Βαθιά ανησυχία για το μέλλον χαρακτηρίζει την οπτική των νέων ενηλίκων σε 5 χώρες της Ευρώπης, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου SINUS που έγινε για λογαριασμό του Allianz Foundation. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο σε δείγμα 10.000 ενηλίκων ηλικίας 18-39 ετών στη Βρετανία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ιταλία και την Πολωνία. Όπως σημειώνουν οι ερευνητές, οι χώρες επιλέχτηκαν έτσι ώστε να αντικατοπτρίζουν τη διαφορετικότητα στην Ευρώπη σε ζητήματα όπως τα δικαιώματα των μειονοτήτων, οι αντιδημοκρατικές τάσεις και η κλιματική δράση.
Γράφει η Μαρίνα Ρήγου
Επικ. Καθηγήτρια στο Τμήμα ΕΜΜΕ, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Δημοσιογράφος
Από τα ευρήματα της έρευνας ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι μόλις το 47% των ερωτηθέντων θεωρεί προτεραιότητα τους ισχυρούς δημοκρατικούς θεσμούς, με ελευθερία Τύπου και συμμετοχικό πολιτικό σύστημα. Επίσης και στις πέντε χώρες της έρευνας, η εμπιστοσύνη στο πολιτικό κατεστημένο και στους κοινωνικούς θεσμούς είναι χαμηλή.
Όμως στην Ελλάδα, η έλλειψη εμπιστοσύνης στην πολιτική και τα μέσα ενημέρωσης είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με τις άλλες τέσσερις χώρες: Το 38% συμφωνεί απόλυτα με την πρόταση «οι πολιτικοί είναι μαριονέτες πανίσχυρων ελίτ» (έναντι 20% κατά μέσο όρο σε όλες τις χώρες) και το 58% συμφωνεί απόλυτα πως τα μέσα ενημέρωσης προωθούν τα δικά τους συμφέροντα αντί να παρουσιάζουν τα γεγονότα (έναντι 28% κατά μέσο όρο).
Επιπλέον, οι νεαροί ενήλικες Έλληνες, κατά μεγαλύτερο ποσοστό από το μέσο όρο των 5 χωρών της έρευνας, θεωρούν ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί απειλούνται από τα“fake news” και τη χειραγώγηση των μέσων ενημέρωσης (67% έναντι 41% κατά μέσο όρο) όπως και από τη διάβρωση του δικαστικού συστήματος (59% έναντι 36%). Με απαισιοδοξία ατενίζουν την ερχόμενη δεκαετία να φέρει μάλλον χειρότερη από καλύτερη διακυβέρνηση (46% έναντι 25% του μέσου όρου) και λιγότερη απ’ ό,τι περισσότερη ανεξαρτησία της δικαιοσύνης (41% έναντι 24%) και των μέσων ενημέρωσης (46% έναντι 26%).
Η τάση αυτή των νεαρών ενηλίκων στην Ελλάδα που αποτυπώνεται στην έρευνα της SINUS ευθυγραμμίζεται με την αντίστοιχη τάση που καταγράφει έρευνα της ETERON για τον γενικό πληθυσμό, τον Απρίλιο του 2023: Η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση (ο θεσμός) είναι στο 35,2%, στα πολιτικά κόμματα 16,2%, στη δικαιοσύνη 30,7% και στα ΜΜΕ μόλις 7,9%. Ευρήματα ιδιαίτερα προβληματικά και ανησυχητικά για τη Δημοκρατία μας.
Μια ακραία δυσπιστία για τα Μέσα που συμβαδίζει με την απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών. Όλοι “τα παίρνουν”, όλοι είναι ανάξιοι των περιστάσεων και δεν έχουν παρά μοναδικό τους στόχο την εξουσία αλλά και την εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων. Στο ίδιο μήκος κύματος, τα ΜΜΕ εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ιδιοκτητών τους, διαπλέκονται με την πολιτική και προπαγανδίζουν θέσεις αναλόγως των περιστάσεων. Όλα καταγγέλονται ως συστημικά, τοξικά και ψευδή, σε μια εποχή γενικευμένης αμφισβήτησης που βρίσκει διαδρόμους έκφρασης και αυτοτροφοδότησης στα socialmedia και τελικά γίνεται άλλοθι για μη -πολιτική- δράση και άρνηση ενημέρωσης ως προς πολιτικο-οικονομικά ζητήματα.
Γιατί αυτή η τόσο έντονη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στα ΜΜΕ και γιατί είναι καθοριστικής σημασίας για τους θεσμούς και τη Δημοκρατία; Προφανώς, ούτε οι πολιτικοί ούτε τα ΜΜΕ είναι άμοιροι ευθυνών.
Η μεταξύ τους σχέση είναι σχέση αλληλεξάρτησης την οποία σχετικοποίησε η εμφάνιση των νέων μέσων, επιτρέποντας στους πολιτικούς μια πιο άμεση επαφή με τους πολίτες. Όμως η σχέση πολιτικής και ΜΜΕ παραμένει μια δομική σχέση εξουσίας στο πλαίσιο της οποίας η πολιτική προσπαθεί να ελέγξει τα ΜΜΕ και τα ΜΜΕ την πολιτική. Αφενός η πολιτική καθορίζει το νομικό πλαίσιο λειτουργίας των μέσων αφετέρου τα ΜΜΕ είναι ο θεσμός εκείνος που διαμεσολαβεί τη σχέση πολίτη και πολιτικής. Συνιστά τον πυρήνα συγκρότησης της δημόσιας σφαίρας, του πεδίου δηλαδή όπου διαμορφώνεται η κοινή γνώμη. Επιζητώντας τη λογοδοσία της πολιτικής με κινητήρια δύναμη τη δημοσιογραφία, τα ΜΜΕ είναι ο θεσμός που θεωρήθηκε 4η εξουσία. Στην πορεία, η διαδικασία αυτή σχετικοποιείται, τα παραδοσιακά μέσα διαπλέκονται πολυτρόπως με την εξουσία και για λόγους συμφερόντων η 4η εξουσία προσκολλάται στις άλλες τρεις.
Παράλληλα τα ΜΜΕ εγκλωβισμένα στα όρια της τηλεθέασης- ακροαματικότητας- αναγνωσιμότητας προσανατολίζονται σε ό,τι θεωρείται εύκολα καταναλώσιμο, κινούμενα στην τροχιά ενός φαύλου κύκλου που αυτοτροφοδοτείται γύρω από το δίπολο ζήτησης-προσφοράς. Ζήτηση η οποία καθορίζεται από ένα κοινό πολιτικά αλλοτριωμένο και προσφορά, η οποία στρέφεται προς την “ενημερωδιασκέδαση” και την “προσωποποίηση” της πολιτικής. Όπως σημείωνε ο Daniel Boorstin ο πολίτης ακροατής-τηλεθεατής-αναγνώστης, «ζει σ’ έναν κόσμο όπου η φαντασία είναι πιο πραγματική από την πραγματικότητα, όπου η εικόνα έχει μεγαλύτερο κύρος από το πρωτότυπό της». Στην εποχή της εικόνας, των social media, των fake news και των deepfakes η τάση αυτή επιβεβαιώνεται καθώς με τη βοήθεια και της τεχνητής νοημοσύνης η προσομοιωτικήδύναμη των νέων τεχνολογιών σήμερα είναι πανίσχυρη.
Στη χώρα μας τη σχέση πολιτικής και μέσων περιέγραψε για πρώτη φορά το 1989 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τον όρο “διαπλοκή”, όρος που παρέμεινε στη δημόσια συζήτηση μέχρι σήμερα.
Ο “βασικός μέτοχος”, ο εκτελεστικός του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος νόμος που εισήγαγε περιορισμούς στη σύναψη δημοσίων συμβάσεων με πρόσωπα που δραστηριοποιούνταν ή συμμετείχαν σε επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης, σήμερα έχει ξεχαστεί. Ακόμα και από το ΕΣΡ, την ίδια την Ανεξάρτητη Αρχή που στις αρχές του 2000 έκανε τον σχετικό έλεγχο και εξέδιδε τα “πιστοποιητικά διαφάνειας”, προϋπόθεση για την υπογραφή των δημοσίων συμβάσεων. Η συμμόρφωση με τις κοινοτικές οδηγίες οδήγησε στην κατάργησή του, όμως είχε διαμορφώσει ένα νέο πλαίσιο πολιτικού ελέγχου εν ονόματι της αντιμετώπισης της “διαπλοκής” και επέτεινε την απαξιωτική προς τα μέσα και την πολιτική στάση των πολιτών καθώς επικράτησε στη δημόσια συζήτηση της εποχής.
Η ένταση της διαιρετικής τομής μνημονιακών – αντιμνημονιακών την περίοδο του δημοψηφίσματος το 2015, ανύπαρκτου ως προς το επίσημο ερώτημά του, οριακά στο πλαίσιο των κανονιστικών προϋποθέσεων διεξαγωγής του και κατά βούληση ερμηνευόμενο ως προς το περιεχόμενό του από όλες τις πλευρές, σηματοδότησε την απόλυτη καταγγελτική στάση σε βάρος των «συστημικών», «τοξικών» και «διαπλεκόμενων» ΜΜΕ, όπως η δημόσια -κυρίως ψηφιακή- συζήτηση της εποχής χαρακτήριζε τα μέσα. Γιατί; Διότι η παρουσίαση των συνεπειών ενός πιθανού Grexit στο οποίο φερόταν να οδηγεί η επικράτηση του “Όχι” στο δημοψήφισμα, κρίθηκε ως προπαγάνδα. Διότιη παρουσίαση από τα μέσα των πολιτικών δηλώσεων υπέρ του “Ναι”, που ήταν πολλές, εξόργισαν έναν κόσμο που δεν ήθελε να πει ναι στα μνημόνια τα οποία άλλαξαν προς το χειρότερο τη ζωή του και δεν ενδιαφερόταν για την έξοδο από τη ζώνη του ευρώ ή για το μέλλον της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η αδειοδότηση των ραδιοτηλεοπτικών μέσων ήταν πάντα για την πολιτική ένα ισχυρό εργαλείο ελέγχου των μέσων. Οι νέες, αντισυνταγματικές, προσπάθειες αδειοδότησης των τηλεοπτικών καναλιών το 2016, πυροδότησαν εκ νέου τη συζήτηση για τις σχέσεις εξάρτησης και ελέγχου πολιτικής και ΜΜΕ.
Συζήτηση που επανέρχεται το 2023, καθώς η κατάταξη της χώρας μας σχετικά με την ελευθερία του Τύπου, ήταν στην τελευταία θέση μεταξύ των κρατών – μελών της ΕΕ σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της οργάνωσης Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF), με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ελευθερίας του Τύπου. Η Ελλάδα ήταν στην 107η θέση στην παγκόσμια κατάταξη των 180 χωρών.
Στο πλαίσιο αυτό τα “παραδοσιακά” ΜΜΕ αμφισβητούνται και απαξιώνονται από τους πολίτες, ιδιαίτερα τους νέους που στρέφονται στα νέα μέσα και κυρίως στα social media για την ενημέρωσή τους. Όμως το καίριο ερώτημα είναι «ποια ενημέρωση»; Γιατί στην πλειονότητά τους αναζητούν ενημέρωση μακριά από όσα είναι απαραίτητα για το σχηματισμό γνώμης προκειμένου να εκφραστεί η λαϊκή κυριαρχία. Μακριά από την πολιτική και την οικονομία, σε μια ψηφιακή δημόσια σφαίρα κατακερματισμένη σε θαλάμους της ηχούς (echo chamber), περιορισμένη από τα φίλτρα διήθησης (filter bubble), ελεγχόμενη από τους αλγορίθμους και νοθευμένη από τα bots και τα trolls.
Αυτή η αποχή από την ουσιαστική ενημέρωση εν ονόματι της τοξικότητάς της, η καθολική απαξίωση των ΜΜΕ, παράλληλη με αυτή της πολιτικής, συνεπάγονται την απαξίωση αυτής καθεαυτής της δημόσιας σφαίρας, γεγονός το οποίο επιφέρει καίριο πλήγμα στη Δημοκρατία, αφού αποσυντίθεται ο λειτουργικός της πυρήνας.