Τον Μάιο του 1932, το υπερωκεάνιο «Ζορζ Φιλιππάρ», κορωνίδα της γαλλικής ναυσιπλοΐας, βυθίζεται μετά από πυρκαγιά στις ηλεκτρικές του εγκαταστάσεις στα ανοικτά του Περσικού Κόλπου, θυμίζοντας το ναυάγιο του «Τιτανικού».
Το καράβι θεωρείται, όπως και μια εικοσαετία νωρίτερα ο «Τιτανικός», αβύθιστο λόγω των υψηλών τεχνικών προδιαγραφών του. Επιστρέφει από την παρθενική του κρουαζιέρα στην Ιαπωνία. Πενήντα σχεδόν επιβάτες χάνουν τη ζωή τους και ανάμεσά τους βρίσκεται ο διάσημος ρεπόρτερ Αλμπέρ Λοντρ. Αυτή είναι η ιστορία την οποία ξεδιπλώνει ο κατ’ επανάληψη μεταφρασμένος στα ελληνικά μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος Πιέρ Ασουλίν στο μυθιστόρημά του «Το υπερωκεάνιο», που μόλις κυκλοφόρησε σε εξαιρετική μετάφραση της Μαριάνθης Πάσχου από τις εκδόσεις Πόλις. Ο Λοντρ ρίχνει τη σκιά του στο βιβλίο του Ασουλίν (έχει ασχοληθεί ως βιογράφος μαζί του), αλλά την πρωταγωνιστικό ρόλο εδώ αναλαμβάνει ο μυθιστορηματικός Ζακ Μαρί Μποέρ, βιβλιοπώλης σπάνιων εκδόσεων και συλλέκτης.
Στο ταξίδι από τη Μασσαλία προς την Ιαπωνία το πλοίο προαναγγέλλει την επερχόμενη καταστροφή με διάφορες ηλεκτρικές βλάβες, αλλά οι επιβάτες γελούν με τα ατυχή περιστατικά, μολονότι συζητούν συνεχώς για το ναυάγιο του «Τιτανικού» και για άλλα μεγάλα ναυάγια του καιρού. Ο χαμός του «Ζορζ Φιλιππάρ» θα απασχολήσει σε πλάτος και σε βάθος τον διεθνή προπολεμικό Τύπο και θεωρίες συνομωσίας θα εξαπλωθούν προς πάσα κατεύθυνση, μαζί με εκτεταμένες δημοσιογραφικές, έρευνες, αλλά ο Ασουλίν περιορίζεται στο ταξίδι και στο ναυάγιο για δύο λόγους. Πρώτο, επειδή θέλει να μιλήσει για τον χώρο της πρώτης θέσης, απ’ όπου ξεκίνησε η φωτιά, και απ’ όπου προήλθαν τα περισσότερα θύματα, προκαλώντας ποικίλους πολιτικοκοινωνικούς συνειρμούς, και δεύτερο επειδή επιδιώκει να απεικονίσει το ταξίδι και το ναυάγιο ως ένα είδος άλλης προεξαγγελίας – της καταστροφής που θα επέλθει στην Ευρώπη με την άνοδο του ναζισμού και με το τέλος μιας ολόκληρης εποχής προσδοκιών, ελπίδων και ψευδών υποσχέσεων.
Σε τι αρέσκονται οι επιβάτες του υπερωκεανίου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού; Μα, σε ευχάριστες ανοησίες, σε ανάλαφρες, σπουδαιοφανείς συνομιλίες, σε ερεθιστικά κουτσομπολιά, σε γλυκανάλατες φλυαρίες και σε έντονους πολιτικούς καβγάδες. Η φιγούρα του μοναχικού βιβλιοπώλη προσφέρει στον συγγραφέα το ιδανικό φίλτρο για τους συγγραφικούς σκοπούς του: αντισυμβατικός, μανιώδης αναγνώστης και αποστασιοποιημένος από όλους και απ’ όλα (με την εξαίρεση της μαγικά γοητευτικής Αναΐς Μοντέ-Ντελακούρ) παρουσιάζει τον ματαιόδοξο πληθυσμό της πρώτης θέσης (ατίθασες νεαρές, επηρμένους επιχειρηματίες, ασφαλιστές και καλλιτέχνες), που πολυλογούν για τη φήμη του Χίτλερ ή για την ιδεολογία και τις πρακτικές των Ναζί χωρίς να μπορούν να συνειδητοποιήσουν ούτε το μέγεθος του γερμανικού κινδύνου για την Ευρώπη ούτε τα ανυψωμένα ταξικά τείχη εντός των οποίων έχουν κλειστεί (η χωροταξία του υπερωκεανίου δίνει με ανάγλυφο τρόπο τον αποκλεισμένο και αποκλειστικό κόσμο τους). Ο Ασουλίν κατορθώνει, πέραν αυτών, να αποτυπώσει πολύ ζωηρά και πειστικά την απομονωμένη ζωή της θάλασσας (σημείο ανακουφιστικής απόδρασης αλλά και νοσταλγικής, νοερής επιστροφής στα πατρώα), την ποίηση του μεγάλου διάπλου προς έναν ξεχωριστό προορισμό, όπως και τη φρίκη (αυτά τα δύο πηγαίνουν αλληλένδετα) ή τον ζόφο της οδύνης του ναυαγίου.
Θα πρέπει επίσης να υπογραμμιστούν τα δεξιοτεχνικά πορτρέτα κοινωνικών τύπων και μυθιστορηματικών χαρακτήρων, η συναρπαστική κινητικότητα των επιβατών στο καράβι, η αίσθηση της ακινησίας μέσα στη διαρκή κίνηση και η εκδήλωση της ανησυχαστικής μοναξιάς απέναντι στο απέραντο των οριζόντων προς τους οποίους ταξιδεύει ένα πλοίο που του μέλλεται σύντομα να ναυαγήσει και να αφανιστεί από τη επιφάνεια του πλανήτη – μαζί και η Ευρώπη που κουβαλά βαριά στο σκαρί του την ώρα ακριβώς κατά την οποία ετοιμάζεται να πέσει στα μαύρα νερά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου χωρίς καμία προοπτική διάσωσης ή διαφυγής.