Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση: «Ο προϋπολογισμός του 2024 καλείται να συγκεράσει τον στόχο της δημοσιονομικής σταθερότητας που είναι θεμέλιο για κάθε προσπάθεια, με τις νέες ανάγκες που δημιουργούνται καθώς και με το βασικό πρόταγμα της κοινωνίας, μετά την πληθωριστική κρίση, την αύξηση δηλαδή του διαθέσιμου εισοδήματος και των μισθών».
Του Κώστα Μελά*
Διακηρυγμένος στόχος της κυβέρνησης – προκύπτει και από το παραπάνω απόσπασμα- η δημοσιονομική σταθερότητα. Μπορεί να διαφωνήσει κανείς; Βεβαίως όχι. Εδώ η κυβέρνηση της «πρώτης φοράς Αριστερά» όχι μόνο τον αποδέχτηκε ασμένως, αλλά υπερακόντισε στη δημιουργία πρωτογενών υπερπλεονασμάτων κατά τη διάρκεια της περιόδου που ήταν κυβέρνηση.
Το θέμα είναι τι εννοούμε δημοσιονομική σταθερότητα στη συγκεκριμένη περίοδο καθώς και οι τρόποι που αυτή επιτυγχάνεται. Δημοσιονομική σταθερότητα στην ελληνική περίπτωση σημαίνει συνεχή δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων (μάλλον στο διηνεκές) ετησίως υψηλότερα του 2,0 % προκειμένου να αντιμετωπισθεί το υπέρμετρο δημόσιο χρέος, το οποίο αποτελεί και το βασικό αρνητικό υπερκαθορισμό της. Απαραίτητη συμπληρωματική προϋπόθεση και η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ με ρυθμό υψηλότερο του επιπέδου δανεισμού της οικονομίας.
Σύμφωνα με τις δημοσιονομικές προβλέψεις του ΚΠ 2024, το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης (ΓΚ) το 2023 εκτιμάται σε 1,1% του ΑΕΠ, βελτιωμένο έναντι του στόχου στο ΚΠ 2023 για πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ . Σε σχέση με το αποτέλεσμα του 2022 (0,1% του ΑΕΠ) το πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ για το τρέχον έτος οφείλεται κυρίως στη σταδιακή κατάργηση των μέτρων για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της ενεργειακής κρίσης και την ενίσχυση του εισοδήματος, καθώς και στη καλύτερη από την αναμενόμενη επίδοση στα φορολογικά έσοδα, ιδίως από τον φόρο προστιθέμενης αξίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
Η αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 9,1% υπερβαίνει την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ 7,8% (2022: 206,6 Δις ευρώ, 2023: 222,8 δις ευρώ . Από την εισηγητική έκθεση του ΚΠ 2024) επομένως έχουμε μια υπερφορολόγηση της οικονομίας χωρίς φυσικά να μεταβληθούν οι φορολογικοί συντελεστές. Επομένως τα αυξημένα έσοδα δεν προέρχονται μόνο από τη μεγέθυνση της οικονομίας. Προέρχονται και από την αύξηση των εσόδων από το ΦΠΑ προφανώς λόγω του υψηλού πληθωρισμού. Προς επίρρωση το ποσοστό των έμμεσων φόρων στο σύνολο των εσόδων κυμαίνεται στο υψηλό 65,3%.
Για το 2024, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να αυξηθεί στο 2,1% του ΑΕΠ. Η βελτίωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος αποδίδεται κυρίως στην προβλεπόμενη συνέχιση της μεγέθυνσης της οικονομίας (από 2,4% το 2023 σε 2,9% το 2024) μέσω και της αύξησης του ονομαστικού διαθέσιμου εισοδήματος, και επομένως την αναμενόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων και των ασφαλιστικών εισφορών όσο και στην καλύτερη απόδοση των φορολογικών μηχανισμών λόγω της αύξησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών και της φορολογικής συμμόρφωσης ( βασική αναμένεται να είναι η συνεισφορά , περίπου 600 εκατ. από τη τεκμαρτή φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών, και μικρών επιχειρήσεων με βάση το νέο φορολογικό νομοσχέδιο).
H μείωση του δημοσιονομικού κόστους των παρεμβάσεων για την ενεργειακή κρίση, η μείωση της κρατικής αρωγής λόγω της υποχρεωτικής ιδιωτικής ασφάλισης έναντι φυσικών καταστροφών για μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις και οι αποκλειστικά στοχευμένες δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την ενίσχυση του εισοδήματος των πιο ευάλωτων νοικοκυριών, συνέβαλαν αποφασιστικά στην επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Το αποτέλεσμα του ισοζυγίου της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι, το 2023, θα είναι ελλειμματικό κατά 2,1% του ΑΕΠ, παρά τη βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου επειδή εκτιμάται ότι οι δαπάνες για τόκους θα είναι υψηλότερες των προϋπολογισθέντων (7δις ευρώ) κατά 1,650 δις ευρώ (8,650 δις ευρώ).
Το έλλειμμα του ισοζυγίου της ΓΚ αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω, το 2024, στο 1,1% του ΑΕΠ λόγω της αναθεώρησης προς τα πάνω των προβλέψεων των δαπανών για τόκους(8,840 δις ευρώ).
2. Σχετικά τώρα με τα μέτρα που έχει εξαγγείλει η Κυβέρνηση με στόχο την αύξηση του ονομαστικού διαθεσίμου εισοδήματος και των μισθών το 2024. Αυτά είναι κατά κύριο λόγο : η αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, η άρση του «παγώματος» των τριετιών στους μισθωτούς, η αύξηση του αφορολόγητου για οικογένειες με παιδιά, η αύξηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, η αύξηση των συντάξεων. Το ύψος των μέτρων σύμφωνα με τον προϋπολογισμό για το 2024 ανέρχεται σε 2,545 δις ευρώ.
Νομίζω όμως ότι το πραγματικό ύψος ανέρχεται περίπου στα 2,0 δις ευρώ ( έσοδα και δαπάνες) αν αφαιρεθούν τα δύο κονδύλια που αφορούν : την κατάργηση της καταβολής Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης στο δημόσιο τομέα καθώς και στους συνταξιούχους (476 εκ ευρώ) και την κατάργηση ειδικής εισφοράς 1% υπέρ του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (80 εκ. ευρώ) που υπήρχαν και στον προϋπολογισμό του 2023.
Τα μέτρα αυτά θα συμβάλλουν στην αύξηση του ονομαστικού εισοδήματος των κοινωνικών κατηγοριών που αναφέρονται όμως δεν μπορούμε από τώρα να γνωρίζουμε , αν θα επιφέρουν τουλάχιστον αυξήσεις ικανές να αντισταθμίσουν τις πληθωριστικές αυξήσεις και να ισορροπήσουν την αγοραστική τους δύναμη. Όμως θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι αυξήσεις αυτές γίνονται σε μισθούς που έχουν παραμείνει στο ίδιο επίπεδο περίπου 14 χρόνια.
Παράλληλα θα πρέπει να ειπωθεί ότι υπάρχουν πολλές κατηγορίες πληθυσμού που δεν θα δουν αυξήσεις και επιπλέον υπάρχουν κατηγορίες πληθυσμού που θα υποστούν μείωση του ονομαστικού τους εισοδήματος (ελεύθεροι επαγγελματίες , αυτοαπασχολούμενοι κτλ) λόγω της αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης.
Συνεπώς είναι πολύ νωρίς να προβλέψουμε πως θα εξελιχθούν τα εισοδήματα κατά το 2024. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι συσσωρευμένες απώλειες των τελευταίων 13 ετών δεν πρόκειται να αναπληρωθούν . Με βάση αυτή την παρατήρηση και με συνάρτηση την εκτίμηση του Προϋπολογισμού ότι το 2024 το ονομαστικό εισόδημα θα ανέλθει σε 233,8 δις ευρώ , περίπου όσο ήταν το 2007-2008 γίνεται ευθέως κατανοητό ότι η κατανομή του εισοδήματος την περίοδο των μνημονιακών χρόνων αλλά και την περίοδο της σημερινής κυβέρνησης είναι σαφώς προς το μέρος του κεφαλαίου και εις βάρος της εργασίας.
3. Η μεγέθυνση του ΑΕΠ το 2024 στηρίζεται στην μεγάλη αύξηση του ΑΣΠΚ κατά 15,1%. Πρόκειται για το μέγεθος που εμπεριέχει από τη φύση του μεγάλη αβεβαιότητα. Στον προϋπολογισμό του 2023 η αύξηση του ΑΣΠΚ ήταν 15,5% και τελικά κατέληξε στο 7,1%, δηλαδή λιγότερο από το μισό . Μάλιστα σύμφωνα με τα στοιχεία του προϋπολογισμού η κυβέρνηση δεν επέτυχε να πραγματοποιήσει ούτε τις επενδύσεις από πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης που είχε προϋπολογίσει για το 2023, διαπιστώνεται υστέρηση των επενδύσεων για το 2023 ύψους 1,590 δις ευρώ (προϋπολογισμός 2023:3,662, πραγματοποιήσεις : 2,072 δις ευρώ).
Το ίδιο συμβαίνει με τα μεγέθη των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Και αυτά κινούνται σε περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας. Ο προϋπολογισμός του 2023 προέβλεπε αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 9,7% και τελικά η αύξηση περιορίστηκε στο 2,7% , ενώ αντιστοίχως για τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών η πρόβλεψη ήταν στο 10,1% και το τελικό αποτέλεσμα είναι 2,2% .
Συνεπώς για τα συγκεκριμένα μακροοικονομικά μεγέθη υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα και καλό είναι να υπάρχει λιγότερος ρητορικός ενθουσιασμός.
*Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας