Είναι πλέον γενικά παραδεκτό ότι το ξεκίνημα της περασμένης δεκαετίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η εποχή με τις μεγάλες ταραχές αλλά και τις εξίσου μεγάλες προσδοκίες, κυρίως για όσες και όσους από εμάς πιστεύαμε μέχρι τότε ότι η πολιτική ασκείται μόνο σε συγκεκριμένους χώρους και με συγκεκριμένους τρόπους.
Γράφει ο Χρήστος Κορολής, εκπαιδευτικός του Αλληλέγγυου Σχολείου Μεσοποταμίας
Αν και κομμάτι της ορμής και της αγανάκτησης των κινημάτων που εκδηλώθηκαν και αναπτύχθηκαν εκείνη την περίοδο συγκροτήθηκε και παγιώθηκε γύρω από έναν ισοπεδωτικό και τερατογόνο απολίτικο λόγο, ένα άλλο εξίσου μεγάλο τμήμα του άρχισε να διαμορφώνει δημιουργικές αντιστάσεις και να αντιμετωπίζει την κρίση ως την ιδανική ρωγμή μέσα από την οποία ένας θαυμαστός καινούργιος κόσμος θα μπορούσε να ξεπροβάλει. Ένας κόσμος φρέσκων αιτημάτων, ένα καινούργιο φαντασιακό μέσα από τις στάχτες των εξεγέρσεων και της αντίδρασης. Δεκαπέντε περίπου χρόνια μετά, κερδίσαμε ή χάσαμε;
Τα κινήματα δεν χάνουν ποτέ, οι επαναστάσεις μπορεί. Κι αυτό επειδή τα πρώτα ποτέ δεν ξεσπούν για να κριθούν πάνω στη βάση μιας τελικής αναμέτρησης. Τα κινήματα αποτελούν τα φωτεινά σημεία αναφοράς μας, τις ρίζες οι καρποί των οποίων μεγαλώνουν μέσα στα χρόνια με έναν τρόπο που μόνο η ίδια η ιστορία και οι κανόνες της γνωρίζουν. Αλήθεια, ποια θα ήταν η στάση μας σήμερα απέναντι στα κοινωνικά δικαιώματα δίχως τις κατακτήσεις του για πολλούς «ηττημένου» Μάη του ‘68;
Ωστόσο, οι πικρές ιστορίες και οι απογοητεύσεις είναι γνωστές μέσα σε αυτή τη δεκαπενταετή διαδρομή, κυρίως για όσες και όσους από εμάς συνεχίζουμε να πιστεύουμε στην αναγκαιότητα ύπαρξης “από τα κάτω” κοινωνικών δομών δημιουργίας και αντίστασης.
Ως εκπαιδευτικός που τα τελευταία περίπου δώδεκα χρόνια συμμετέχω ενεργά σε αυτοοργανωμένες δομές υποστηρικτικής εκπαίδευσης όπως τα Αλληλέγγυα Σχολεία (ένα από τα δυστυχώς λίγα φωτεινά παραδείγματα δομών αλληλεγγύης που αντέχουν και εξελίσσονται μέσα στα χρόνια) μια διαπίστωση επιβεβαιώνεται καθημερινά όλο και περισσότερο: ότι στις μέρες μας μπορεί και να βιώνουμε κάποιες από τις σκληρότερες επιπτώσεις της τότε ταραγμένης περιόδου.
Όσες και όσοι γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90, ανέκαθεν βλέπαμε την πρόσβαση στην εκπαίδευση και τη γνώση ως μια μοναδική δυνατότητα για την οικονομική και κοινωνική μας ανέλιξη. Καλώς ή κακώς, αυτό αποτελούσε το σκαλοπάτι για να γίνει το ατομικό και κατ’επέκταση οικογενειακό όνειρο των γονιων μας πραγματικότητα, με άλλα λόγια το λαϊκό διαβατήριο για να γίνουμε κάτι καλύτερο από εκείνους. Η αφόρητη πίεση που ζήσαμε για την είσοδο στο πανεπιστήμιο (μια εποχή που μόλις το ένα τρίτο των υποψηφίων έμπαινε “κάπου”) μέσω ενός άδικου και ανταγωνιστικού συστήματος εισαγωγής που εφαρμόζεται ακόμα, δεν είναι μόνο ότι μας γέμισε με ημιμάθεια και ψυχικάτραύματα, αλλά κυρίως ότι βαθμιαία γιγάντωσε την ήδη μεγάλη παραπαιδεία καθιστώντας την ελληνική εκπαίδευση όλο και πιο σκληρά ιδιωτική, παρότι φαινομενικά δωρεάν και δημόσια.
