Το βιβλίο του Παναγιώτη Ιωακειμίδη, «Ελλάδα: Oρίζοντας 2030», περιλαμβάνει συλλογή άρθρων του από την κρίσιμη περίοδο 2020-2022, όπου αποτυπώνεται διεξοδικά η θέση του υπέρ του επαναπροσανατολισμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην κατεύθυνση μιας «στρατηγικής, λύσης» στα ελληνοτουρκικά, απέναντι στις σχολές σκέψεις που υποστηρίζουν μια «στρατηγική, ανάσχεσης».
του ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΛΠΑΔΑΚΗ*
Υποστηρίζει τη σημασία που έχει η ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης και των συμμαχιών της Ελλάδας, αλλά ως στοιχεία αυτής της “στρατηγικής, λύσης” και όχι ως αυτοσκοπό. Αντιτάσσεται δε τόσο στην πιο σκληρή προσέγγιση αυτής της στρατηγικής που βασίζεται στην απόρριψη του διαλόγου «με πειρατές», όσο και στην πιο ήπια προσέγγιση που υποστηρίζει την προώθηση του ελληνοτουρκικού διαλόγου αποκλειστικά για θέματα χαμηλής πολιτικής με σταθερή αναβολή για το μέλλον και «πιο ευνοϊκές συγκυρίες», οποιασδήποτε συζήτησης «για επίλυση της μόνης διαφοράς- της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ». Η προσέγγιση την οποία εδώ και χρόνια υποστηρίζει o Π. Ιωακειμίδης, μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην αναζωογόνηση του δημοσίου διαλόγου για τα ελληνοτουρκικά, ειδικά στην παρούσα, κρίσιμη περίοδο.
Πρώτον, η επισήμανσή του Π. Ιωακειμίδη ότι η αναφορά σε «εθνικά θέματα» οδηγεί σε αποκλεισμό εναλλακτικών απόψεων ως «αντεθνικές» είναι εξαιρετικά επίκαιρη. Tην περίοδο 2021-2023 η κυβέρνηση εργαλειοποίησε συστηματικά τον πολιτικό διάλογο για τα ελληνοτουρκικά, το μεταναστευτικό, την Θράκη και τα εξοπλιστικά, κατηγορώντας τον κύριο πολιτικό της αντίπαλο ότι αποτελεί «εθνική εξαίρεση», για τον οποίο «ο πατριωτισμός αποτελεί ξένη λέξη» και ότι η κριτική του ταυτίζεται με αυτήν του Τούρκου Προέδρου. Στο πλαίσιο αυτό, πολύτιμη είναι και η τοποθέτηση του κ Ιωακειμίδη ότι πέραν της μικροπολιτικής εκμετάλλευσης της εξωτερικής πολιτικής, ούτε η «τυφλή συναίνεση» βοηθά τον δημόσιο διάλογο. Όπως επισημαίνει, απαιτείται μια συναίνεση που δεν βασίζεται σε έναν «παρονομαστή που ακυρώνει τη δημοκρατική αντιπαράθεση επιχειρημάτων πάνω σε κεντρικές επιλογές και στόχους».
Δεύτερον, ασχέτως επί μέρους διαφωνιών, η ανάγκη για μία «στρατηγική λύσης» πρέπει να επανέλθει στο κέντρο του δημοσίου διαλόγου και της επεξεργασίας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τόσο για τους λόγους που παραθέτει ο Π. Ιωακειμίδης όσο και επειδή η Ελλάδα οφείλει να επαναπροσανατολίσει την πολιτική της προσοχή, το δυναμικό της και τους πόρους της στην αντιμετώπιση πολλαπλών παγκόσμιων και περιφερειακών κρίσεων σε ένα ασταθές περιβάλλον διεθνών σχέσεων.
H στρατηγική αυτή πρέπει να έχει ως στόχους, βραχυπρόθεσμα τη δέσμευση της Τουρκίας σε έναν διάλογο εξομάλυνσης και οικοδόμησης εμπιστοσύνης και, μεσοπρόθεσμα, την ουσιαστική πρόοδο στις διερευνητικές. Με σαφείς κόκκινες γραμμές (αποστρατιωτικοποίηση, κυριαρχία) και τελικό στόχο την οριοθέτηση μόνο της ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Επ’ ουδενί μια «στρατηγική λύσης» δεν μπορεί να σημαίνει την εσπευσμένη αποδοχή μίας κακής λύσης εις βάρος των συμφερόντων της χώρας. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει αργά η γρήγορα σε ακόμα περισσότερα προβλήματα, τόσο για την Ελλάδα όσο και για την περιφερειακή ειρήνη. Ούτε μπορεί μια τέτοια στρατηγική να βασίζεται σε αυταπάτες ότι η σημερινή Τουρκία είναι έτοιμη να κινηθεί προς μια λύση στη βάση του διεθνούς δικαίου, χωρίς να ασκηθούν σημαντικές πιέσεις και να παρουσιαστούν συγκεκριμένα κίνητρα για να το κάνει. Και αυτό επιτάσσει μια ευρύτερη στρατηγική για τις ευρωτουρκικές και αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Αποτελεί, επιπλέον, σοβαρό λάθος να χαραχτεί μια «στρατηγική λύσης» η οποία να πρωτεραιοποιεί την έννοια του «συμβιβασμού» διαπραγματευτικά με την Τουρκία, αλλά και παιδευτικά σε σχέση με την ελληνική κοινή γνώμη. Οποιαδήποτε «στρατηγική λύσης» πρέπει στην πράξη και διακηρυκτικά να συνιστά πρώτα και κύρια μια δυναμική «στρατηγική άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας» στη βάση του διεθνούς δικαίου και δευτερευόντως μια άσκηση συμβιβασμού. Τόσο σε σχέση με την επέκταση των χωρικών υδάτων όσο και της ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας, το μήνυμα μιας «διεκδικητικής διπλωματίας» όπως την ονομάζει ο Κωνσταντίνος Φίλης, πρέπει να είναι ισχυρό. Πρέπει δε να καταστεί σαφές ότι η μαξιμαλιστική εναλλακτική, οδηγεί στην πράξη στην μη άσκηση αυτών των δικαιωμάτων εν αναμονή κάποιας αδιευκρίνιστης μελλοντικής ευνοϊκής συγκυρίας.
Τρίτον, ο Π Ιωακειμίδης ορθώς τονίζει ότι οποιαδήποτε «στρατηγική λύσης» πρέπει να βασίζεται στη διασύνδεση των ελληνοτουρκικών με τα ευρωτουρκικά (είτε χρησιμοποιούμε τον φιλόδοξο όρο «νέο Ελσίνκι» είτε όχι). Αλλά αυτό δεν είναι μόνο θέμα αξιακής ή στρατηγικής επιλογής. Δεδομένου ότι απόφαση της Ελλάδας είναι να ακολουθήσει μια κατεύθυνση εξομάλυνσης των σχέσεων, οι ίδιες οι εξελίξεις θα επιβάλλουν την χάραξη στρατηγικής στα ευρωτουρκικά. Κεντρικός λόγος που η Τουρκία επιδιώκει αυτήν την εξομάλυνση είναι η αξιοποίησή της προκειμένου να αποκομίσει οφέλη σε επίπεδο ευρωτουρκικών, γερμανοτουρκικών και αμερικανοτουρκικών σχέσεων.
Το 2024, λοιπόν, οι ίδιες οι εξελίξεις θα μας υποχρεώσουν να αποφασίσουμε αν θα επιδιώξουμε με συγκροτημένο τρόπο να θέσουμε προϋποθέσεις στην ανάπτυξη των ανωτέρω σχέσεων πχ ως προς την αναθεώρηση της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας ή την πώληση Eurofighter. Εάν δεν χαράξουμε στρατηγική και στηριχθούμε στην προοπτική ότι οι ευρωπαϊκές χώρες δεν πρόκειται να θελήσουν την πρόοδο στις σχέσεις τους με την Τουρκία, διατρέχουμε έναν σοβαρό κίνδυνο: Να βρεθούμε προ τετελεσμένων όπου θα πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ μιας σκληρά αρνητικής θέσης που θα μας απομονώσει ή της αποδοχής ότι οι ευρωτουρκικές σχέσεις θα προχωρήσουν χωρίς τις προϋποθέσεις μας.
Η αιρεσιμότητα που τέθηκε στην πρόοδο των ευρωτουρκικών σχέσεων, με τα Συμπεράσματα του Μαρτίου 2021, είναι χρήσιμη αλλά δεν αρκεί. Το ενδεχόμενο να τεθούν η άρση του casus belli ή η αποδοχή των γενικών αρχών του δικαίου της θάλασσας ως προϋποθέσεις, όπως προτείνει ο Π Ιωακειμίδης, πρέπει να εξεταστεί. Ιδίως δε η πρόταση του Αλέξη Τσίπρα, τον Απρίλιο του 2021, για άμεση διασύνδεση της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ στην Χάγη με την αναθεώρηση της Τελωνειακής Ένωσης, η οποία μπορεί να αποτελέσει την βάση για την ελληνική στρατηγική. Παράλληλα, η προοπτική αξιοποίησης του πλαισίου που καθιερώθηκε από το 2019 για ευρωπαϊκές κυρώσεις πρέπει να παραμείνει στο τραπέζι σε περίπτωση που η Τουρκία επανέλθει στην ένταση.
Στο πλαίσιο αυτό, τα σχήματα συνεργασίας που προωθεί η Ελλάδα, εδώ και πάνω από μια δεκαετία, στη Μεσόγειο, έχουν ιδιαίτερη αξία. Ορθώς ο Π Ιωακειμίδης τονίζει ότι οποιοδήποτε αφήγημα «απομόνωσης» της Τουρκίας ή «περικύκλωσης», δεν μπορεί να έχει σχέση με την πραγματικότητα. Ακολουθώντας αυτό το αφήγημα, η Ελλάδα έχασε πολύτιμο χρόνο το 2021 για να δεσμεύσει την Τουρκία στο διάλογο, σε μία περίοδο που η γειτονική χώρα δεν είχε αναβαθμίσει τον ρόλο της λόγω Ουκρανικού. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να φτάσει στο άλλο άκρο και να προωθεί μια πολιτική που να έχει στόχο την ενσωμάτωση της Τουρκίας σε περιφερειακά σχήματα. Η περιφερειακή δραστηριοποίηση της Ελλάδας ορθώς αφορά τα ευρύτερα συμφέροντα της χώρας που ξεπερνούν τα ελληνοτουρκικά. Πρέπει, παράλληλα, να δίνει ένα σταθερό μήνυμα πίεσης στην Τουρκία για τα οφέλη που έχει ο σεβασμός των σχέσεων καλής γειτονίας και του διεθνούς δικαίου. Η Τουρκία πρέπει να κάνει τις επιλογές της.
Από εκεί και πέρα Ελλάδα και Κύπρος, μαθαίνοντας από τις επιτυχίες και τα λάθη της περασμένης 20ετίας, πρέπει να χαράξουν μια νέα στρατηγική για την Ανατολική Μεσόγειο που- μεταξύ άλλων- να θέτει σαφείς προϋποθέσεις, στη διοργάνωση Συνόδου ΕΕ για την Ανατολική Μεσόγειο, παρουσία της Τουρκίας και την αποδοχή της συμμετοχής της στον Οργανισμό Φυσικού Αερίου του Καίρου. Κεντρικό ρόλο σε οποιαδήποτε τέτοια στρατηγική πρέπει να έχει η επανεκκίνηση των συνομιλιών για επίλυση του Κυπριακού στη βάση των Αποφάσεων του ΟΗΕ για διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα. Χωρίς εγγυήσεις και κατοχικά στρατεύματα. Μια θέση που όχι μόνο δεν είναι μαξιμαλιστική (όπως υποστηρίζει ο Π Ιωακειμίδης), αλλά έχει θεμελιώδη σημασία για τη δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού.
(*) Ο Βαγγέλης Καλπαδάκης είναι διπλωματικός σύμβουλος ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ήταν Διευθυντής του Διπλωματικού Γραφείου του Πρωθυπουργού 2015-19. Το κείμενο είναι απόσπασμα της ομιλίας του κατά την παρουσίαση του βιβλίου «Ελλάδα: Ορίζοντας 2030» του Παναγιώτη Ιωακειμίδη.
Αναδημοσίευση από το KREPORT