*Του Ανδρέα Δενεζάκη –
Συμπληρώνονται 80 χρόνια από την ημέρα εκείνη που μια ολόκληρη πόλη, τα Καλάβρυτα, βίωσαν τη βαναυσότητα και τη κτηνωδία του φασισμού, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα που γνώρισε η ανθρωπότητα, το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων.
Δευτέρα, 13 Δεκέμβρη του 1943. Η καμπάνα της Μητρόπολης Καλαβρύτων άρχισε να χτυπά από τα ξημερώματα. Σε λίγο ήρθε η διαταγή να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι της πόλης στο Δημοτικό Σχολείο, έχοντας μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα για μια μέρα. Πάνω από 1.750 άνθρωποι, 350 οικογένειες. Νέοι, γέροι, γυναίκες και παιδιά συγκεντρώθηκαν, ανήσυχοι, στο Σχολείο. Οι Γερμανοί και οι γερμανοντυμένοι συνεργάτες τους, «Ελληνες» των Ταγμάτων Ασφαλείας, προσπάθησαν να καθησυχάσουν τον κόσμο. Ό,τι είχαν να κάνουν στα Καλάβρυτα, το είχαν κάνει τις προηγούμενες μέρες. Είχαν πάρει στα χέρια τους κατάλογους με τα ονόματα των ανταρτών και των οικογενειών τους, είχαν κάψει και γκρεμίσει τα σπίτια τους, μια και δεν τους βρήκαν εκεί. Το ξενοδοχείο «Χελμός», που το είχαν χρησιμοποιήσει σαν νοσοκομείο οι αντάρτες, καταστράφηκε ολοσχερώς με πυρκαγιά.
Ο Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Χρ. Παπανδρέου, ο Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος, ο γυμνασιάρχης Αντώνης Οικονόμου, ο καθηγητής γυμνασίου Α. Δημόπουλος, ο επιθεωρητής των δημοτικών σχολείων Θεόδωρος Παπαβασιλείου, ο οποίος γνώριζε γερμανικά, ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας Μήτσος Σαμψαρέλος, και τόσοι άλλοι επιφανείς πολίτες, είχαν συνεργαστεί μαζί τους σε ότι τους ζήτησαν. Το μόνο που έμενε ήταν μια ομιλία σε όλους τους άνδρες, ξεχωριστά, από τους Γερμανούς ώστε να παραμείνουν φιλήσυχοι, νομοταγείς και να μην βοηθούν τους αντάρτες.
Το χρονικό
Γύρω στις 9 το πρωί χώρισαν τα γυναικόπαιδα από τους άνδρες πάνω των 14 και έως 65 ετών. Κλείδωσαν τα γυναικόπαιδα, μερικούς ανάπηρους και λίγους υπερήλικες άνδρες[1] στο διώροφο Δημοτικό Σχολείο, εκεί που σήμερα στεγάζεται το Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος, και οδήγησαν τον υπόλοιπο ανδρικό πληθυσμό λίγο έξω από την πόλη, σε έναν μικρό λόφο, στο χωράφι του δάσκαλου Καπή. Τους έβαλαν στη μέση και έστησαν γύρω – γύρω πολυβόλα. Την ίδια ώρα άλλα τμήματα Γερμανών στρατιωτών και ταγματασφαλιτών άρχισαν να λεηλατούν και να καταστρέφουν την πόλη. Το μεσημέρι, στις 2:34 (το ιστορικό ρολόι της εκκλησίας της πόλης μένει σταματημένο μέχρι σήμερα), μια φωτοβολίδα που έπεσε από την πόλη έδωσε το σύνθημα. Η διαταγή δίνεται από τον επικεφαλής του αποσπάσματος Γερμανό λοχία Τένερ και οι τριανταπέντε Γερμανοί στρατιώτες που χειρίζονταν τα πολυβόλα άρχισαν να ξερνούν το θάνατο. Οι άτυχοι άντρες πέφτουν νεκροί ο ένας μετά τον άλλο. Εκατοντάδες νεκρά κορμιά σχηματίζουν έναν μεγάλο σωρό. Οι φονιάδες τελειώνουν το έργο τους με χαριστικές βολές σε ότι κινείται, ότι βογγάει ακόμα, στο ματωμένο κουβάρι. Πάνω από 650 οι νεκροί. Ορφάνεψε η πόλη. Κατάφεραν να σωθούν μόνο 13 άτομα που σκεπάστηκαν από τους νεκρούς συμπολίτες τους και θεωρήθηκαν νεκροί από τους ναζί. Σώθηκαν επίσης όσοι άκουσαν το κάλεσμα του ΕΛΑΣ και έφυγαν από τα Καλάβρυτα όταν έφτασαν οι Γερμανοί καθώς και όσοι κατάφεραν να δραπετεύσουν κατά την περίοδο της παραμονής των Γερμανών στη πόλη τις προηγούμενες μέρες.
«Μέσα από τις φλόγες και τους καπνούς φτάσαμε σπίτι. Όλα στάχτη. Η αδελφή μας η Δήμητρα έτρεξε στην Εκτέλεση. Βρήκε σκοτωμένους τον πατέρα μας και τον αδελφό μας. Νύχτωνε όμως και γύρισε. Το βράδυ μείναμε δίπλα από το καμένο γυμνάσιο, σε μια αποθήκη. Την άλλη μέρα ανέβηκε η μάνα μας στην Εκτέλεση. Από κοντά και μείς. Δεν φεύγαμε από τη μάνα. Τι να δούμε; Εικόνες φρίκης. Ο αδελφός μας είχε δεχτεί χαριστική βολή. Του πατέρα μας του είχε φύγει το μισό κεφάλι, τα μυαλά του είχαν πέσει κάτω στο χώμα. Τότε η μητέρα μας πήρε μια πετσέτα που είχε μαζί του ο πατέρας μας, την ξετύλιξε και του ’δεσε το κεφάλι μ’ αυτήν. Σκηνές απερίγραπτες εκτυλισσόταν εκεί πάνω. Υστερα άρχισε το δύσκολο έργο της μεταφοράς των νεκρών, με τις κουβέρτες, στο νεκροταφείο. Οι γυναίκες αλληλοβοηθούνταν. Δεν είχαν άλλη επιλογή. Ησαν μόνες. Επρεπε μετά να τους θάψουν. Με τι; Δεν υπήρχε ούτε ξυνάρι, ούτε σκεπάρνι, ούτε φτυάρι. Μόνο με τα χέρια μας και αραιά και που κανένα σιδηρικό. Σε ρηχούς τάφους τους θάβαμε και τους σκεπάζαμε περισσότερο με πέτρες, αν βρίσκαμε. Και πήγαιναν τα σκυλιά τη νύχτα και τους ξέθαβαν. Αυτό το έργο κράτησε μέρες.
Από εκεί και ύστερα άρχισε ο Γολγοθάς μας. Δεν είχαμε τίποτα. Ούτε κεραμίδι να βάλουμε από κάτω το κεφάλι μας. Απελπισία και απόγνωση. ‘‘Ελάτε εδώ παιδιά μου, μας λέει μια μέρα η μητέρα μας. Εκείνοι σκοτωθήκανε, πεθάνανε, εμείς πρέπει να ζήσουμε. Θα πάρουμε το ραβδί στο χέρι και θα κάνουμε ότι μπορούμε’’. Ετσι έγινε. Ηρθαν από τα χωριά και μας φέρανε τρόφιμα και ρούχα. Μετά αρχίσανε και οι διανομές με βοήθεια από άλλα μέρη και ζήσαμε σιγά-σιγά…»[2]
Χαροκαμένες μάνες και κόρες, χήρες και αδελφές έμειναν να κλάψουν και να θάψουν τους νεκρούς τους και αγωνίστηκαν να μαζέψουν όσο κουράγιο τους απόμενε να συνεχίσουν να ζουν για να κρατήσουν τα Καλάβρυτα ζωντανά.
«Οι Ούννοι κολυμπάν στο αίμα»
Στις 24 Δεκέμβρη του 1943, σε μία έκτακτη έκδοσή του, ο «Ριζοσπάστης», κάτω από τον τίτλο: «Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ» και υπέρτιτλο – ΟΙ ΟΥΝΝΟΙ ΚΟΛΥΜΠΑΝ ΣΤΟ ΑΙΜΑ», έγραφε:
«Στα Καλάβρυτα ξετυλίχτηκε μια φρικαλέα πράξη απ’ την πιο φοβερή τραγωδία που έζησε η Ελλάδα και ολόκληρη η Ευρώπη. Ορδές των Ούννων έκαναν επιδρομή και μπήκαν στα Καλάβρυτα που ο πληθυσμός είχε αδειάσει και αποσύρθηκε ολόκληρος στα βουνά. Οι άνανδροι Ούννοι, βαρβαρότεροι και απ’ τις άγριες φυλές της ζούγκλας, κάλεσαν τον πληθυσμό να ξαναγυρίσει στα Καλάβρυτα με την υπόσχεση ότι δεν είχε να πειραχτεί κανένας. Ο πληθυσμός ξαναγύρισε και τότε οι Ούννοι, οι προστάτες των Ράλληδων Ντερτιλήδων, ρίχτηκαν στην εξόντωση των αθώων και ανυπεράσπιστων ανθρώπων. Εκλεισαν όλα τα γυναικόπαιδα σε ένα σχολείο και έβαλαν φωτιά. Τυλιγμένες απ’ τις φλόγες οι γυναίκες πάλεβαν να σπάσουν τις πόρτες, ενώ έριχναν τα παιδιά όξω απ’ τα παράθυρα για να σωθούν. Εσπασαν τις πόρτες και μισοκαμένος και ξετρελαμένος αυτός ο κόσμος ρίχτηκε στους δρόμους οπότε αντιμετώπισε άλλο φρικτό θέαμα. Οι Ούννοι είχαν συγκεντρώσει σε μια διπλανή πλαγιά τον άρρενα πληθυσμό από δεκάξι χρονών και πάνου και τον θέριζαν με πολυβόλα. Σκότωσαν πάνου από οχτακόσιους ανθρώπους και κάμποσες γυναίκες που με θρήνους και οδυρμούς έτρεξαν να περιμαζέψουν τα πτώματα που είταν βουτηγμένα σε βούρκο αίματος. Οι Ούννοι απόκλεισαν τα Καλάβρυτα και απαγόρεψαν και στον Ερυθρό Σταυρό να επικοινωνήσει και να στείλει οποιαδήποτε βοήθεια στα τραγικά θύματα.
ΡΗΜΑΞΑΝ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΛΑΥΡΑ
Οι Ούννοι, αυτές οι ύαινες που γρυλίζουν για πολιτισμό και για θρησκεία, έκαναν επιδρομή και στο ιστορικό μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Λεηλάτησαν αυτό το εθνικό μνημείο και σκότωσαν όλους τους καλόγερους γκρεμίζοντάς τους στους βράχους…».
Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» – (Unternehmen Kalawrita)
Πριν από το φρικαλέο έγκλημα που έκαναν οι φασίστες στα Καλάβρυτα, είχαν προηγηθεί σημαντικά γεγονότα. Στις 8 Σεπτέμβρη του 1943 η ιταλική κυβέρνηση παρέδωσε άνευ όρων τις στρατιωτικές της δυνάμεις στους συμμάχους. Η ιταλική συνθηκολόγηση υποχρέωσε τη Γερμανία να αναλάβει τον πλήρη έλεγχο των κατεχόμενων χωρών όπου μέχρι εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν και ιταλικά στρατεύματα. Αυτό ακριβώς έγινε και στην Ελλάδα. Ειδικά για την Ελλάδα, πέρα από την αντικατάσταση των ιταλικών δυνάμεων κατοχής με γερμανικές, οι Ναζί πήραν επιπλέον μέτρα, τα οποία οφείλονταν στους φόβους τους ότι μετά τη συμμαχική απόβαση στην Ιταλία θα ακολουθούσε απόβαση και στην Ελλάδα κατά μήκος των ακτών προς το Ιόνιο, συμπεριλαμβανομένης και της Πελοποννήσου.
Οι Βρετανοί ξεκινούν αμέσως επιχειρήσεις, ελπίζοντας και σε βοήθεια από τους Ιταλούς, για να καταλάβουν τα Δωδεκάνησα. Στις 15 Σεπτέμβρη καταλαμβάνουν την Κω και στις 17 τη Λέρο. Ακολούθησαν σφοδρές μάχες με τους Γερμανούς να περνούν σε επίθεση. Στις 3 Οκτώβρη του 1943 οι Γερμανοί παίρνουν την Κω και στις 16 Νοέμβρη ανακαταλαμβάνουν τη Λέρο. Μέχρι τις 20 Νοέμβρη ελέγχουν όλο το Αιγαίο.
Οι Γερμανοί πλέον περιμένουν απόβαση των Συμμάχων στη Πελοπόννησο. Μια διαταγή του Χίτλερ – που διαβίβασε, στις 6 Οκτώβρη του 1943, ο στρατάρχης Κάιτελ προς τον στρατάρχη Μαξιμίλιαν φον Βάικς, στρατιωτικό διοικητή της Νοτιανατολικής Ευρώπης – αναφέρει χωρίς περιστροφές πως σε περίπτωση απόβασης συμμαχικών δυνάμεων στην Ελλάδα τα γερμανικά στρατεύματα θα πρέπει να καταστρέψουν τα πάντα, νότια της γραμμής Κερκύρας – Μετσόβου – Ολύμπου.
Στόχος η Εθνική Αντίσταση – Νίκη του ΕΛΑΣ
Πριν όμως φτάσουν σ’ αυτό το σημείο, οι ναζί όφειλαν να ξεμπερδεύουν με την Εθνική Αντίσταση, χτυπώντας αλύπητα όχι μόνο τους αντάρτες, αλλά και όσους τους υπέθαλπαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δηλαδή τα χωριά, τις πόλεις και τις κωμοπόλεις, όπου υπήρχαν πολιτικές οργανώσεις Εθνικής Αντίστασης κι όπου συχνά οι αντάρτικες δυνάμεις έβρισκαν καταφύγιο, τροφή και κάθε είδους υποστήριξη.
Μια έκθεση της 117ης γερμανικής Μεραρχίας Κυνηγών (Καταδρομών), γραμμένη στα τέλη Νοέμβρη του 1943 αναφέρεται στην κατάσταση που ήδη έχει διαμορφωθεί στην Πελοπόννησο, σημειώνοντας ανάμεσα σε άλλα: «Ολόκληρη η Πελοπόννησος πρέπει να θεωρείται σήμερα συμμορίτικη περιοχή. Οι διαρκείς επιθέσεις δείχνουν ότι κι εκεί όπου υπάρχουν συγκεντρωμένα γερμανικά στρατεύματα, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ειρηνοποίηση της χώρας. Η ορεινή ενδοχώρα είναι υπό την πλήρη κυριαρχία των συμμοριών. Εκεί αυτές αποτελούν κράτος εν κράτει κι ασκούν απεριόριστα την κομμουνιστική κυβερνητική εξουσία τους…». Ακριβώς στο πλαίσιο αυτών των στρατιωτικών υπολογισμών σχεδιάζεται και η «επιχείρηση Καλάβρυτα», η οποία θεωρείται αναγκαία για τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής που υπολόγιζαν πως στην ευρύτερη περιοχή Καλαβρύτων βρίσκονταν περί τις 5.000 αντάρτες, η ισχυρότερη δηλαδή αντάρτικη δύναμη σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο.
Στις 15 Οκτώβρη ένας λόχος μιας μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών με 105 άνδρες αναλαμβάνει αναγνωριστική επιχείρηση στην περιοχή. Το πρωί της 16ης κινητοποιείται ο ΕΛΑΣ των χωριών και συγκεντρώνονται διάφορες ομάδες του Β΄ Τάγματος Αιγιαλείας – Καλαβρύτων του ΕΛΑΣ. Οι Γερμανοί είχαν παγιδευτεί. Οι δυνάμεις των ανταρτών τους κύκλωσαν στα υψώματα ανάμεσα στους Ρωγούς και την Κερπινή. Η μάχη κράτησε ως αργά το απόγευμα. Ο ΕΛΑΣ έπιασε 66 αιχμαλώτους τους οποίους οδήγησε στα Καλάβρυτα , 10 Γερμανοί διέφυγαν και οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν.
Εκστρατεία «αντιποίνων»
Η διαταγή για την «επιχείρηση Καλάβρυτα» («Unternehmen Kalawrita») δόθηκε από τον Χίτλερ και τον στρατάρχη Κάιτελ στις 29/10/1943. Η εκτέλεση της επιχείρησης ανατέθηκε στον διοικητή της 117ης Μεραρχίας, αντιστράτηγο Καρλ φον Λε Σουίρ. Ο τελευταίος αφού συγκέντρωσε τις στρατιωτικές δυνάμεις που του ήταν απαραίτητες, στις 25/11/1943, εξέδωσε την υπ’ αριθ. 1296 διαταγή προς τις μονάδες που θα έπαιρναν μέρος στην επιχείρηση.
Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 4 Δεκέμβρη 1943. Οι δυνάμεις των Γερμανών που πήραν μέρος ξεκίνησαν από την Πάτρα, το Αίγιο, την Τρίπολη, τον Πύργο Ηλείας και από την περιοχή της Κορινθίας.
Στο διάβα τους τα ναζιστικά στρατεύματα σκορπούσαν το θάνατο. Καίγανε και δολοφονούσαν, αφήνοντας πίσω τους την καταστροφή και την ερήμωση σε κάθε χωριό της περιοχής των Καλαβρύτων από το οποίο έτυχε να περάσουν. Ο αριθμός των θυμάτων τους ξεπερνά τα 1.100 άτομα. Στο χωριό Αιγείρα εκτέλεσαν 5 πατριώτες, στην Ανω Ζαχλωρού 12, στα Κλειτωριά και Χανιού 19, στο Σκεπαστό 16, στη Βρώσταινα 7, στα Ζαχλωρίτικα 14, στην Κερπινή 45, στους Ρωγούς 63, στη Ροδοδάφνη 3, στην Ακράτα 14, στην Κροκόβη 4, στη Μαμουσιά 5, Βλασία 9, Βραχνί 8, Πλανητέρου 6, Ακράτα 14 κλπ. Στις 8 Δεκεμβρίου του 1943 γερμανικές δυνάμεις έφτασαν στην ιστορική μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Εκεί συνέλαβαν όλους του μοναχούς και μερικούς λαϊκούς, συνολικά 19 άτομα, κι αφού τους μετέφεραν σε μικρή απόσταση από τη μονή, τους δολοφόνησαν πετώντας τους σε γκρεμό. Μετά από λίγες ημέρες επέστρεψαν στη μονή και την καταλήστευσαν ενώ έβαλαν φωτιά στο ιερό και στον ξενώνα.
Την Πέμπτη 9 Δεκέμβρη του 1943 τα γερμανικά στρατεύματα, πλαισιωμένα από γερμανοντυμένους Ελληνες των Ταγμάτων Ασφαλείας, μπήκαν πάνοπλα στα Καλάβρυτα.
«Είστε όλοι παρτιζάνοι!»
Οι κάτοικοι δημιουργούν βιαστικά μια επιτροπή επισήμων για την υποδοχή τους. Ο επιθεωρητής των Δημοτικών Σχολείων Θ. Παπαβασιλείου, που ήξερε γερμανικά, τους δήλωσε πως ο λαός των Καλαβρύτων ήταν φιλήσυχος, φιλειρηνικός και νομοταγής, αλλά και «ευτυχής», που δεχόταν ξανά στην πόλη του το γερμανικό στρατό.
Ο Γερμανός διοικητής θέλησε να καθησυχάσει τους φοβισμένους κατοίκους: «Οι κάτοικοι – είπε – δεν πρέπει να φοβούνται. Να ησυχάστε πρώτα εσείς και να βοηθήσετε κι εμάς να ησυχάσουμε. Να παραδώσετε, αν έχετε, όπλα και πολεμικό υλικό. Εμείς καταδιώκουμε μόνο αντάρτες. Εσείς, εφόσον είσθε φιλήσυχοι και φιλόνομοι, δεν πρέπει να φοβάσθε. Επειδή βγαίνουν περίπολα δεν πρέπει να κυκλοφορείτε πέραν της 16.00 ώρας. Από την πόλη επίσης δε θα βγείτε, διότι, όποιος επιχειρήσει κάτι τέτοιο, θα θεωρηθεί ως αντάρτης και αμέσως θα θανατώνεται. Να μας υποδείξετε, πού κρύβονται οι αντάρτες να τους τιμωρήσουμε. Εμείς αθώους δεν τους πειράζουμε καθόλου». Ζήτησε ακόμη έναν κατάλογο με τα ονόματα των οικογενειών που είχαν μέλη τους αντάρτες. Οι Καλαβρυτινοί που θέλησαν να φανούν συνεργάσιμοι, με την ελπίδα πως θα γλίτωναν την πόλη τους, παρέδωσαν τον κατάλογο που τους ζήτησε. Πρώτο – πρώτο φιγουράριζε το όνομα της οικογένειας του Χρ. Παπανδρέου, που είχε δυο γιους στην Αντίσταση, τον έναν αντάρτη του ΕΛΑΣ και τον άλλο στο Περιφερειακό Συμβούλιο της ΕΠΟΝ. «Υπάρχουν κι άλλοι παρτιζάνοι», ήταν η απάντηση του διοικητή, που ο κατάλογος του φάνηκε μικρός. «Είσαστε όλοι παρτιζάνοι!».
Στη συνέχεια οι Γερμανοί πήγαν στο ξενοδοχείο «Χελμός», το οποίο οι αντάρτες είχαν χρησιμοποιήσει ως νοσοκομείο της Αντίστασης και το έκαψαν. Μετά κατάστρεψαν τα σπίτια των οικογενειών που είχαν μέλη τους στην Αντίσταση. Οι κάτοικοι έμειναν με την εντύπωση ότι οι Γερμανοί θα έμεναν ικανοποιημένοι τιμωρώντας μόνο τις οικογένειες όσων είχαν μέλη επίσημα αναμεμειγμένα στην Αντίσταση. Η υπόλοιπη πόλη δεν έπρεπε να ανησυχεί για τίποτα πια.
Ο Ράλλης «ανησυχεί»…
Οι Καλαβρυτινοί ησύχασαν, ο Ιωάννης Ράλλης όμως, ο συνεργάτης και πρωθυπουργός της δωσίλογης κυβέρνησης των Γερμανών, ξέρει και στέλνει επιστολή στις 10 Δεκέμβρη 1943:
«Προς τον Στρατηγόν Σπάιντελ Στρ. Διοικητήν Ελλάδος
Στρατηγέ
Περιήλθον εις εμέ χθες πληροφορίαι περί ομαδικών εκτελέσεων διαταχθεισών υπό της Γερμανικής Διοικήσεως Πελοποννήσου εν Καλαβρύτοις, λόγω αντιποίνων δια τον φόνον γερμανών στρατιωτικών. Επίσης πληροφορούμαι ότι επίκειται η πυρπόλυσις του Αιγίου έχοντος ήδη κυκλωθεί υπό του Γερμανικού Στρατού.
Αι φήμαι αυταί, άς εισέτι δεν κατώρθωσα να εξακριβώσω, με αναγκάζουν να στραφώ προς υμάς και να σας γνωρίσω, ότι δεν είναι δυνατόν να θανατώνεται ο άμαχος πληθυσμός της ελληνικής υπαίθρου χωρίς ουδεμία να γίνεται διάκρισις μεταξύ αθώων και ενόχων…
Εκτός πάντων αυτών, η υπό μορφήν αντιποίνων καταστροφή της χώρας μας και η εκτέλεσις συμπατριωτών μας αδιακρίτως ενοχής ή αθωότητος, ηλικίας ή φύλου, αναρχικών ή μη, δεν επιτρέπει εις την Κυβέρνησίν μου να φέρη εις αίσιον πέρας το έργον ό έχη αναλάβη, την αυτοτελή και αυτοδύναμον δηλαδή αντίδρασιν κατά των αναρχικών…
Εν ονόματι της νομιμοφροσύνης, δικαιούμαι να απαιτήσω όπως δώσητε τας αναγκαίας διαταγάς δια να σταματήση η εφαρμογή αντιποίνων γενικώτερον, αλλά και ειδικώτερον δια την περίπτωσιν της υπό αμέσου καταστροφής απειλουμένης πόλεως του Αιγίου.
Ι.Δ.ΡΑΛΛΗΣ»
(Τα έντονα γράμματα της παραγράφου είναι δική μας επιλογή —
Η επιστολή από το «Ο Ιωάννης Δ. Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου», Αθήναι 1947, σελ. 131)
Την τύχη των Καλαβρύτων, την επόμενη μέρα 14.12.1943, είχαν τα Μαζέικα (Κλειτορία) που πυρπολήθηκαν, με 10 νεκρούς και η Άγια Λαύρα με 7 νεκρούς.
Οι πραγματικοί στόχοι
Στην Απόφαση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη της 24 Δεκέμβρη 1943, ανάμεσα στα άλλα αναφέρονται:
«Τους τελευταίους μήνες οι Γερμανοί επιδρομείς εκτραχηλίζονται σε πρωτάκουστες θηριωδίες και βαρβαρότητες. Στους εμπρησμούς και εξανδραποδισμούς της υπαίθρου προσθέτουν εκατόμβες σφαγών στις πόλεις. Στη Σπάρτη, στην Τρίπολη, στην Καλαμάτα, στα Καλάβρυτα έσφαξαν χιλιάδες άοπλους Ελληνες πολίτες.
…
Οι Γερμανοί μη διαθέτοντας δικές τους δυνάμεις να αντιμετωπίσουν την ολοκληρωτική καταστροφή που τους περισφίγγει, ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τον αντάρτικο στρατό του ΕΛΑΣ, επιζητούν να εξανδραποδίσουν τον Ελληνικό λαό και να τον μεταβάλλουν σε μισθοφόρους δούλους τους. Να οργανώσουν τους μισούς Ελληνες σε στρατό από φουστανελοφόρους Ες-Ες και μ’ αυτούς να χτυπήσουν τον Ελληνικό λαϊκό στρατό και να αποκρούσουν την αναμενόμενη συμμαχική απόβαση. Να στείλουν τους άλλους μισούς στα κάτεργα της Γερμανίας να δουλέψουν γι’ αυτούς τους εγκληματίες και να σκοτωθούν απ’ τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς.
Γι’ αυτό οι Γερμανοί ξαπόλυσαν αυτή τη θηριώδη τρομοκρατία…»
Είναι απόλυτα φανερό ότι το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων δεν ήταν απλά μια πράξη αντεκδίκησης και αντιποίνων των κατακτητών. Η «επιχείρηση Καλάβρυτα» και το ολοκαύτωμα εξυπηρετούσε για τις δυνάμεις κατοχής στρατιωτικούς σκοπούς, ανεξάρτητους από την τύχη των αιχμαλώτων.
Τα Καλάβρυτα σήμερα, 78 χρόνια μετά, στέκουν αιώνια καταγγελία της αποκτήνωσης και της φρίκης που γεννά ο φασισμός, παγκόσμιο σύμβολο του αγώνα για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της ειρήνης και της ελευθερίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο Ιστορικός ερευνητής Φίλιππος Σαρδελιάνος αναφέρει ότι έχουν καταγραφεί 1.107 μέλη από 350 οικογένειες, γυναίκες, ανήλικα παιδιά και υπερήλικες άνδρες που επέλεξαν και κράτησαν ομήρους οι Γερμανοί μέχρι το μεσημέρι της 13.12.43, στο Δημοτικό Σχολείο Καλαβρύτων. – ΩΡΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ, 11/2019, σελ. 15 – 20
[2] Απόσπασμα από την αφήγηση μιας από τις κόρες του εκτελεσμένου Ζήσιμου Ανδρ. Ζησιμόπουλου, από το βιβλίο ΚΡΑΥΓΗ του Δημοτικού Μουσείου Ολοκαυτώματος Καλαβρύτων, σελ. 65-68 και – ΩΡΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ, 11/2019, σελ. 19
Πηγή: imerodromos.gr (με πληροφορίες από –ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 9.12.2001, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 11.12.2005, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 24.12.1943–Ο Ιωάννης Δ. Ράλλης Ομιλεί εκ του Τάφου, Αθήναι 1947)
Φωτογραφία: Γιώργος Βελισσαρίδης: «Κατακαημένα Καλάβρυτα»