Μια άλλη ματιά (για και) από έναν πρόσφυγα δεύτερης γενιάς
Πενήντα και κάτι χρόνια πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή η Σμύρνη έχει ξεσηκωθεί εναντίον των αλλαγών που πρόκειται να γίνουν στην πόλη. Ποια Σμύρνη, όμως, και ποιες αλλαγές;
Βρισκόμαστε στα 1867 και η οθωμανική κυβέρνηση, στα πλαίσια της κοσμογονίας που συντελείται για τον εκσυγχρονισμό της αυτοκρατορίας συμφωνεί με την πρόταση να κατασκευαστεί προκυμαία στη Σμύρνη. Η δημιουργία της διώρυγας του Σουέζ εκείνη την εποχή έχει αυξήσει την εμπορική κίνηση. Τα καράβια, όμως, δένουν αρόδο και ταξιδιώτες και εμπορεύματα μεταφέρονται με βάρκες ή με καΐκια στην Αγγλική Σκάλα, πίσω από το αγγλικό προξενείο, ή στις άλλες μικρές προβλήτες που υπάρχουν στο πίσω μέρος των σπιτιών του Φραγκομαχαλά, στα βόρεια της πόλης, ή στη σκάλα του παλιού ευρωπαϊκού τελωνείου , κοντά στην αγορά και την τούρκικη συνοικία, στα νότια.
Η ίδια η πόλη δεν έχει καμία σχέση με τη Σμύρνη που ξέρουμε από τις καρτ ποστάλ και τα ντοκιμαντέρ. Στην παραλία της βλέπεις τη σειρά από τις ξύλινες σκάλες που είπαμε, μπρος από τους βερχανέδες, δηλαδή τα φράγκικα σπίτια, τα διώροφα των εμπόρων, λεβαντίνων κυρίως, ο κάτω όροφος των οποίων λειτουργεί σαν αποθήκη για τα εμπορεύματα. Ο πάνω όροφος στον οποίο μένουν έχει την καλή πλευρά του προς τη στεριά, είναι δηλαδή στραμμένος ανατολικά. Αραιά και πού βλέπεις καφενεία πάνω σε πασσάλους στη ρηχή ακροθαλασσιά. Οι δρόμοι είναι στενά καλντερίμια όπως σε όλες τις οθωμανικές πόλεις της εποχής. Οι μουσουλμάνοι και οι εβραίοι κατοικούν στο νότιο τμήμα, πίσω από την αγορά, στη συνοικία που σκαρφαλώνει στον Πάγο.
Ποιοι αντιδρούν στη δημιουργία της προκυμαίας; Οι βαρκάρηδες και οι μαουνιέρηδες που αισθάνονται πως κινδυνεύει η δουλειά τους, οι καφετζήδες που θα χάσουν τα παραθαλάσσια καφενεία τους, και κυρίως οι λεβαντίνοι που παραχωρούν τη μονοπωλιακή χρήση της θάλασσας. Σύμφωνα με το σχέδιο, η ακτογραμμή μεταφέρεται 50 μέτρα μέσα στη θάλασσα όπου θα χτιστεί προκυμαία με την τεχνική των μεγάλων μονόλιθων που έχει χρησιμοποιήσει ο Λεσέψ στη διώρυγα του Σουέζ. Οι λεβαντίνοι πρέπει να μπαζώσουν το κενό ανάμεσα στα σπίτια τους και την προκυμαία ή να αναθέσουν στην εταιρεία, που θα αναλάβει το έργο, τη δουλειά αυτή.
Οι διαφωνίες, οι αποτυχίες, η πολεμική και οι περιπέτειες είναι πολλές. Επί πλέον λαμβάνουν κι εθνικό χαρακτήρα μεταξύ Άγγλων και Γάλλων, που κλιμακώνεται μέχρι να τελειώσει το έργο. Το σχέδιο της δημιουργίας στοών κάτω από ομοιόμορφα σπίτια ώστε να διευρυνθεί ο ωφέλιμος χώρος δεν θα ακολουθηθεί κι έτσι η προκυμαία, μήκους 3.325 μέτρων, θα αποκτήσει πλάτος 18 μέτρα από τα οποία τα 5 προς τη θάλασσα θα καλύπτουν οι σιδηροτροχιές του ιππήλατου τραμ. Η υπόλοιπη μπαζωμένη έκταση μέχρι την παλιά ακτογραμμή θα πουληθεί από την Εταιρεία της Προκυμαίας σε ιδιώτες οι οποίοι θα κτίσουν άναρχα, ανόμοια αλλά πανάκριβα και πανέμορφα σπίτια διαμορφώνοντας στις αρχές του 20ου αιώνα το περίφημο «Και» με τις επαύλεις, τα θέατρα, τα ξενοδοχεία, τη Μπέλα Βίστα, το Σπόρτινγκ Κλαμπ, τη Λέσχη των Κυνηγών, το Καφέ Παρί, το Αλάμπρα, το Ιταλικό Παρθεναγωγείο, το Γαλλικό Προξενείο, τους κινηματογράφους, το χρηματιστήριο, το πασίγνωστο κτήριο με το γαλλικό τρούλο όπου, από το 1921 ως το 1922, θα στεγαστεί η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
Χάρη στη δημιουργία της Προκυμαίας και των στοιχειωδών αποχετευτικών έργων που έγιναν τότε, η Πούντα, το πιο υποβαθμισμένο και ανθυγιεινό μέρος της Σμύρνης θα μετατραπεί στο πιο αναπτυγμένο και ακριβό προάστειο. Αν δεν είχε γίνει αυτή η ανθρώπινη παρέμβαση, που περιλάμβανε βέβαια και εκβάθυνση του λιμανιού για να δένουν τα μεγάλα πλοία, αλλά και έργα στην εκβολή του Ομηρικού Μέλη, τότε το ποτάμι αυτό που είχε ήδη μεταφέρει τη στεριά αρκετά χιλιόμετρα από την αρχαία, προ-Ελληνιστική Σμύρνη, θα έκλεινε εντελώς τον κόλπο, όπως είχε συμβεί με τις κάποτε παραθαλάσσιες Έφεσο και Μίλητο που ο Κάυστρος και ο Μαίανδρος είχαν μετατρέψει σε βαθιά ηπειρωτικές.
Άλλωστε και η Σμύρνη που, σύμφωνα με την παράδοση ονειρεύτηκε ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν κοιμήθηκε κάτω απ’ τον Πάγο, η Σμύρνη που επιβεβαίωσε το μαντείο της Κλάρου ότι έπρεπε να μεταφερθεί εκεί, μακριά από τον ιερό ποταμό Μέλη, η Ελληνιστική και Ρωμαϊκή, «υπέροχη Σμύρνη, το στέμμα της Ιωνίας, το στολίδι της Ασίας», σύμφωνα με την «Αποκάλυψη» του Ιωάννου, η Βυζαντινή, η ξεπεσμένη Σμύρνη των Σελτζούκων, των Ιωαννιτών Ιπποτών και των Οθωμανών, διέθετε λιμάνι, και μάλιστα περίτειχο σαν της Ναυπάκτου, που συνέβαλλε στην ανάσταση και ουσιαστική επανίδρυση της πόλης στις αρχές του 17ου αιώνα.
Χάρη στο λιμάνι αυτό, το χωριό των μόλις 2.000 κατοίκων που, σύμφωνα με τους περιηγητές, δεν είχε μέρος να μείνει ή να φάει κανείς, έγινε μεγαλούπολη των 80.000 μέχρι το μεγάλο σεισμό του 1688 που τη γκρέμισε σχεδόν ολοσχερώς. Η πόλη σιγά-σιγά ξαναχτίστηκε αλλά το λιμάνι εκείνο μίκραινε διαρκώς από τη λάσπη και τα φερτά υλικά των παραπόταμων του Μέλη. Έτσι, γύρω στα 1750, καταργήθηκε εντελώς και μπαζώθηκε. Πάνω στο μπαζωμένο αυτό λιμάνι χτίστηκε η αγορά, το Κεμεράλτι, με τα μπεζεστένια, τα τζαμιά και τα χάνια, αφήνοντας την παλιά πόλη να γίνει ο Τουρκομαχαλάς και την αρχαία Ρωμαϊκή Αγορά να σκεπαστεί από χώμα και να μετατραπεί σε μουσουλμανικό νεκροταφείο.
Ποια Σμύρνη, λοιπόν; Οι άνθρωποι χτίζουν πόλεις πάνω στη γη, σε στεριά που έφτιαξε η φύση. Η δική μας Σμύρνη, τουλάχιστον η πιο λαμπερή και η πιο γραφική, η Σμύρνη που θυμόμαστε με αυτή την κυρίαρχη, επίκτητη μνήμη, είναι χτισμένη πάνω σε γη, πάνω σε στεριά που έφτιαξε ο άνθρωπος. Μήπως όμως κι η μνήμη που αποκτήσαμε ακούγοντας και διαβάζοντας δεν έχει τα δικά της μπάζα και τους δικούς της μύθους;
Ελπίζω η ιδιαιτερότητα αυτή να βοηθήσει στο ξεμπέρδεμα των ιδεών που έχουν προκαλέσει και συνεχίζουν να προκαλούν σύγχυση, μίση και αιματοχυσίες. Χρειάζεται γνώση και ταπεινότητα ιδιαίτερα απέναντι στις μεγάλες ιδέες. Διότι οι περισσότεροι πιστεύουμε ότι η γη ανήκει στον άνθρωπο ενώ, στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος ανήκει στη γη.
Κάποτε πίστευα ότι πατρίδα είναι οι ιδέες, οι δόξες, οι τάφοι, τα πεσμένα μάρμαρα. Αναρωτιόμουν αν πατρίδα είναι τα χωράφια, τα χώματα, οι θάλασσες, τα βουνά, ή μήπως η πατρίδα είμαστε εμείς οι ίδιοι, και ότι «αγαπάμε την πατρίδα» σημαίνει πως αγαπάμε τους ανθρώπους και παλεύουμε για την ευτυχία τους.
Η τεχνική της κατασκευής της αγαπημένης μας πόλης είναι μια ιδιαιτερότητα που αξίζει να αναλογιζόμαστε όταν θυμόμαστε την Προκυμαία όπου εξελίχτηκε η μεγάλη εθνική τραγωδία, η τελευταία πράξη του μικρασιατικού δράματος. Πρόκειται για μια προκυμαία που κατασκευάστηκε με το οικονομικό μοντέλο που χρησιμοποιείται και σήμερα στα μεγάλα έργα: Κατασκευή – Λειτουργία – Μεταβίβαση.
Όλοι εμείς που αγαπάμε τη Σμύρνη, που καταγόμαστε από αυτή, χρειάζεται να πάμε έστω και μια φορά εκεί, να επιστρέψουμε δηλαδή στη Σμύρνη, να την αντικρίσουμε, να την αισθανθούμε. Και παρότι ισχύει πως «αν δεν δεις, δεν καταλαβαίνεις», για τη Σμύρνη της φαντασίας και της μνήμης – της προγονικής μνήμης στην πραγματικότητα, της μνήμης που μας έχει μεταβιβαστεί- δεν θα την καταλάβουμε αν δεν την αισθανθούμε. Διότι τα συναισθήματα είναι ισχυρότερα από τις εικόνες. Και μολονότι οι εικόνες δημιουργούν συναισθήματα, για να αισθανθείς, δεν χρειάζεται να βλέπεις.
Το 2012, στα 90 χρόνια από την Καταστροφή, διοργανώθηκε ένα θεματικό ταξίδι εκεί με αφορμή την τριλογία «Επιστροφή στη Σμύρνη». Η εκδρομή που διοργάνωσαν το Travelplan, o Κέδρος και το Vima FM είχε μεγάλη επιτυχία και καλή προετοιμασία. Θα υπήρχαν δύο τοπικοί ξεναγοί και ο συγγραφέας που θα εξηγούσε τα τοπογραφικά του βιβλίου. Αρκετές μέρες πριν είχε προηγηθεί μια μεγάλη ενημερωτική συγκέντρωση των εκδρομέων σε ξενοδοχείο των Αθηνών. Εκεί είδα και δύο τυφλούς, ένα αντρόγυνο, που θα συνοδεύονταν από τον γιο τους ο οποίος έβλεπε κανονικά.
Το γεγονός μου προκάλεσε περιέργεια αλλά γρήγορα το ξέχασα μέχρι τη μέρα που φτάσαμε στο περίφημο Ασανσέρ, στην παραλία της ανισόπεδης συνοικίας Καρατάς. Εκεί, στα τέλη του 19ου αιώνα, κάποιος ευκατάστατος εβραίος είχε χαρίσει στους συμπατριώτες του ένα μεγάλο ασανσέρ για να ανεβαίνουν την απότομη πλαγιά. Το Ασανσέρ λειτουργούσε ακόμη. Μόνο που η μεγάλη καμπίνα του είχε αντικατασταθεί από δύο μικρότερες των τεσσάρων ατόμων, για να μπορούν ταυτόχρονα να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν. Η είσοδος θύμιζε πολυτελές ξενοδοχείο, υπήρχε μέχρι θυρωρός με πηλήκιο και λιβρέα, η χρήση ήταν δωρεάν και στο πάνω επίπεδο λειτουργούσε καφετέρια από όπου έβλεπες το πανόραμα της Σμύρνης.
Ο χρόνος όμως που είχαμε προβλέψει για κει ήταν περιορισμένος καθώς το αρχικό σχέδιο περιλάμβανε λιγότερα άτομα. Για ν’ ανέβουν και να κατέβουν οι 90, που είχαμε πάει, χρειαζόταν μία ώρα. Αγχώθηκα ιδιαίτερα και βλέποντας μπροστά-μπροστά στην ουρά τους δύο τυφλούς, αναρωτήθηκα «τι ανεβαίνουν να δουν αφού δεν βλέπουν;».
Το τι είδαν οι τυφλοί το κατάλαβα λίγες μέρες αργότερα. Θα εξηγήσω πώς: Περνώντας με το πούλμαν πάνω από μία γέφυρα σαν εκείνες του Κηφισού, ο τοπικός ξεναγός μας είπε ότι «τώρα περνάμε πάνω από το γεφύρι των καραβανιών». Η πληροφορία μου φάνηκε «τουριστική», σχεδόν με ενόχλησε.
Το Γεφύρι των Καραβανιών ήταν το σύμβολο της Σμύρνης, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα όταν αντικαταστάθηκε από το μαρμάρινο Πύργο με το ρολόι που δώρισε στη Σμύρνη ο Κάιζερ και που υπάρχει φυσικά ακόμη μπρος στο Κονάκι. Για τη Σμύρνη είναι ότι για την Αθήνα ο Παρθενώνας, για τη Θεσσαλονίκη ο Λευκός Πύργος, για το Παρίσι ο Πύργος του Άιφελ. Το Γεφύρι των Καραβανιών υπάρχει σε καρτ ποστάλ εποχής, το έχω και στο ιατρείο μου, σε μια παλιά χαλκογραφία.
Φανταστείτε την έκπληξή μου, λίγες μέρες αργότερα, όταν είδα μια φωτογραφία της ασφαλτοστρωμένης γέφυρας που είχαμε περάσει. Φαινόταν το λεωφορείο της γραμμής και άλλα αυτοκίνητα να περνούν από πάνω ενώ, χωνεμένο κάτω από το μπετόν της γέφυρας αλλά ακέραιο, με τις καμάρες και τα πήλινα διακοσμητικά του, ήταν το παλιό Γεφύρι των Καραβανιών. Δεν επρόκειτο για τουριστική ατραξιόν. Το γεφύρι υπήρχε στη θέση του, λειτουργούσε, δεν το είχαν γκρεμίσει.
Η αλήθεια αυτή, η αίσθηση ότι πριν λίγες μέρες ήμουν εκεί, ότι το είχα διαβεί κι εγώ με πλημμύρισε με περίεργα συναισθήματα. Η αλήθεια των συναισθημάτων αυτών με βοήθησε να καταλάβω τι είχαν δει οι τυφλοί που περίμεναν στο Ασανσέρ, τι είχαν δει σε όλο το ταξίδι. Είχαν δει με την καρδιά τους τη Σμύρνη. Αυτό ήταν το συναίσθημα που μας είχε οδηγήσει όλους, που μας είχε κάνει να πάμε εκεί.
Ευάγγελος Μαυρουδής (10/11/2023)
(Στη φωτογραφία “Το πανόραμα της Σμύρνης”, έργο του Λεωνίδα Μπουλγκάρι (ακρυλικό, 2Χ0,5 μ., 1997).
Το κείμενο είναι η ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου “36 συγγραφείς γράφουν για τη ΣΜΥΡΝΗ της φαντασίας και της μνήμης” (επιμέλεια Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, Ελληνοεκδοτική, 2023)