Ένα από τα σημαντικότερα ζητούμενα της ελληνικής οικονομίας, ιδίως μετά την απεξάρτηση από την δημοσιονομική προσαρμογή και τα Μνημόνια την τελευταία δεκαετία, είναι η έλευση νέων επενδύσεων, καλύπτοντας το λεγόμενο επενδυτικό κενό, η εξωστρέφεια και η επιχειρηματικότητα, προσαρμοσμένες στις νέες συνθήκες όπως διαμορφώνονται στην παγκόσμια αγορά. Πρέπει να τονίσουμε πως η Ελλάδα είναι μία χώρα πλήρως διασυνδεδεμένη εμπορικά και οικονομικά, τόσο με τους εταίρους της στην ΕΕ, όσο και με την Αμερική ή τις ασιατικές αγορές, μέσω των χρηματαγορών, των χρηματιστηρίων, καθώς και με την διενέργεια των εισαγωγών εξαγωγών, που διαμορφώνουν το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας.
Του Μελέτη Ρεντούμη, οικονομολόγος τραπεζικός
Είναι γεγονός ότι την τελευταία πενταετία, έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες κυρίως μέσω διακρατικών συμφωνιών και συνεργασιών, ώστε να ενισχυθούν οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην χώρα μας, με απώτερο στόχο την αύξηση του ΑΕΠ, αλλά και της απασχόλησης και μάλιστα με εξειδικευμένες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Μία όμως από τις βασικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, είναι το μέγεθος της ελληνικής επιχείρησης,καθώς και το ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων στην χώρα μας.
Για παράδειγμα, το να προσεγγίζουν οι αυτοαπασχολούμενοι το 1 εκατ και μάλιστα με πολύ αυξημένα ποσοστά φοροδιαφυγής, είναι ένα σημείο που δημιουργεί δημοσιονομικά προβλήματα, την ίδια ώρα που δεν προσθέτει κάτι ιδιαίτερο στην λεγόμενη αλυσίδα αξίας, καθώς εκτός από τους αυτοαπασχολούμενους, η πληθώρα των ατομικών επιχειρήσεων, καθώς και των αντίστοιχων μικρομεσαίων που απασχολούν μέχρι 50 υπαλλήλους, φθάνουν να καλύπτουν σχεδόν το 80% του συνόλου των επιχειρήσεων στην χώρα.
Τα αντίστοιχα απόλυτα νούμερα και ποσοστά, τόσο στην ΕΕ όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, είναι κατά πολύ μεγαλύτερα, ενώ η μικρομεσαία επιχείρηση στην Ελλάδα, συμμετέχει όλο και λιγότερο στην παραγωγή ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε σχέση με αντίστοιχες της ΕΕ ή χώρες του ΟΟΣΑ, που σημαίνει πως το κρίσιμο μέγεθος επηρεάζει και την παραγωγικότητα της εργασίας, η οποία εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων παραμένει μεσοσταθμικά σε χαμηλά επίπεδα στην Ελλάδα, στους περισσότερους κλάδους της οικονομίας.
- Με βάση λοιπόν το μικρό μέγεθος της μικρομεσαίας επιχείρησης, σε σχέση με τις αντίστοιχες της ΕΕ, απαιτούνται σαφή κίνητρα για συγχωνεύσεις και εξαγορές, με στόχο η ελληνική επιχείρηση να καταστεί πιο ανταγωνιστική στο νέο τεχνολογικό διεθνές περιβάλλον.
Επίσης είναι βασικό οι ελληνικές επιχειρήσεις να αποκτήσουν ψηφιακή κουλτούρα για να μπορέσουν να αυξήσουν μεσοπρόθεσμα την παραγωγικότητά τους και να αυξήσουν τα μερίδια αγορά τους, τόσο εγχώρια όσο και παγκόσμια.
Σε αυτό το σημείο, δεν πρέπει η ψηφιακή κουλτούρα, αλλά και η μετάβαση σε ψηφιακές υπηρεσίες, να συγχέεται και να περιορίζεται, μόνο στην ψηφιοποίηση εγγράφων ή στην αυτοματοποίηση κάποιων μεμονωμένων διαδικασιών.
- Η ψηφιακή μετάβαση αφορά πρακτικά ολόκληρη την στρατηγική της επιχείρησης, με στόχο να δημιουργηθούν νέα ψηφιακά προϊόντα, διευκολύνοντας την πρόσβαση ενός πελάτη στις υπηρεσίες της επιχείρησης, τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό, καθώς και την προσαρμογή των υπηρεσιών στις νέες ανάγκες και απαιτήσεις των πελατών των επιχειρήσεων.
Για να επιτευχθεί βέβαια η ψηφιακή μετάβαση σε συνδυασμό και με την αύξηση του μεγέθους των επιχειρήσεων σε όρους εξωστρέφειας και ανταγωνιστικότητας, απαιτούνται συγκεκριμένα και πρακτικά χρηματοδοτικά εργαλεία, τα οποία να εγγυώνται μέσα από συγκεκριμένα και άρτια επιχειρησιακά σχέδια, την ρευστότητα αλλά και την βιωσιμότητα μίας επιχείρησης μεσοπρόθεσμα.
Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) για παράδειγμα, δίνει πολύ σημαντικές ευκαιρίες ρευστότητας και χρηματοδότησης μεγάλων έργων υποδομής και ψηφιοποίησης στην χώρα, όμως τα ποσοστά απορρόφησης των αντίστοιχων κονδυλίων κυρίως από μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι ακόμα χαμηλά.
- Αυτό σημαίνει, ότι οι σημερινές παθογένειες των ελληνικών επιχειρήσεων, τείνουν να τις αποκλείσουν από τέτοιου είδους ευκαιρίες, που θα μπορούσαν να μετασχηματίσουν τα επενδυτικά κεφάλαια και να δώσουν σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων, αλλά και στην ελληνική οικονομία.
Για να φθάσουμε όμως στον στόχο της απορροφητικότητας και της διάχυσης των κονδυλίων του ΤΑΑ με ισορροπημένο τρόπο, στους περισσότερους κλάδους της οικονομίας, θα πρέπει να υπάρξει η κατάλληλη καθοδήγηση από το κράτος μέσω αρμόδιων φορέων, ώστε οι προϋποθέσεις ένταξης να είναι σαφείς,αλλά και να υπάρχει σχετικό χρονοδιάγραμμα, που δύναται με τρόπο εφικτό και μετρήσιμο, η κάθε ενδιαφερόμενη επιχείρηση να έχει πρόσβαση στα αντίστοιχα κεφάλαια.
Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να έχουν γίνει σημαντικά βήματα εξωστρέφειας της χώρας με αύξηση των εξαγωγών τα τελευταία χρόνια, αλλά και με την πρόσφατη απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, όμως ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς, ώστε οι ελληνικές επιχειρήσεις μέσα από τον αντίστοιχο μετασχηματισμό και την απόκτηση της απαραίτητης τεχνογνωσίας, να μπορέσουν να ανταγωνιστούν με αξιώσεις στην παγκόσμια αγορά, μέσα από το διεθνές εμπόριο, με αξιοποίηση των κατάλληλων συγκριτικών πλεονεκτημάτων”