To Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ διοργάνωσε εκδήλωση-συζήτηση με θέμα «Προϋπολογισμός 2024 και η συνθήκη της ελληνικής οικονομίας», την Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου.
Στην εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε στον χώρο εκδηλώσεων του ΕΝΑ, συμμετείχαν ο Θεόδωρος Μητράκος, Οικονομολόγος Τράπεζας της Ελλάδος, ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και ο Φίλιππος Σαχινίδης, πρώην υπουργός Οικονομικών. Τη συζήτηση συντόνισε η Δήμητρα Καδδά, δημοσιογράφος του insider.gr.
Στη συζήτηση αναγνωρίστηκε η μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια και η βελτίωση των ονομαστικών μεγεθών των επιμέρους δεικτών της, επισημάνθηκε όμως ότι παρά ταύτα, βρισκόμαστε συνολικά σε σημαντικά επιδεινωμένη σχέση σε σύγκριση με την περίοδο προ οικονομικής κρίσης. Κι όχι μόνο υστερούμε σε σχέση με το 2009 ακόμη, αλλά και το παραγωγικό μοντέλο της χώρας παραμένει απαράλλακτο από εκείνο της χρεοκοπίας, με τις διαρθρωτικές αδυναμίες να παραμένουν παρούσες μέχρι και σήμερα.
Ο Φίλιππος Σαχινίδης τόνισε ότι «ως προς το κρίσιμο ζήτημα της ανθεκτικότητας της οικονομίας στα χρόνια των συνεχόμενων κρίσεων διαπιστώθηκε ότι η Ελλάδα αναδείχθηκε πρωταθλήτρια στην απώλεια ΑΕΠ, θέσεων εργασίας και βιοτικού επιπέδου», σημειώνοντας ότι «η αναβάθμιση στο κατώτερο σκαλοπάτι της επενδυτικής βαθμίδας απέχει πολύ από τη θέση που είχαμε πριν από την κρίση χρέους». Συνέχισε, λέγοντας ότι «αν κάτι πρέπει να μας απασχολεί ως ανθρώπους προοδευτικούς είναι το πώς θα δουλέψουμε και το τι πρέπει να κάνουμε ώστε να έχουμε μία οικονομία πιο ανθεκτική πιο δυναμική και πιο συμπεριληπτική». Τόνισε ότι είναι «δύσκολο να ξεφύγουμε από τη σημερινή θέση με έναν μέτριο ετήσιο μέσο ρυθμό μεγέθυνσης ώστε να καταφέρουμε να συγκλίνουμε με την Ευρώπη».
Ταυτόχρονα, έθεσε το ζήτημα της συμπεριληπτικότητας στα επόμενα βήματα (πράσινης και ψηφιακής) μετάβασης της ελληνικής οικονομίας. «Το να ενδιαφερθούμε για όλους αυτούς που έχασαν από τις κρίσεις και για όσους κατά τη διάρκεια της μετάβασης θα χάσουν και θα χρειαστούν στήριξη, είναι αναγκαία προϋπόθεση για να διασφαλίσουμε την αναγκαία οικονομική, κοινωνική και πολιτική σταθερότητα» ανέφερε και πρόσθεσε ότι με το σημείο αυτό συνδέεται το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων. «Πρέπει να έχουμε το πρόσημο “προοδευτική” μπροστά από τη λέξη “μεταρρύθμιση”. “Προοδευτική μεταρρύθμιση” σημαίνει πολιτικές οι οποίες διασφαλίζουν ότι ο νέος πλούτος και τα νέα εισοδήματα που παράγονται αφορούν όλους τους ανθρώπους στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από το μέρος που κατοικούν, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους προέλευση» συμπλήρωσε.
Ο Φ. Σαχινίδης τόνισε ότι δεν είναι σίγουρος αν οι πόροι που μας δόθηκαν από την ΕΕ θα οδηγηθούν προς εκείνα τα επενδυτικά σχέδια που θα καταστήσουν δίκαιη και αποτελεσματική την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. «Για το κάθε ένα ευρώ του κάθε Έλληνα φορολογούμενου θα πρέπει να διασφαλίζεται η μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Αυτή είναι η υποχρέωση κάθε προοδευτικού ανθρώπου: Να διασφαλίζει ότι θα έχει πόρους, κατανέμοντας δίκαια τα φορολογικά βάρη και όταν προσανατολίζει αυτούς τους πόρους, να τους στρέφει προς κατευθύνσεις που θα διασφαλίζουν το καλύτερο αποτέλεσμα για το σύνολο των Ελλήνων πολιτών και όχι μόνο για μερικούς» κατέληξε.
