» δασκάλα του. Κατά τη μεταφορά του υπόπτου στο δικαστήριο, ο Μασουρίδης τράβηξε πιστόλι και σκότωσε τον αστυνομικό.
Αμέσως ξέσπασαν βίαιες συγκρούσεις, αφού οι Ελληνες μετανάστες είχαν ήδη στοχοποιηθεί ως απεργοσπάστες και οι υπόλοιποι εργάτες, ειδικά οι Ιρλανδοί που είχαν προηγηθεί στην περιοχή και διέθεταν πολυπληθή κοινότητα, τους απεχθάνονταν. Ανάλογα επεισόδια με λεηλασίες και πογκρόμ σε βάρος Ελλήνων σημειώθηκαν στο Σικάγο, στο Κάνσας, το Μιζούρι και μια δεκαετία αργότερα στο Τορόντο του Καναδά. Οι Ελληνες θεωρούνταν βρωμιάρηδες περίεργοι, επικίνδυνοι, προσβλητικοί προς τις γυναίκες, επιρρεπείς σε καυγάδες, σύμφωνα με τον κίτρινο Τύπο της εποχής. Σε φωτογραφίες κατά την άφιξή τους στο Ελις Αϊλαντ στις αρχές του 20ού αιώνα είναι ρακένδυτοι, ταλαιπωρημένοι, με μουστάκια κι αγριεμένα μάτια, πολύ μελαχροινοί. Κι είναι όλοι τους νέοι άνδρες.
Σε πολλές πινακίδες της εποχής έξω από εστιατόρια και άλλες επιχειρήσεις αναγράφεται «γνήσια αμερικανικό (κατάστημα), όχι αρουραίοι, όχι Ελληνες». Ας συγκρίνουμε αυτήν την ιστορική αναδρομή με τις αναμνήσεις της πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ, Αννας Διαμαντοπούλου, από το πρόσφατο ταξίδι της στην Αφρική: «Ολες αυτές οι χώρες δεν έχουν καμία προοπτική ανάπτυξης και είναι γεμάτες με νέους ανθρώπους, που δεν έχουν τι να κάνουν και δεν έχουν τι να φάνε. Αυτό λοιπόν που θα εύχομαι είναι σε 100 χρόνια να μη γίνει δια της βίας η Ευρώπη σκουρόχρωμη».
Είναι εύκολο να επικαλείται κανείς την ελευθερία έκφρασης λέγοντας ανεύθυνες «χοντράδες» που θα μπορούσαν δυνητικά να οδηγήσουν μέχρι και στη βία. Είναι ενδιαφέρον, προκλητικό, συγκεντρώνει αντιδράσεις, πυροδοτεί συζητήσεις. Ο φορέας της ρητορικής αυτής μάλιστα μπορεί στη συνέχεια να επικαλεστεί λογοκρισία, να υποδυθεί το θύμα, να καταγγείλει την ακύρωσή του. Το πρόβλημα είναι πως οι μόνοι που απουσιάζουν τελείως από το debate είναι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, οι «σκουρόχρωμοι». Δεν έχουν φωνή, ούτε υπόσταση, παρά μόνο χρώμα. Γι’ αυτό η ευθύνη του δημόσιου λόγου είναι πολλαπλάσια. Και γι’ αυτό ακυρώνεται άμεσα η αξία της υποτιθέμενης αδιαμεσολάβητης, χωρίς αναστολές, αντιπαράθεσης.
(Αναδημοσίευση από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)