Η επίσκεψη του προέδρου της Τουρκίας στην Αθήνα έγινε σε μια θετική συγκυρία για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΤΣΙΚΑ*
Η αφορμή της συνεδρίασης του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας, με τη συμμετοχή πολλών υπουργών και από τις δύο χώρες, είναι ενδεικτική της βούλησης των δύο πλευρών να ενισχύσουν τη μεταξύ τους συνεργασία σε πολλούς τομείς.
Η ηρεμία που επικρατεί στο Αιγαίο μετά τους καταστροφικούς σεισμούς στην Τουρκία, έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση του κατάλληλου κλίματος. Επίσης το γεγονός ότι ο κ. Ερντογάν επιθυμεί να διατηρήσει ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας με τη Δύση, κυρίως με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση – για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους, συμβάλλει στην βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Επιπλέον, διαμορφώνονται κοινές απειλές για την σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή μας. Αν κοιτάξει κανείς τον χάρτη, θα δει ότι Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται στο μέσον δύο μεγάλων κρίσεων. Στο βορρά, την συνεχιζόμενη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Νότια, έχουν την στρατιωτική σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς, στη Λωρίδα της Γάζας. Αυτές οι κρίσεις έχουν συνέπειες στην οικονομία και στην ροή ενέργειας, προκαλούν προβληματισμούς για τυχόν μελλοντικά μαζικά προσφυγικά κύματα και φυσικά φόβο για τρομοκρατικά χτυπήματα.
Οι δύο κυβερνήσεις προσπαθούν να διατηρήσουν τις διμερείς σχέσεις μέσα σε έναν «προστατευτικό κλωβό». Να διαμορφώσουν μια ζώνη ειρήνης και σταθερότητας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Και να μην επιτρέψουν επιδείνωση των ελληνοτουρκικών, εξαιτίας της διαφορετικής οπτικής που έχουν οι ηγεσίες των δύο χωρών για τα παγκόσμια και περιφερειακά ζητήματα.
Η συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας δεν έγινε εν κενώ. Η συνεργασία στα θέματα «θετικής ατζέντας», όπως οικονομία, εμπόριο, περιβάλλον, μεταφορές, πολιτική προστασία, προσφυγικό/μεταναστευτικό κλπ, συζητείτο επί πολύ καιρό, ακόμα και την περίοδο της έντασης ανάμεσα στις δύο χώρες. Και γι αυτό έγινε εφικτή η υπογραφή συμφωνιών διμερούς συνεργασίας σε αρκετά από αυτά.
Οι συζητήσεις στα άλλα δύο «τραπέζια» διαλόγου που επίσης είχαν προηγηθεί, είχαν πραγματοποιηθεί σε θετική ατμόσφαιρα. Αυτές θα συνεχιστούν στην Άγκυρα τους επόμενους μήνες.
Πρώτον, ο πολιτικός διάλογος, που αποτελεί μετεξέλιξη και αναβάθμιση των παλιών διερευνητικών επαφών, ασχολείται με τον «σκληρό πυρήνα» των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Η ουσία του αφορά τις προϋποθέσεις για κοινή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, με στόχο την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) και υφαλοκρηπίδας. Αποτελεί σημαντικό κεκτημένο ότι οι δύο ηγέτες δεσμεύτηκαν ότι θα επιδιώξουν αυτόν τον στόχο με ρητή αναφορά στη Χάγη, παρά τις διαφορετικές διατυπώσεις που χρησιμοποίησαν.
Βεβαίως, η οριοθέτηση ΑΟΖ συνδέεται άρρηκτα με την ανάγκη να υπάρξει προηγουμένως συμφωνία για οριστικό καθορισμό των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο. Και στην συνέχεια, την εναρμόνιση της έκτασης του ελληνικού εναέριου χώρου με τα χωρικά ύδατα.
Δεύτερον, τα θέματα του τρίτου τραπεζιού, η θέσπιση Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), δηλαδή τρόποι διεξαγωγής των στρατιωτικών ασκήσεων των δύο χωρών στα διεθνή ύδατα και τον διεθνή εναέριο χώρο του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου με τρόπο που δεν προκαλούν εντάσεις, έχουν προχωρήσει αρκετά.
Νέα αποτίμηση για όλα αυτά θα μπορέσουν να κάνουν οι δύο ηγέτες, κατά την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Τουρκία την άνοιξη, αλλά και στη συνάντηση τους κατά τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ το πρώτο εξάμηνο του 2024.
Τέλος, υψηλού πολιτικού συμβολισμού είναι η κοινή Διακήρυξη Φιλίας και Καλής Γειτονίας, που υπογράφτηκε. Συμπυκνώνει το συνολικό πνεύμα της συνεργασίας. Περιγράφει στόχους και μέσα της προσέγγισης. Αποτελεί θεμέλιο της νέας εποχής στις διμερείς σχέσεις.
*Ο Θόδωρος Τσίκας είναι Πολιτικός Επιστήμονας-Διεθνολόγος, Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για την Ομοσπονδία της Ευρώπης – ΕΕνΟΕ