Για το παραγωγικό πρότυπο τόνισε ότι αν η αναδιάρθρωσή του αφεθεί αποκλειστικά στις δυνάμεις της αγοράς πώς θα αποφύγουμε μια επανάληψη των όσων ζήσαμε στη δεκαετία του 2000, όταν το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2007-08 έφτασε το 15% του ΑΕΠ, ενώ υπογράμμισε την αναγκαιότητα συμμετοχής της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή συζήτηση για τη βιομηχανική πολιτική, ώστε να διαμορφωθεί μία αντίστοιχη εθνική στρατηγική.
Ο Θεόδωρος Μητράκος, στην εισήγησή του επισήμανε ότι παρά το ότι «πράγματι τα τελευταία χρόνια έχουμε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης ως χώρα, από το μέσο όρο της ΕΕ, ωστόσο φαίνεται ότι παραμένουν σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα και εγγενείς αδυναμίες που δυσχεραίνουν τη βιωσιμότητα των ρυθμών αυτών» επιπλέον όπως επεσήμανε «έχουμε να διανύσουμε πολύ μεγάλη απόσταση ώστε να πετύχουμε τη σύγκλιση με τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ». Όπως εξήγησε «στα μέσα της δεκαετίας του 2000 η Ελλάδα ξεπερνούσε το 90% του ευρωπαϊκού μέσου όρου στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, στην κρίση φτάσαμε μόλις στο 60% και τώρα βρισκόμαστε περίπου στο 68%. Το βασικό ερώτημα είναι, αν θα έχουμε μία βιώσιμη ανάπτυξη η οποία θα καλύψει αυτήν την πολύ μεγάλη απόσταση».
Όπως ανέφερε «η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας με βασική κινητήρια δύναμη την αυξημένη καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών δεν φαίνεται να είναι διατηρήσιμη για μεγάλο διάστημα». Πράγματι όπως εξήγησε «ο δυναμισμός της ιδιωτικής κατανάλωσης τα τελευταία έτη στηρίχθηκε σε έκτακτους παράγοντες (ως αντίδραση στη συμπιεσμένη ζήτηση στην περίοδο της πανδημίας), και επιπλέον χρηματοδοτήθηκε από τη δημιουργία πρωτογενών ελλειμμάτων (6,7% το 2020 και 4,7% το 2021) που διευκολύνθηκε από την ενεργοποίηση της ρύτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης». Όπως επεσήμανε «στα πλαίσια των δημοσιονομικών υποχρεώσεων μας στην ΕΕ, όλα αυτά είναι πλέον παρελθόν».
Αναφέρθηκε επίσης στα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες (σ.σ. την Τετάρτη) η ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ το γ’ τρίμηνο του 2023, επισημαίνοντας «την αναθεώρηση προς τα κάτω της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών κατά 1 περίπου δισεκατομμύριο ευρώ για το πρώτο εξάμηνο του 2023». Και ανέφερε ότι «στα τρία πρώτα τρίμηνα του 2023 ο ρυθμός αύξησης της κατανάλωσης ήταν μόλις 1,1%, 1,7% και 0,9%». Κατά συνέπεια «ένας βασικός παράγοντας δημιουργίας του ΑΕΠ, φαίνεται να περιορίζεται σημαντικά, και συνεπώς να καθίσταται περισσότερο δύσκολο η διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης τα επόμενα τρίμηνα.
Ο Θ. Μητράκος, παρέθεσε τρεις ακόμα μεγάλες διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας: α) Η μονομέρεια της τουριστικής δραστηριότητας. «Ένας κλάδος που είναι ιδιαίτερα ευάλωτος ως δραστηριότητα σε οποιεσδήποτε διεθνείς αναταράξεις και φυσικές καταστροφές, και που έχει πλέον σημαντικές ενδείξεις υπερεκμετάλλευσης» όπως ανέφερε. β) Η μεγάλη εξάρτηση της οικονομίας από τις εισαγωγές. «Για κάθε μία μονάδα επένδυσης, το 40% χρειάζεται να είναι εισαγόμενο. Έχουμε ένα μοντέλο ανάπτυξης που είναι συνδεδεμένο με τη δημιουργία ελλειμμάτων (21,2 δίς ή 10,3% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2022)» σημείωσε χαρακτηριστικά. γ) Το επενδυτικό κενό. «Οι επενδύσεις ήταν πριν από την κρίση περίπου 20% του ΑΕΠ, πέσαμε στο 10% και τώρα βρισκόμαστε στο 14% ενώ στην ΕΕ είναι περίπου στο 22%. Πέρα από την ποιότητα των επενδύσεων που έχει πολύ μεγάλη σημασία -με το 40% να αντιστοιχεί σε ακίνητα και real estate- έχουμε ένα πάρα πολύ μεγάλο επενδυτικό κενό που πρέπει να καλύψουμε για να μπορέσουμε να στηρίξουμε την ανάπτυξη των επόμενων ετών» τόνισε.
