Αυτήν λοιπόν την οριστική επιστροφή και επανένωση θα χαιρετίσουμε τη μέρα που θα συμβεί, γιατί αισιοδοξούμε ότι μια μέρα θα συμβεί. Γιατί θα είναι τέτοιες οι συνθήκες ώστε καταστεί αυτονόητη η ανάγκη της ένωσης του λίθινου σώματος, που συμβολίζει το πνεύμα των ανθρώπων
Γράφει ο Κώστας Πασχαλίδης, Πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων
Οι διεθνείς συνθήκες που έχουν υπογράψει οι χώρες της UNESCO για την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, δίνουν επί της ουσίας την ασυλία σε συλλογές, που βρίσκονται σε διάφορα μουσεία του κόσμου και προέρχονται από άλλες περιοχές, έχουν δηλαδή εκπατριστεί στο μακρινό παρελθόν. Ως εκ τούτου, τα τελευταία πενήντα χρόνια η πρακτική του επαναπατρισμού προς τις χώρες, από τις οποίες έχουν αποσπαστεί αρχαιότητες, όπως είναι η Ιταλία και η Ελλάδα, συνήθως επιτυγχάνεται δια της δικαστικής οδού, εφόσον προηγουμένως έχει αποδειχθεί η παράνομη διαδρομή των αντικειμένων από το χώμα που τα κάλυπτε στα μουσεία που τα αποκτούν ξαφνικά και χωρίς νόμιμα πιστοποιητικά.
Ως εκ τούτου, το αίτημα της επιστροφής αρχαιοτήτων που αποσπάστηκαν πριν από 220 χρόνια από την Ακρόπολη δεν είναι κάτι εύκολο και σύνηθες ούτε θα μπορούσε να θεωρηθεί νομικό ζήτημα. Πριν από σαράντα χρόνια, η επιστημονική ομάδα της Υπουργού Μελίνας Μερκούρη και η ίδια προσωπικά είχαν την ευφυή κι ευγενή ιδέα να ζητήσουν την κατ’ εξαίρεση της διεθνούς νομοθεσίας και των πραγμάτων ως είχαν, επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα και μόνον του Παρθενώνα, για λόγους επανένωσης των μελών του κορυφαίου μνημείου. Το αίτημα δεν περιέλαβε την έκτη καρυάτιδα ή κλαπέντα μέλη άλλων μνημείων της Ακρόπολης, παρά μόνον του του Παρθενώνα. Γιατί τούτο το μνημείο υφίσταται και ίσταται λαμπρό. Δηλαδή βρίσκεται εκεί, σε μια κατάσταση εμβληματική και μπορεί να δεχτεί τα μέλη του πίσω. Αυτό το κατ’ εξαίρεση της καθεστηκυίας τάξης αίτημα της χώρας μας, δεν είναι νομικό, αλλά ηθικό.
Σε αυτή τη γραμμή, λοιπόν, κινήθηκαν οι ελληνικές κυβερνήσεις με τον φάκελο που συνέταξε αρχικά και υπέβαλε στην UNESCO η Μελίνα Μερκούρη και οι ομάδες εργασίας του Υπουργείου Πολιτισμού, που απαρτίζονται από σπουδαίους επιστήμονες κι εμπειρογνώμονες, εδώ και δεκαετίες. Εμείς δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενο των συνομιλιών του Έλληνα Πρωθυπουργού με τις βρετανικές αρχές. Υποθέτουμε και θέλουμε να πιστεύουμε ότι συνεχίζει να υποστηρίζει τον φάκελο με τα πάγια αιτήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας, δηλαδή την οριστική επιστροφή των μελών του Παρθενώνα για λόγους επανένωσής τους με το κορυφαίο μνημείο του δυτικού πολιτισμού και του ανθρώπινου πνεύματος. Ότι δεν διαπραγματεύεται κανείς από τους συνομιλητές ούτε τον δανεισμό με ή χωρίς αντάλλαγμα ούτε την προσωρινή επιστροφή. Δεν μιλάμε δηλαδή για μια επίσκεψη των αντικειμένων στην Αθήνα για ένα διάστημα κάποιων ετών, πέντα, δέκα, είκοσι, και μετά την εκ νέου απόσπασή τους. Αυτό θα ήταν ολέθριο και για το ίδιο το αίτημα και για την ηθική του βάση. Που πολύ σωστά είναι στο επίκεντρο του αιτήματος από το 1983.
Σε αυτή την περίπτωση, λοιπόν, όλος επιστημονικός κόσμος, όχι μόνο ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων που αποτελεί το μικρό επιστημονικό σώμα των αρχαιολόγων της αρχαιολογικής υπηρεσίας, αλλά όλη η σκεπτόμενη οικουμένη, έχει προσυπογράψει και υποστηρίξει την επανένωση, όχι την επίσκεψη των γλυπτών επί δανείω. Αυτήν λοιπόν την οριστική επιστροφή και επανένωση θα χαιρετίσουμε τη μέρα που θα συμβεί, γιατί αισιοδοξούμε ότι μια μέρα θα συμβεί. Γιατί θα είναι τέτοιες οι συνθήκες ώστε καταστεί αυτονόητη η ανάγκη της ένωσης του λίθινου σώματος, που συμβολίζει το πνεύμα των ανθρώπων
Απευχόμαστε, δε θέλουμε καν να σκεφτόμαστε την άλλη περίπτωση, δηλαδή αυτή του δανεισμού. Η Ελληνίδα Υπουργός Πολιτισμού τον Φεβρουάριο του 2023, στο βήμα της Βουλής, είχε μιλήσει πολύ σωστά, λέγοντας πως η ελληνική πλευρά εμμένει στη θέση της, ότι δηλαδή τα γλυπτά του Παρθενώνα είναι κλεμμένα από την Ακρόπολη και ότι η χώρα μας δεν αναγνωρίζει κυριότητα, νομή και κατοχή στο Βρετανικό Μουσείο.
Εμείς αυτό που ζητούμε ως Σύλλογος κι αυτό που παρακολουθούμε με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά και με ανησυχία είναι η τήρηση των επιχειρημάτων και της διατύπωσης του ίδιου του αιτήματος. Αν το αίτημά μας έχει αλλάξει, θα πρέπει να το γνωρίζουμε δημόσια. Ευχόμαστε, τέλος, καλή επιτυχία σε κάθε ευγενή προσπάθεια της Κυβέρνησης, που θα πρέπει να είναι αμείωτα συντεταγμένη, συνεπής και ακλόνητη.