“Ελάτε να πιείτε το φλαμούρι σας!”
Η γιαγιά είχε ήδη βάλει το τσίγκινο κανάτι επάνω στην σόμπα πετρελαίου. Τα φύλλα από τη φλαμουριά της αυλής έκαναν έντονο τζακούζι μέσα στο νερό που σιγοέβραζε.
Το μεγάλο ξύλινο τραπέζι είχε στρωμένο επάνω το καθημερινό κεντημένο τραπεζομάντηλο. Επάνω, σε δύο θέσεις, είχε από ένα πιάτο με λίγες ελιές και φρυγανιές.
“Ζάχαρι να βάλω ή θα βάλετε εσείς; Ηρακλή! Θησέα! Ελάτε θα παγώσετε εκεί!”
Τα αδέρφια έπαιζαν στο “καλό” σαλόνι. Το μέσα δωμάτιο, δεν θερμαινόταν. Το σπίτι στο χωριό ήταν παλιό, με χοντρούς, ψυγμένους από την παγωνιά, τοίχους. Τα παιδιά, χωρίς φόβο για το κρύο που έκανε στο “καλό” σαλόνι, πήγαιναν εκεί για να χαζέψουν τα γυάλινα ζώα μέσα στη βιτρίνα, να παίξουν με το παλιό Γκρινιάρη ταξιδίου και να ταξιδέψουν τα στρατιωτάκια τους ανάμεσα στις κοιλάδες και τις χαράδρες που έκαναν τα μαξιλάρια στους καναπέδες.
Εκεί, δίπλα στην καλή βιτρίνα με τον γυάλινο ζωολογικό κήπο, ήταν και η καλή σόμπα. Λευκή και αχρησιμοποίητη μέσα στο ψύχος. Αυτή επάνω της δεν φιλοξενούσε κανένα τσίγκινο κανάτι. Μέσα στο θερμό φως του κεντρικού πολυελαίου, επάνω της επικαθόταν φαρδύ πλατύ το πορτοκαλί τάπερ που κάθε χρόνο, κυοφορούσε τα μελομακάρονα της γιαγιάς. Τριφτά, μελωμένα και προσεκτικά τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, σε στρώσεις, ήταν το επίκεντρο της γλυκύτητας της γιαγιάς που με πράξεις, γινόταν ύλη, με πολλές επαναλήψεις δημιουργίας, πριν τα Χριστούγεννα. Το “καλό” σαλόνι το χώριζε από το “ζεστό” ένα μικρό χολ που από την μια πλευρά είχε τη βαριά, σιδερένια πόρτα, ενώ από την άλλη την ξύλινη στριφτή σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια.
Ο Θησέας, ο μεγάλος, πήγε πρώτος μέσα στη ζεστή κουζίνα. Πλησίασε την καυτή σόμπα και είδε το κανάτι με το, κόκκινο πια, υγρό να κοχλάζει έντονα.
“Φύγε από ‘κει μην καείς, ωωω” είπε η γιαγιά ενώ κάτι ψαχούλευε στο ενσωματωμένο στον τοίχο ντουλάπι.
Έβγαλε το μεταλλικό δοχείο με τη ζάχαρη, πολύχρωμο σε χρώματα πορτοκαλί καφέ, το τοποθέτησε ανάμεσα στις δυο στρωμένες θέσεις και ως να γυρίσει πάλι στη βρύση και να πάρει τα δυο φλιτζάνια, είχε φτάσει και ο Ηρακλής με δυο χακί στρατιωτάκια στη χούφτα.
“Βάλτε λίγη ζάχαρη και προσέξτε μην καείτε”. Είπε η γιαγιά ενώ τοποθετούσε και τις φρυγανιές Βοσινάκη, δίπλα στο δοχείο της ζάχαρης.
“Άντε και μόλις τελειώσετε, θα ποτίσουμε το κουκουνάρι, έφτασε ο καιρός”.
Άστραψαν τα μάτια του μεγάλου. Ο μικρός πέρσι έλειπε από την τελετουργία. Και τον προηγούμενο χρόνο ήταν πολύ μικρός για να θυμάται. Φέτος έκλεινε τα πέντε. Ο μεγάλος, ο Θησέας, στα 8 πια, ήξερε ότι οι πρώτες μέρες του Δεκέμβρη ήταν μαγικές. Όπως και όλες οι μέρες που οδηγούσαν μέχρι τα Χριστούγεννα.
Αφού απόφαγαν και λίγο μάλωσαν μεταξύ τους για τα στρατιωτάκια, με τον Ηρακλή να δακρύζει κρυφά αλλά να μην το δείχνει γιατί είχε καταλάβει ασυναίσθητα πως η αδυναμία του γινόταν δύναμη για τον Θησέα, κατέβηκαν από τις ξύλινες καρέκλες της κουζίνας και πήγαν να πιάσουν “θέση” στις σαγρέ πολυθρόνες του σαλονιού. Η τηλεόραση έπαιζε τις ειδήσεις στο κρατικό κανάλι, ο παππούς στη θέση του, γωνία απέναντι από τη συσκευή, παρακολουθούσε, πετώντας ματιές ταυτόχρονα και στην εφημερίδα, πάντα με το τσιμπούκι στο στόμα. Δεν κάπνιζε, το είχε σταματήσει από καιρό. Αλλά η συνήθεια έμενε εκεί, να υπενθυμίζει παλιές κομμένες κινήσεις.
Αφού απόσωσε η γιαγιά τις δουλειές στην κουζίνα, έφερε στο χαμηλό τραπέζι του καθιστικού το σετ με την εμαγιέ λεκάνη και το κανάτι. Λευκά, με λίγα χτυπήματα εδώ κι εκεί από τη χρήση, είχαν βρει πια την αποκλειστική θέση τους για τις γιορτές.
Μέσα στη λεκάνη, η γιαγιά είχε ήδη τοποθετήσει λίγα κλαδιά από έλατο και ένα κουκουνάρι στη μέση. Κυκλικά και όμορφα τα κλαδιά σχημάτιζαν ένα στεφάνι, πυκνό και έντονα πράσινο, ενώ το κουκουνάρι στο κέντρο ήταν μισόκλειστο, καφέ σταχτί. Μόλις ήρθε η λεκάνη ο χώρος μύρισε δάσος, ρετσίνι και θαλπωρή. Το κανάτι δίπλα μισογεμάτο με νερό. Δεν χρειαζόταν δα και πολύ.
Τα μάτια του Ηρακλή άστραψαν. Ο μεγάλος ήξερε τι θα επακολουθούσε. Απόψε ήταν Παρασκευή πριν το πρώτο Σάββατο του Δεκέμβρη. Η νύχτα που ποτίζουν το κουκουνάρι.
“Γιαγιά τι θα κάνεις;” Ρώτησε ο μικρός.
“Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, απόψε Ηρακλή ποτίζουμε το κουκουνάρι για να γίνει δέντρο ως αύριο και να το στολίσουμε”
“Φυτρώνει το δέντρο σε ένα βράδυ;” ρώτησε δειλά ο Ηρακλής ενώ τα μάτια του είχαν ανοίξει διάπλατα.
“Πέρσι εγώ έβαλα την πρώτη μπάλα στο δέντρο γιαγιά!” κομπορρήμων ο Θησέας αναφώνησε, ενώ αν είχε ουρά, σίγουρα θα την κουνούσε από την ανημοπονησία και τη χαρά.
Η γιαγιά κάτι μουρμούρησε περί αγίων και λοιπού επέκεινα κόσμου που τα μικρά δεν πολυκαταλάβαιναν. Αυτό που σίγουρα ήξεραν ήταν πως κάτι μαγικό θα συνέβαινε απόψε. Ο παππούς άφησε την εφημερίδα, έβγαλε τα γυαλιά και πλησίασε κι αυτός στο χαμηλό τραπέζι. Ο Ηρακλής αποχωρίστηκε την πολυθρόνα του και κρατώντας μονάχα τον ένα στρατιώτη – τον άλλον τον είχε χάσει στην μάχη της κουζίνας πρωτίτερα – πήγε δίπλα στον παππού. Η γιαγιά τότε έπιασε την κανάτα και έριξε λίγο νερό μέσα στη λεκάνη με τα δασικά υλικά.
“Να φυτρώσει, να ψηλώσει, να θεριέψει, να αντριώσει”
Μετά έδωσε το κανάτι στον παππού. Έχυσε κι αυτός λίγο από το νερό μέσα στην λεκάνη. Ήταν η σειρά του Θησέα.
“Με τα δύο χέρια, όμορφα” ψέλλισε η γιαγιά ενώ ο μεγάλος ήδη σήκωνε με περηφάνια το κανάτι και έχυνε λίγο νεράκι κι αυτός.
Ο μικρός είχε ήδη αφήσει τον στρατιώτη σε στάση προσοχής, επάνω στο χαμηλό τραπέζι. Τα μάτια του διάπλατα και τα δοντάκια του σφιγμένα, μήπως και χάσει δευτερόλεπτο από τη μυσταγωγία, Ο παππούς, έβγαλε από το κάτω επίπεδο του τραπεζιού, ένα μικρό μπακιρένιο κανατάκι. Το βάφτισε μέσα στην μεγάλη λευκή κανάτα και το έδωσε στον Ηρακλή.
Ο μικρός το έπιασε με τα δυο χέρια, με ευλάβεια και περιέχυσε με το περιεχόμενο το κουκουνάρι.
Λίγο αργότερα τα παιδιά ήδη είχαν βάλει τις πιτζάμες τους και έβγαιναν από τη θαλπωρή του ζεστού μέρους του σπιτιού. Θα κατευθύνονταν επάνω, στα υπνοδωμάτια που, χωρίς θέρμανση, θα τους φιλοξενούσαν για απόψε το βράδυ. Το σπίτι στο χωριό ήταν όμορφο και το κρύο λίγο μπροστά στις μνήμες που τους εμφυσούσε. Το πάτωμα έτριζε και η λίγο στραβή απλίκα στον τοίχο που φώτιζε, ξυρίζοντας, τον τοίχο, δημιουργούσε όμορφες σκιές παντού. Τα μάτια του Ηρακλή είχαν ήδη βασιλέψει, ενώ ο Θησέας έχωσε τη μύτη του μέσα στις κουβέρνες και βάλθηκε να κοιτάζει την αγαπημένη του γωνία. Εκεί, η γιαγιά τα βράδια, πάντα άναβε το καφέ, από φυσητό γυαλί, διακοσμητικό σκυλάκι. Το καλώδιό του κρεμ με ένα φις δεκαετίας 60, έμπαινε πάντα στην ίδια πρίζα, πίσω από την ξύλινη λευκή πόρτα.
Ο Θησέας το αγαπούσε αυτό το σκυλάκι. Και έπλαθε ιστορίες κάθε βράδυ που το έβλεπε να τους φυλάει όλους στον πάνω όροφο του σπιτιού. Αμέσως μετά, ησύχασαν. Η γιαγιά έκανε το σταυρό της κοιτώντας πάντα προς την ανατολή. Ο άνεμος έξω κουνούσε τα φύλλα της φλαμουριάς. Οι σκιές των κλαδιών χάιδευαν τα παράθυρα και το τρίξιμο από το ξύλινο πάτωμα σιγοντάριζε τη σκηνή. Κάποια μαγεία γινόταν απόψε.
[…]
Είχε πάει 9 και ο παππούς είχε φύγει για το μαγαζί. Η γιαγιά ανέβηκε να ελέγξει την κατάσταση. Το κρύο επάνω κρατούσε καλά, αλλά κάτω είχε ήδη ζεστάνει η κουζίνα και το καθιστικό από τη πρόνοιά της να ανάψει από νωρίς τη σόμπα.
Εντόπισε τα παιδιά να παίζουν κάτι αυτοσχέδιο κάνοντας τις κουβέρνες κάστρα.
“Κατεβείτε να δείτε πώς φύτρωσε το κουκουνάρι”.
Ο Ηρακλής το είχε ξεχάσει κιόλας. Ο μεγάλος στάθηκε σχεδόν σε στάση προσοχής. Η γιαγιά έδωσε το ρυθμό καθόδου και άρχισε να κατεβαίνει αργά την ξύλινη σκάλα. Τα παιδιά σε στοίχιση από πίσω της, πρώτα ο μεγάλος και αμέσως πίσω του ο μικρός. Ο καιρός ήταν ηλιόλουστος και το ζεστό καθιστικό γεμάτο φως. Η γιαγιά κοντοστάθηκε στην πόρτα του. Πίσω από τη ρόμπα της, δεξιά κι αριστερά εμφανίστηκαν δυο μικρά κεφαλάκια, διαφορετικού ύψους με μάτια ορθάνοιχτα.
Εκεί, πάνω στο ξύλινο τραπέζι του καθιστικού, μέσα σε μια λευκή εμαγιέ λεκάνη που μέσα της είχε κλαδιά και μύριζε ρετσίνι, είχε φυτρώσει ένα δέντρο που έφτανε μέχρι το ξύλινο, παραμορφωμένο από τον καιρό, ταβάνι. Τα κλαδιά του πράσινα με σταχτί πινελιές στις άκρες. Ακριβώς όπως ήταν σταχτιά και η κουκουνάρα το προηγούμενο βράδυ! Ήταν το πρώτο Σάββατο του Δεκέμβρη!
“Γιαγιά! θα το στολίσουμε;!” ρώτησε ο Θησέας με ανυπομονησία!
Σε λίγη ώρα, τα παιδιά έδιναν τα γυάλινα στολίδια στη γιαγιά, ένα ένα, με τη σειρά, πρώτα τα κόκκινα, μετά τα πράσινα, μετά τα επιμήκη που έκαναν αστείους αντικατοπτρισμούς με τα κεφάλια τους επάνω. Ο Ηρακλής έβαλε το βαμβάκι επάνω στα κλαδιά, σύμβολο ελπίδας για να νικήσει και φέτος τον μεγάλο στον χιονοπόλεμο. Ο παππούς θα γύριζε το μεσημέρι φορτωμένος με πορτοκάλια, για να το βρει στολισμένο! Η μαγεία είχε δουλέψει και φέτος. Το πρώτο βράδυ της Παρασκευής προς Σάββατο του Δεκέμβρη, ένα δέντρο φύτρωνε σε κάθε σπίτι στο χωριό.
“Γιαγιά; Να πάρω ένα μελομακάρονο;” ρώτησε ο μικρός που θυμήθηκε το πορτοκαλί πλαστικό τάπερ στο “καλό” σαλόνι. Και σήμερα θα δινόταν μάχη στις κοιλάδες και τις χαράδρες του καλού σαλονιού. Κι ας ήταν κρύο. Η ζεστασιά υπήρχε στην αγάπη.