Πρόσθεσε ακόμη ότι ολοένα και περισσότερα τμήματα του πληθυσμού (νέοι, μεσαία τάξη) βρίσκονται εκτός αγοράς ακινήτων σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι «την τελευταία τετραετία, ο λόγος “αξία ακινήτου/διαθέσιμο εισόδημα” έχει αυξηθεί κατά 25%». Δυσανάλογα «εξαιρετικά υψηλές τιμές καταγράφουν όλοι οι δείκτες που σχετίζονται με το κόστος στέγασης των ελληνικών νοικοκυριών» το οποίο είναι δυσανάλογα υψηλότερο από όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ.
Τέλος, ο Θ. Μητράκος επεσήμανε την «ανάγκη ενίσχυσης των κοινωνικών δαπανών στο πλαίσιο των δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού, και κυρίως των κοινωνικών επιδομάτων». Τόνισε ακόμα ότι «το πρόβλημα της αποτελεσματικής στόχευσης των κοινωνικών επιδομάτων προς τους πραγματικούς δικαιούχους παραμένει σημαντικό για την χώρα μας» καθώς «τα κοινωνικά επιδόματα στην Ελλάδα καταφέρνουν να μειώσουν τον κίνδυνο φτώχειας μόνο κατά 4,8 ποσοστιαίες μονάδες, έναντι 9,6 μονάδες για τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ».
Ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης επισήμανε ότι «αναμφίβολα η ύφεση στην Ελλάδα εδώ και χρόνια έχει τελειώσει και σταδιακά τα οικονομικά μεγέθη μεγεθύνονται. Αν όμως δούμε τη σημερινή κατάστασή μας, στα θεμελιώδη μεγέθη (ΑΕΠ, μισθοί, ανεργία – απασχόληση) βρισκόμαστε σε χειρότερη θέση από εκείνη που είχαμε πριν από την κρίση» και υπογράμμισε ότι «το ζητούμενο είναι η Ελλάδα να αποκαταστήσει τις ζημιές και τις απώλειες της κρίσης, δεν πρέπει να το υποτιμούμε». Τόνισε ότι «αυτό που άλλαξε στην ελληνική οικονομία ήταν κυρίως τα δημόσια οικονομικά της. Το παραγωγικό μοντέλο δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα, λίγο-πολύ έχει την ίδια σύνθεση, την ίδια κατανομή σε κλάδους και απασχόληση».
Σχετικά με τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, μίλησε για το ζήτημα της παραγωγικότητας, χαρακτηρίζοντάς το ως θεμελιώδες. «Η εικόνα της ελληνικής οικονομίας εδώ είναι απογοητευτική, αν μετρήσουμε την παραγωγικότητα ως προστιθέμενη αξία ανά απασχολούμενο, είμαστε κάτω από το μισό του μέσου όρου της ΕΕ. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, το 2021, ο μέσος όρος στην ΕΕ ήταν γύρω στις 60.000 ετησίως, στην Ελλάδα ήταν στις 23.000 ευρώ, καταλαβαίνουμε γιατί χάσμα μιλάμε και γιατί είναι δύσκολη η σύγκλιση» ανέφερε. Και έκανε λόγο για «διαχρονική υστέρηση της Ελλάδας σε όρους παραγωγικότητας εργασίας» που εξηγεί την υστέρηση των μισθών στη χώρα και στις διαφορές σε σχέση με την Ευρώπη.
Αναφερόμενος στον πληθωρισμό τόνισε ότι έχει λειτουργήσει ιδιαίτερα ευνοϊκά για τα δημόσια οικονομικά, αφού «συνέβαλε σε μία εντυπωσιακή αύξηση των εσόδων και είναι βασική αιτία της δημοσιονομικής βελτίωσης» ενώ επιπρόσθετα συνέβαλε στη μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Όμως, ταυτόχρονα, υπογράμμισε ότι ο πληθωρισμός «έχει επιβαρύνει ιδίως τους μισθωτούς και την αγοραστική δύναμή τους» καθώς και ότι η ευεργετική του επίδραση στα δημόσια οικονομικά δεν θα διατηρηθεί για καιρό.
Τέλος, μεταξύ άλλων, επισήμανε ότι η Ελλάδα «δεν έχει καλή παράδοση στη διαχείριση και στην παραγωγική αξιοποίηση πόρων όπως του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης» ελπίζοντας να κινηθεί η χώρα προς την αντίθετη κατεύθυνση στο άμεσο μέλλον.
Εικόνες από την εκδήλωση: