«Δεν υπήρξε ποτέ κάποια χώρα που ευημερούσε επειδή “τα σπίτια ήταν καθαρά” και “ο Έλληνας” τηρούσε τους νόμους (δυνατό γέλιο) ή είχε “ενδιαφέρον για τον γείτονα”. Καταναλώναμε με 15 μασέλες προϊόντα που παρήγαγαν άλλοι, σε άλλες χώρες, ενώ είχαμε και έχουμε όλα τα προσόντα ως κράτος να τα παράγουμε μόνοι μας» γράφει σε ανάρτησή του ο δικηγόρος Βασίλης Σωτηρόπουλος σχολιάζοντας τα περί επιστροφής στην “παλιά, νοικοκυρεμένη Ελλάδα”..
Ολόκληρη η ανάρτηση:
Οι δεκαετίες του 1980 και του 1990 ήταν τα μαύρα μας τα χάλια σε σχέση με σήμερα, σε όλα τα επίπεδα.
Μην ακούτε τις “ρομαντικές” αφηγήσεις των παλαιότερων. Τα χρόνια αυτά του δικομματισμού, αν δεν ήσουν φιλικά διακείμενος στην εκάστοτε κυβέρνηση, γραμμένος στην τοπική κομματική οργάνωση ή την κλαδική, δεν είχες στον ήλιο μοίρα. Η κομματοσκυλίαση της ελληνικής κοινωνίας τότε ήταν που γνώρισε το αποκορύφωμά της. Όταν βλέπετε διάφορα “λάφυρα” δήθεν ευδαιμονίας της εποχής εκείνης, θα ξέρετε ότι αφορούν αποκλειστικά και μόνο τους ημέτερους του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, εναλλάξ.
Αυτοί έκαναν τότε ό,τι ήθελαν και κανείς άλλος. Οι αυξήσεις των μισθών την πρώτη διετία του ΠΑΣΟΚ έστειλε την ακρίβεια σε δυσθεώρητα ύψη, γεγονός απολύτως αντικειμενικό που συνομολογείται πλέον από ιστορικούς και οικονομολόγους όλων των πλευρών. Ο τρόπος “αντιμετώπισης” του προβλήματος ήταν μια επιπλέον επιδότηση για να μπορούν τα νμοικοκυριά να αποκτήσουν βασικά ήδη: η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (Α.Τ.Α.), δηλαδή κάτι δραχμούλες – ψίχουλα μήπως αγοράσει καμια γριούλα κανένα γιαούρτι.
Δεν μιλάμε ούτε για κοινωνικές, θρησκευτικές, φυλετικές, εθνικές, σεξουαλικές κ.τ.λ. “μειονότητες” γιατί, πολύ απλά τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Στα θετικά της εποχής ήταν η αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου – σε μεγάλο βαθμό λόγω της εισόδου της χώρας στην Ε.Ο.Κ. που επέβαλε εκ των πραγμάτων τον πολιτικό γάμο γιατί μέχρι το 1982 είχαμε ΜΟΝΟ θρησκευτικό, η κατάργηση του θεσμού της προίκας, η αποποινικοποίηση της μοιχείας, η χωροθέτηση παραλιών για γυμνιστές και η καταργηση της πατρικής εξουσίας ως κανόνας του αστικού δικαίου.
Θετική και η μισή αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, με τον επαναπατρισμό Ελλήνων του εξωτερικού που είχαν εξοριστεί σε προηγούμενες δεκαετίες, αλλά μόνο για τους Έλληνες “το γένος”, ώστε να μην επιστρέψουν και οι άλλοι από την Βόρεια Μακεδονία και χαλάσει η εθνικιστική παπανδρεϊκή σούπα. Στη δεκαετία του 1990, ο λόγος του Ανδρέα Παπανδρέου για το Μακεδονικό, στο πλαίσιο της αντιπολίτευσης ήταν ξεκάθαρα εθνικιστικός, κατά της λύσης και κατά της χρήσης του όρου “μακεδονία” στην ονομασία της Β.Μακεδονίας, με κάτι επιχειρήματα τύπου θέλουν να μας πάρουν και την Θεσσαλονίκη. Μετά βέβαια που ξανάγινε πρωθυπουργός επανήλθε η ποιότητα και υπογράφηκε η Ενδιάμεση Συμφωνία το 1995.
Τα όποια λεφτά ήρθαν ήταν τα πακέτα Ντελόρ και τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης από την Ε.Ε. Δεν υπήρξε ποτέ κάποια χώρα που ευημερούσε επειδή “τα σπίτια ήταν καθαρά” και “ο Έλληνας” τηρούσε τους νόμους (δυνατό γέλιο) ή είχε “ενδιαφέρον για τον γείτονα”. Καταναλώναμε με 15 μασέλες προϊόντα που παρήγαγαν άλλοι, σε άλλες χώρες, ενώ είχαμε και έχουμε όλα τα προσόντα ως κράτος να τα παράγουμε μόνοι μας.
Τέτοια “ευημερούσα” Ελλάδα “της αλληλεγγύης” όχι μόνο δεν υπήρξε σε εκείνες τις δεκαετίες, αλλά αντίθετα τότε ήταν που ξεκίνησε να εκτρέφεται ο ακραίος ρατσιστικός οχετός: με την ίδρυση της Χρυσής Αυγής, την λαϊκιστική ρητορική για τα κύματα μετανάστευσης από την Αλβανία κυρίως και την διαρκώς “τουρκοφαγική” εξωτερική πολιτική. Με μικρές εξαιρέσεις την συμφωνία του Ελσίνκι για τα βήματα συνεννόησης με την Τουρκία και την “διπλωματία των σεισμών” του 1999. Κατά τ’ άλλα: Ίμια, τουρκοφάγοι αξιωματικοί και αξιωματική αντιπολίτευση της ΝΔ που κατηγορεί για “προδοσία” επειδή ζητήθηκε η βοήθεια των αμερικανών και Οτσαλάν. Θα έπαιρναν την Πόλη, ο Έβερτ κι ο Καραμανλής.
Μη συζητήσουμε για τηλεόραση, μουσική και τέχνη στην δεκαετία του 1990: του τρας το κάγκελο. Σεξοκωμωδίες της πλάκας, βιντεοταινίες, κακά σίριαλ. Μόνο κάτι θλιβερές περιπτώσεις τα αναπολούν με νοσταλγία, επειδή τους θυμίζουν τα νιάτα τους και για κανέναν απολύτως άλλον λόγο. Με φωτεινές και υπέρλαμπρες βέβαια εξαιρέσεις μεμονωμένων ανθρώπων και ομάδων που παρήγαγαν καταπληκτικό έργο και σηματοδότησαν με το παράδειγμά τους και την στάση ζωή τους την εποχή στις πιο φωταγωγημένες της στιγμές.
Η επίπλαστη σταθερότητα των υποτιμήσεων του νομίσματος, η επίδειξη των lifestyle περιοδικών κι εκπομπών, ο νεοπλουτισμός των καθεστωτικών, η γεωπολιτική ασφάλεια που παρείχαν με το αζημίωτο ξένες δυνάμεις, οι επιδοτήσεις, τα δανεικά. Κατά τ’ άλλα: διακρίσεις, πατριαρχία, ακραία ομοφοβία, ακραία τρανσφοβία, ακραίο στίγμα, δαιμονοποίηση της ποικιλομορφίας, θάνατοι από την περιθωριοποίηση των ασθενών, ο HIV ως “μάστιγα του θεού” για τις “παρεκκλίσεις”, κούφιος ευδαιμονισμός της αστακομακαρονάδας και του χρηματιστηρίου, ρόδα, τσάντα και κοπάνα.
Αυτές οι δεκαετίες ήταν η Disneyland των παραθρησκευτικών οργανώσεων που έκαναν ό,τι ήθελαν: κατέβαζαν ταινίες από κινηματογράφους, ανέτρεπαν νομοσχέδια, επέβαλαν απαγορεύσεις, μάζευαν λεφτάρες, κατέβαζαν τον κόσμο στο πεζοδρόμιο για κάθε διοικητική ψευτομεταρρύθμιση που πήγαινε να γίνει και και επέβαλαν τις δικές τους φίρμες. Όλο το κίνημα της ψέκας και της συνωμοσιολογίας έχει το σπόρο του σε εκείνα τα χρόνια, με τα 666 και τα Σένγκεν.
Αυτή ήταν η … “παλιά Ελλάδα” των 80ς και των 90ς.
Καμία ομορφιά και καμία αναπόληση για τα “ωραια χρόνια”, επειδή δεν είχαμε χούντες, αποστασίες, κατοχές και πολέμους. Έχουμε μνήμη.