Η ομοφωνία σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ασφάλειας, άμυνας και διεύρυνσης οδηγεί σε συνεχείς προσπάθειες σύγκλισης στην ΕΕ και προστατεύει τα ζωτικά συμφέροντα των μικρών χωρών
Γράφει η Έλενα Κουντουρά, Ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία
Η συντριπτική πλειοψηφία των αποφάσεων του Συμβουλίου της Ε.Ε. για την ευρωπαϊκή νομοθεσία, σήμερα, λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία και μόλις το 20% με ομοφωνία. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ομοφωνία για μια σειρά ζητημάτων που θεωρούνται ευαίσθητα από τα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων είναι θέματα θεσμικού χαρακτήρα, οι αποφάσεις για την οικονομική πολιτική της ΕΕ, η φορολογική εναρμόνιση, η ιθαγένεια, η πολιτική διεύρυνσης, η εξωτερική πολιτική και η κοινή πολιτική άμυνας, περιλαμβανομένων και των αποφάσεων για την επιβολή κυρώσεων.
Με το επιχείρημα ότι η απαίτηση της ομοφωνίας επιβραδύνει ή και αποτρέπει την απόφαση στο Συμβούλιο, ή ακόμη και ότι η χρήση του βέτο ορισμένες φορές εργαλειοποιείται για να υπηρετούνται άλλες σκοπιμότητες, έχει ξεκινήσει στην ΕΕ μια μεγάλη συζήτηση για την μεταρρύθμιση του τρόπου που λαμβάνονται οι αποφάσεις.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε διαφορετικά ψηφίσματά του, που δεν είναι δεσμευτικά, έχει ζητήσει την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της ΕΕ και των θεσμών της και την αλλαγή του τρόπου λήψης αποφάσεων στο Συμβούλιο, ώστε να μην αδρανεί η ΕΕ σε σημαντικές και αναγκαίες συμφωνίες ή νομοθετικές προτάσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση πιέζουν και τα ισχυρότερα κράτη της Ένωσης, κυρίως η Γερμανία και η Γαλλία.
Η ειδική πλειοψηφία σημαίνει κατά βάση ότι ένα κράτος που θέλει να εμποδίσει τη λήψη απόφασης δεν θα μπορεί πλέον να επικαλεστεί το δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) που παρέχεται από τις Συνθήκες, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εμποδίσει μια απόφαση και δράση της ΕΕ που κρίνεται επιζήμια για το ίδιο.
Σαφώς σε ζητήματα, όπως ο Ευρωπαϊκός Προϋπολογισμός και οι ίδιοι πόροι, χρειάζεται μεγαλύτερη φιλοδοξία, και άρα είναι δικαιολογημένο το αίτημα για την αντικατάσταση της ομοφωνίας με την ειδική πλειοψηφία, ώστε να μην υπάρχει εργαλειοποίηση του βέτο, από ορισμένα Κράτη Μέλη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της Ουγγαρίας και της Πολωνίας που εν μέσω πανδημίας έθεσαν θέμα βέτο στον Πολυετή Προϋπολογισμό και το Ταμείο Ανάκαμψης – Next Generation EU το 2020, λόγω της σύνδεσης της εκταμίευσης των κονδυλίων του πακέτου με τον σεβασμό του Κράτους Δικαίου, θέτοντας ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια πρωτοφανή πολιτική ομηρία.
Ωστόσο, μια ενδεχόμενη αλλαγή άρσης του βέτο σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, πολιτικής ασφάλειας και άμυνας ή στην πολιτική της διεύρυνσης της Ε.Ε. μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο για ζωτικής σημασίας ζητήματα ορισμένων-κρατών μελών, όπως για την Ελλάδα και την Κύπρο.
Έχοντας διατελέσει Υπουργός της Ελλάδας, και από την τρέχουσα θητεία μου ως Ευρωβουλευτής, γνωρίζω την κατάσταση μέσα στο Συμβούλιο και τις διεργασίες που πραγματοποιούνται. Υπάρχουν κράτη, με ισχυρότερη επιρροή που επιδιώκουν τα δικά τους συμφέροντα απέναντι στο κοινό καλό. Αντίστοιχα τα μικρά κράτη έχουν ως δικλείδα ασφαλείας το δικαίωμα άσκησης βέτο.
Φανταστείτε για παράδειγμα να μην είχε η Ελλάδα το δικαίωμα σε βέτο στην πολιτική της διεύρυνσης. Δεν θα μπορούσε να ασκήσει πίεση ώστε να μπει η Κύπρος στην ΕΕ, ούτε να παρέμβει στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Αλβανίας, ώστε να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας. Σε μια πιο πρόσφατη περίπτωση, το 2020 η Κύπρος μπλόκαρε για τρεις εβδομάδες τις κυρώσεις κατά της Λευκορωσίας ζητώντας αντίστοιχες κυρώσεις και στην Τουρκία, ώστε να μην υπάρχει από την ΕΕ πολιτική δύο μέτρων και δύο σταθμών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η χρήση της ειδικής πλειοψηφίας στη λήψη αποφάσεων της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας ή της διεύρυνσης, χωρίς να διασφαλίζονται τα ζωτικά συμφέροντα των κρατών, ιδίως των μικρότερων, μπορεί να επιφέρει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που προσδοκούν οι υποστηρικτές της. Μπορεί να υπονομεύσει την ενότητα μεταξύ των κρατών-μελών και, επομένως, την ανθεκτικότητα της ΕΕ. Αντί για περισσότερη Ευρώπη μπορεί να δημιουργήσει περισσότερο ευρωσκεπτικισμό.
Αντίθετα, η απαίτηση για ομοφωνία σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ασφάλειας, άμυνας και διεύρυνσης οδηγεί σε συνεχείς προσπάθειες σύγκλισης. Διασφαλίζει ότι οι υπαρξιακές ανησυχίες των χωρών μελών δεν θα υπονομευτούν από τυχόν σκοπιμότητες της ειδικής πλειοψηφίας, των ισχυρότερων κρατών. Η ευρωπαϊκή ενότητα που δημιουργείται από αυτή τη σύγκλιση είναι επίσης η δύναμή μας, γιατί βασίζεται σε κοινές αξίες και επιπλέον λαμβάνει υπόψη και τις ευαισθησίες των κρατών της ΕΕ. Επομένως, εκεί η ομοφωνία αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για τη διατήρηση της ενότητας, ενώ διασφαλίζεται μέσα από τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή συναίνεσης, το δικαίωμα κάθε κράτους-μέλους στην προάσπιση εθνικών συμφερόντων.