«Η Δημοκρατία μας, μισό αιώνα μετά την αποκατάστασή της και την επανασύνδεσή της με τη φιλελεύθερη και δημοκρατική μας παράδοση, βαδίζει πλέον ολοταχώς στα ολισθηρά μονοπάτια του αυταρχισμού και της συνειδητής υπονόμευσης κρίσιμων κατακτήσεων του κοινοβουλευτισμού και του πολιτικού φιλελευθερισμού» αναφέρει στη συνέντευξή του στην ΑΥΓΗ της Κυριακής ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργος Σωτηρέλης και προβλέπει ότι, εφόσον συνεχιστεί αυτή η πορεία, θα συναντηθούμε αναπόφευκτα με το μισελεύθερο καθεστώς της Ουγγαρίας του Βίκτορ Όρμπαν.
Ασκεί δριμεία κριτική στην κυβέρνηση λέγοντας ότι «επιδόθηκε σε μια συστηματική προσπάθεια αλλοίωσης του δημοκρατικού, κοινοβουλευτικού και φιλελεύθερου χαρακτήρα του πολιτεύματος. Με άλλα λόγια, μια κυβέρνηση που δεν κινείται στον αστερισμό των ακροδεξιών κομμάτων κατάφερε τα τελευταία χρόνια να σηματοδοτήσει μια πολύπλευρη υποβάθμιση της Δημοκρατίας μας, που αναμφίβολα θα τη ζήλευαν ακόμη και τα πλέον ακραία από τα παραπάνω κόμματα…».
Όσο για τον πρωθυπουργό, σημειώνει: «Αυτός εμφανίζεται, ερήμην του συντάγματος, σαν οιονεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε προεδρικό πολίτευμα -αν όχι σαν “βασιλεύς ήλιος”…-, υπονομεύοντας και ευτελίζοντας με τη στάση του τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς όπως καθιερώθηκαν και λειτούργησαν στη μεταπολιτευτική Δημοκρατία μας».
Ζούμε την εποχή της «μελαγχολικής Δημοκρατίας»; Η σύγχρονη Δημοκρατία, μέσα στην ευμάρειά της, έχασε την ικανότητα να υπερασπίζει τον χαρακτήρα και τις κατακτήσεις της;
Πράγματι, ποτέ άλλοτε ο τίτλος αυτός του βιβλίου του Πασκάλ Μπρικνέρ δεν ήταν τόσο επίκαιρος. Η σύγχρονη Δημοκρατία βρίσκεται στη δίνη ραγδαίων εξελίξεων, που εγκυμονούν τεράστιους κινδύνους για τις ιστορικές κατακτήσεις της.
Από τη μία, οι διαβρωτικοί άνεμοι της παγκοσμιοποίησης απειλούν την εθνική κυριαρχία, τον πολιτικό φιλελευθερισμό και τα κοινωνικά δικαιώματα λόγω της ανάδυσης τεράστιων και εν πολλοίς ανέλεγκτων ιδιωτικών εξουσιών, που όχι μόνο έχουν επιβάλει τον «αχαλίνωτο καπιταλισμό» και τον «φονταμενταλισμό των αγορών» αλλά και έχουν νοσφισθεί εξουσίες που παραδοσιακά ανήκαν στο εθνικό κράτος. Από την άλλη, η άνοδος ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων, με δύσκολα υποκρυπτόμενες φασίζουσες τάσεις, σηματοδοτεί μια έντονη οπισθοδρόμηση, καθώς οι αμφιλεγόμενοι ηγέτες τους καλλιεργούν συστηματικά τον «εθνολαϊκισμό» για να επιβάλουν αυταρχικά καθεστώτα, στο όνομα μεν του έθνους και του λαού, αλλά ερήμην τους. Είναι δε εύλογο ότι αυτό που απειλείται εντονότερα από τις σύγχρονες εξουσιαστικές και πολιτικές μεταλλάξεις είναι το ευρωπαϊκό μοντέλο της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, που είναι και το πλέον προηγμένο, διότι συνθέτει σε ικανοποιητικό βαθμό τη λαϊκή κυριαρχία, το Κράτος Δικαίου και το κοινωνικό κράτος.
Τι συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας;
Δυστυχώς, η χώρα μας υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα θύματα αυτών των εξελίξεων. Η οικονομική κρίση, που ήταν απόρροια της παγκοσμιοποίησης -και ιδίως της ασυδοσίας των τραπεζών-, ροκάνισε τα θεμέλια τόσο της εθνικής κυριαρχίας όσο και των δημοκρατικών μας κατακτήσεων, ενώ ταυτόχρονα προκάλεσε βαθιές αναταράξεις και στο πολιτικό μας σύστημα. Και ενώ περίμενε κανείς ότι η λεγόμενη «επιστροφή στην ομαλότητα» θα συνοδευόταν από μια πανστρατιά για να την αποκατάσταση της αξιοπιστίας και του κύρους των δημοκρατικών μας θεσμών, η σημερινή κυβέρνηση δεν αρκέστηκε απλώς σε κάποιες σοβαρές πλην μεμονωμένες παρεκτροπές, όπως η προηγούμενη (π.χ., «δημοψήφισμα», υπόθεση Novartis, σκάνδαλο τηλεοπτικών αδειών), αλλά επιδόθηκε σε μια συστηματική προσπάθεια αλλοίωσης του δημοκρατικού, κοινοβουλευτικού και φιλελεύθερου χαρακτήρα του πολιτεύματος. Με άλλα λόγια, μια κυβέρνηση που δεν κινείται στον αστερισμό των ακροδεξιών κομμάτων κατάφερε τα τελευταία χρόνια να σηματοδοτήσει μια πολύπλευρη υποβάθμιση της Δημοκρατίας μας, που αναμφίβολα θα τη ζήλευαν ακόμη και τα πλέον ακραία από τα παραπάνω κόμματα…
Πόσο κομβικός υπήρξε, προς την κατεύθυνση αυτή, ο ρόλος του «επιτελικού κράτους»;
Καταρχήν να επισημάνω ότι ο όρος «επιτελικό κράτος», όπως τον χρησιμοποιεί η κυβέρνηση, είναι ψευδεπίγραφος. Επιτελικό κράτος, με βάση το παράδειγμα των δημοκρατικά προηγμένων κρατών, σημαίνει πολύ λιγότερα υπουργεία, με υψηλού επιπέδου πλην ολιγάριθμο στελεχιακό δυναμικό, τα οποία περιορίζονται στην άσκηση των επιτελικών μόνο αρμοδιοτήτων (σχεδιασμός, παρακολούθηση, έλεγχος), ενώ οι αρμοδιότητες για την εκτέλεση των αποφάσεων αποκεντρώνονται τόσο στην καθ’ ύλην όσο και στην κατά τόπον αυτοδιοίκηση. Αντίθετα, το ψευδεπίγραφο «επιτελικό κράτος» της σημερινής κυβέρνησης δεν είναι τίποτε άλλο από ένα «υπερπρωθυπουργείο». Πρόκειται συγκεκριμένα για μια συγκεντρωτική και προσωποπαγή δομή, η οποία έχει νοσφισθεί στην πραγματικότητα τις βασικές αρμοδιότητες της κυβέρνησης, δηλαδή του συλλογικού οργάνου στο οποίο έχει ανατεθεί κατά το σύνταγμα η άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας. Όσο δε για τον πρωθυπουργό, αυτός εμφανίζεται, ερήμην του συντάγματος, σαν οιονεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε προεδρικό πολίτευμα -αν όχι σαν «βασιλεύς ήλιος»…-, υπονομεύοντας και ευτελίζοντας με τη στάση του τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς όπως καθιερώθηκαν και λειτούργησαν στη μεταπολιτευτική Δημοκρατία μας.
Ευθύνεται όμως αυτό το «υπερπρωθυπουργείο» και για τα προβλήματα που εντοπίζονται σήμερα στο πεδίο του Κράτους Δικαίου και των ατομικών δικαιωμάτων;
Δεν ευθύνεται απλώς, αλλά είναι η βασική γενεσιουργός αιτία αυτών των προβλημάτων. Η συγκέντρωση της κυβερνητικής εξουσίας σε έναν τόσο προσωποπαγή μηχανισμό συνδέθηκε εξαρχής και με μια γενικότερη προσπάθεια ολοκληρωτικού ελέγχου της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, η οποία οδήγησε με τη σειρά της σε μια ακατάσχετη ροπή προς τον αυταρχισμό. Αυτή η ροπή αποκορυφώθηκε με δύο ιδίως σημαντικές παρεκτροπές στο πεδίο του Κράτους Δικαίου και των ατομικών δικαιωμάτων.
Η πρώτη αφορά την πρωτοφανή συρρίκνωση του πολιτικού πλουραλισμού μέσω της ασφυκτικής χειραγώγησης της ενημέρωσης και των συνεχών παραβιάσεων του δικαιώματος πληροφόρησης, ιδίως σε σχέση με τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Η κυβέρνηση, σε αγαστή συνεργασία με ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες -με τους οποίους διαπλέκεται με σχέσεις απροκάλυπτης και αδίστακτης πελατειακής συναλλαγής-, έχει καταφέρει να επιβάλει ένα καθεστώς απροκάλυπτου ελέγχου των ΜΜΕ, τα οποία, στη συντριπτική τους πλειονότητα, είναι στην καλύτερη περίπτωση μεροληπτικά και στη χειρότερη προπαγανδιστικά. Αν σε αυτά συνυπολογίσουμε και την πλήρη απροθυμία του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης να ανταποκριθεί στον συνταγματικό ρόλο του ως θεματοφύλακα των αρχών της ισότητας, της αντικειμενικότητας και της ποιότητας, δεν είναι διόλου περίεργο το ότι έχουμε γίνει πλέον δακτυλοδεικτούμενοι στον χώρο της Ευρώπης ως προς το σοβαρό έλλειμμα πολυφωνίας που παρατηρείται στο πεδίο της μαζικής επικοινωνίας και ενημέρωσης.
Η δεύτερη και πλέον εξόφθαλμη παρεκτροπή ήταν αναμφισβήτητα το σκάνδαλο των υποκλοπών. Η συνδυασμένη δράση δύο ανεξάρτητων Αρχών, της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών και της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, και της ερευνητικής δημοσιογραφίας -που έσωσε την τιμή του ελληνικού Τύπου- έχει καταδείξει πλέον κατά τρόπο αναμφισβήτητο τα εξής:
Το «υπερπρωθυπουργείο», στην προσπάθειά του να επιβάλει πλήρη έλεγχο της πολιτικής πραγματικότητας, παρήγγειλε μέσω της ΕΥΠ έναν μεγάλο (και διαρκώς αυξανόμενο) αριθμό υποκλοπών προκειμένου να διεισδύσει στα μύχια της ιδιωτικής ζωής όσων ήθελε να ελέγξει πολιτικά (δημοσιογράφων, στρατιωτικών και ιδίως πολιτικών, ακόμη και υπουργών…). Οι υποκλοπές αυτές διεξήχθησαν αφενός μεν με νομιμοφανείς πλην αντισυνταγματικές διαδικασίες, αφετέρου με τη χρήση του παράνομου και διαβόητου Predator, το οποίο χρησιμοποιήθηκε παράλληλα. Όταν δε αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο, ο πρωθυπουργός όχι μόνο δεν έκανε το αυτονόητο για μια δημοκρατικά προηγμένη χώρα, δηλαδή να αναλάβει τις αναμφισβήτητες πολιτικές ευθύνες του και να παραιτηθεί (όπως έκαναν, π.χ., ο Νίξον στην Αμερική και οι Κουρτς, Τζόνσον και Κόστα στην Ευρώπη), αλλά επιχείρησε με νύχια και με δόντια να το συγκαλύψει. Με όπλα του την καταθλιπτική υπεροπλία στον χώρο των ΜΜΕ -που επέβαλαν ομερτά- και την πρόθυμη σύμπραξη της Δικαιοσύνης μέσω του τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προσπάθησε αρχικά να συκοφαντήσει και στη συνέχεια να αχρηστεύσει τις δύο ενοχλητικές ανεξάρτητες Αρχές. Ιδίως δε το μένος του στράφηκε απέναντι την ΑΔΑΕ, ως προς την οποία οι αήθεις επιθέσεις, που άγγιζαν τα όρια της δολοφονίας χαρακτήρα του προέδρου και κάποιων μελών της, συνοδεύτηκαν από την πρόσφατη αδίστακτη παρέμβαση για αλλαγή της σύνθεσής της, έπειτα από μια πρωτοφανή και πολλαπλώς αθέμιτη συναλλαγή με τον Κυριάκο Βελόπουλο.
Πρόκειται εν κατακλείδι για έναν διατεταγμένο ευτελισμό κρίσιμων θεσμικών αντιβάρων, τα οποία αποτελούν βαρόμετρα για την ποιότητα και την αξιοπιστία της Δημοκρατίας μας. Πρόκειται όμως παράλληλα και για βαρύτατες ποινικές ευθύνες, που είναι αδιανόητο για ένα Κράτος Δικαίου να μην αποδοθούν όσο κι αν οι υπαίτιοι προσπαθούν να κρυφτούν πίσω από το 41%, αναγορεύοντάς το σε κολυμβήθρα του Σιλωάμ…
Τελικά «Μένουμε Ευρώπη» ή προσεγγίζουμε την Ουγγαρία και την Πολωνία;
Αναλογιζόμενοι τα όσα προεκτέθηκαν και προσθέτοντας σε αυτά τη διασπάθιση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων μέσω απευθείας αναθέσεων στους εκλεκτούς της διαπλοκής, την εμμονή στους κομματικούς-πελατειακούς διορισμούς για έναν μεγάλο αριθμό διοικήσεων φορέων του Δημοσίου που δεν έχουν πολιτικά χαρακτηριστικά και τη σχεδιαζόμενη αντισυνταγματική επιβολή των ιδιωτικών πανεπιστημίων -μολονότι η συνταγματική αναθεώρηση είναι πολύ κοντά-, το συμπέρασμα δεν είναι δύσκολο: βιώνουμε δυστυχώς τη θλιβερή εμπειρία μιας δραματικής δημοκρατικής οπισθοδρόμησης, που μας απομακρύνει σταδιακά από το ευρωπαϊκό μοντέλο. Η Δημοκρατία μας, μισό αιώνα μετά την αποκατάστασή της και την επανασύνδεσή της με τη φιλελεύθερη και δημοκρατική μας παράδοση, βαδίζει πλέον ολοταχώς στα ολισθηρά μονοπάτια του αυταρχισμού και της συνειδητής υπονόμευσης κρίσιμων κατακτήσεων του κοινοβουλευτισμού και του πολιτικού φιλελευθερισμού. Εφόσον λοιπόν συνεχιστεί αυτή η πορεία, θα συναντηθούμε αναπόφευκτα με το μισελεύθερο καθεστώς της Ουγγαρίας του Βίκτορ Όρμπαν, η οποία φαίνεται να αισθάνεται μόνη στο μαντρί των μαύρων προβάτων μετά την πολιτική αλλαγή πλεύσης της Πολωνίας. Αν αυτό εννοούσαν με το «Μένουμε Ευρώπη» οι γιαλαντζί φιλελεύθεροι και ευρωπαϊστές, που καμώνονται πως δεν βλέπουν τίποτα ανησυχητικό στις τελευταίες εξελίξεις, θα το διαπιστώσουμε από την περαιτέρω στάση τους…