Σύμφωνα με τα στοιχεία της Statista το 2022, οι μέσοι ετήσιοι μισθοί στην Ευρωπαϊκή Ενωση κυμαίνονταν από τα 24.067 ευρώ στην Ελλάδα μέχρι τα 73.642 ευρώ στην Ισλανδία.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, οι χώρες με τις υψηλότερες αποδοχές το 2022 ήταν η Ισλανδία (73.642 ευρώ), το Λουξεμβούργο (72.529 ευρώ), η Ελβετία (67.605 ευρώ), το Βέλγιο (63.758 ευρώ) και η Δανία (59.405 ευρώ). Αντίθετα, οι χώρες με τις χαμηλότερες απολαβές ήταν η Ελλάδα (24.067 ευρώ), η Σλοβακία (24.337 ευρώ), η Ουγγαρία (26.376 ευρώ), η Πορτογαλία (29.540 ευρώ) και η Τσεχία (30.967 ευρώ).
Τα στοιχεία της Statista αφορούν το 2022, ωστόσο η κατάσταση σχετικά με τους μισθούς επιδεινώνεται στη χώρα μας. Όπως κατέγραψε πρόσφατη έρευνα της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, ο μισθός των εργαζομένων εξακολουθεί να μειώνεται σε πραγματικούς όρους. Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, «η αξία των μισθών έχει μειωθεί εφέτος σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντίθετα, τα κέρδη των εταιριών αυξήθηκαν κατά σχεδόν 2% σε πραγματικούς όρους». Για την Ελλάδα, η αύξηση των πραγματικών κερδών είναι στο 5,9%, ενώ οι πραγματικοί μισθοί μειώνονται κατά 0,2%.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη Eurostat, το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας στην Ε.Ε. ήταν στα 30,5 ευρώ. Επίσης, ο μέσος ετήσιος μισθός για τους άγαμους υπαλλήλους χωρίς παιδιά ήταν στα 26.136 ευρώ, ενώ τα ζευγάρια εργαζομένων με δύο παιδιά λάμβαναν κατά μέσο όρο 55.573 ευρώ ετησίως.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat τέσσερις στους πέντε Ελληνες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο θεωρούνται υποκειμενικά φτωχοί. Η διαφορά από τον μέσο όρο της ΕΕ είναι τεράστια καθώς στην ίδια κατηγορία μόνο ένας στους τρεις Ευρωπαίους θεωρείται υποκειμενικά φτωχός. «Υποκειμενική φτώχεια» είναι η αντίληψη του ίδιου τού ατόμου για την οικονομική του κατάσταση. Η Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο της κατάταξης και στις τρεις κατηγορίες πολιτών με κριτήριο το μορφωτικό τους επίπεδο.
Το 2022 η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ ατόμων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (81,6%) που θεωρούνταν φτωχά. Σε αυτή την κατηγορία είναι οι πολίτες χωρίς απολυτήριο Λυκείου. Ακολουθούν η Βουλγαρία (67,9%) και η Σλοβακία (53,3%). Τα χαμηλότερα νούμερα καταγράφονται στη Φινλανδία (7,3%), στο Λουξεμβούργο (10,0%) και στη Σουηδία (11,3%).
Το 2022, το 29,5% του πληθυσμού της ΕΕ με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (με απολυτήριο γυμνασίου και όχι λυκείου), θεωρείται υποκειμενικά φτωχό. Το ποσοστό αυτό είναι πάνω από τρεις φορές χαμηλότερο (9,2%) για τα άτομα με υψηλή εκπαίδευση (τριτοβάθμια εκπαίδευση) ενώ για τα άτομα με μέσο μορφωτικό επίπεδο (απολυτήριο λυκείου χωρίς τριτοβάθμια εκπαίδευση) ήταν 18%.
Στην Ελλάδα, με την ακρίβεια να καλπάζει και τα εισοδήματα να παραμένουν χαμηλά, καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ, ατόμων με μεσαίο (απολυτήριο Λυκείου) και υψηλό μορφωτικό επίπεδο που θεωρούνται υποκειμενικά φτωχά, με ποσοστά 70% και 49% αντιστοίχως.
Τα περισσότερα από τα κράτη-μέλη της ΕΕ ανέφεραν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων πληθυσμού με υψηλή και χαμηλή εκπαίδευση. Η διαφορά ήταν τουλάχιστον 20 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) σε 12 χώρες. Οι πιο αξιοσημείωτες διαφορές ήταν στη Βουλγαρία (47,7 π.μ.), την Ουγγαρία (41,5 π.μ.) και τη Σλοβακία (39,5 π.μ.) και οι χαμηλότερες στη Φινλανδία (4,5 π.μ.), τη Δανία (5,9 π.μ.) και τη Σουηδία (7,1 π.μ.).
Σημειώνεται ότι «υποκειμενική φτώχεια» είναι η αντίληψη του ατόμου για την οικονομική και υλική του κατάσταση. Ο δείκτης αυτός αξιολογεί την αντίληψη των ερωτηθέντων για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το νοικοκυριό του να ανταπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις. Η αξιολόγηση λαμβάνει υπόψη την κατάσταση της υλικής ευημερίας των νοικοκυριών, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων, των δαπανών, του χρέους και του πλούτου.