Αμέσως μετά το μεγάλο ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, ως Αλληλέγγυα Σχολεία κάναμε γρήγορα την επιλογή της άμεσης κάλυψης μιας πτυχής της κοινωνικής ανάγκης που δεν ήταν άλλη από τη φροντιστηριακή ενίσχυση παιδιών οι οικογένειες των οποίων βρέθηκαν χωρίς εισόδημα από τη μία μέρα στην άλλη. Χωρίς να βάλουμε εναλλακτικές παιδαγωγικές μεθόδους στο επίκεντρο της δράσης μας αλλά προτάσσοντας την αλληλοϋποστήριξη και τον κοινοτισμό, κατορθώσαμε να οικοδομήσουμε κάποιες από τις μικρές ή μεγάλες “ουτοπίες της πράξης” που ήταν διάσπαρτες στη χώρα εκείνη την εποχή. Και η προσπάθειά μας ήταν να καταφέρουμε να αφουγκραστούμε την ανάγκη μιας μερίδας κόσμου που στην πλειονότητα του ανησυχούσε για την ενδεχόμενη απώλεια της οικονομικής και κοινωνικής του θέσης και πολύ περισσότερο για εκείνη των παιδιών του, τα οποία έπρεπε πάση θυσία να εξασφαλίσουν πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και σε όσο το δυνατό περισσότερα τυπικά προσόντα.
Ωστόσο, μέσα στη μεγάλη πορεία χρόνων εξέλιξης και συνεχιζόμενης προσφοράς, είναι κάτι παραπάνω από αντιληπτό ότι οι Αλληλέγγυες Δομές που δραστηριοποιούνται στον τομέα της εκπαίδευσης δεν επιδιώκουν πλέον αποκλειστικά να καλύψουν την εκπαιδευτική ανάγκη που πηγάζει από την οικονομική ανισότητα και την κρατική ανεπάρκεια, αλλά ταυτόχρονα προσπαθούν να εμφυσήσουν το χαμένο κίνητρο της μόρφωσης τόσο στα έφηβα άτομα όσο και στους γονείς τους.
Ο αγώνας αυτός είναι τις περισσότερες φορές άνισος και διεξάγεται χωρίς όπλα. Κι αυτό επειδή, έχουμε για τα καλά επιστρέψει – μέσα από ένα προωθητικό / εξελικτικό πρίσμα – στην εποχή που στη συνείδηση του περισσότερου κόσμου που ανήκει σε χαμηλότερα οικονομικά στρώματα η επιλογή ανάμεσα στην πανεπιστημιακή και την τεχνική εκπαίδευση έχει αντικατασταθεί από την επιλογή ανάμεσα στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση και την εφηβική ή νεανική εργασία, ενίοτε με όρους σκληρής οικονομικής εκμετάλλευσης. Παρά την προσπάθεια σχετικής αναβάθμισης των επαγγελματικών λυκείων και της τεχνικής εκπαίδευσης τα προηγούμενα χρόνια, σήμερα κατευθυνόμαστε με ιλιγγιώδη ταχύτητα – αν δεν έχουμε φτάσει ήδη – στη λογική μιας σχετικής, επιφανειακού χαρακτήρα κατάρτισης, μιας δικαίωσης της λογικής που διαχωρίζει τα σχολεία σε κανονικά και σε σχολεία αγγαρείας για αδιάφορους μαθητές. Και γι’ αυτό το λόγο, ακόμα και μέσα στα Αλληλέγγυα Σχολεία παλεύουμε για τη λογική που διεκδικεί το “μάθε μια τέχνη” να εκπληρώνεται μέσα σε εκπαιδευτικές κοινότητες και όχι στη λεγόμενη πιάτσα. Και γιατί γνωρίζουμε το πόσο καλά οι δικοί μας γονείς έζησαν στο πετσί τους την “ευεργεσία” των σχολείων του πεζοδρομίου.
Τι έχει αλλάξει, λοιπόν, στους σημερινούς νέους γονείς και στα παιδιά τους σε σχέση με το πώς βλέπουν το ζήτημα της εκπαίδευσης και της παιδείας; Η απάντηση δεν είναι σίγουρα απλή και εύκολη όσο κι αν μεγάλο κομμάτι της σχετίζεται άρρηκτα με την ιδεολογική επικράτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών που συστηματικά εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, ακόμα κι αν τα κινήματα είπαμε πως σε τελική ανάλυση ποτέ δεν ηττώνται, είναι χρήσιμο να παραδεχτούμε ότι αυτό που πασχίζαμε να αποτρέψουμε συλλογικά, τότε στο ξεκίνημα εκείνης της ταραγμένης περιόδου, είναι δυστυχώς αυτό ακριβώς που βιώνουμε σήμερα και που έχει ως μια ενδεικτική πτυχή του τον τομέα της παιδείας. Το να μην δημιουργηθεί αυτή η νέα κοινωνική ομάδα των νεόπτωχων, των ατόμων που ζουν τόσο όσο για να μην εξαθλιώνονται, που έχουν βαθιά πλέον αποδεχτεί και συμβιβαστεί με μια μίνιμουμ απαίτηση ζωής την οποία και αναπαράγουν.
Μέσα από τους αγώνες τόσων χρόνων τόσο στα Αλληλέγγυα Σχολεία όσο και αλλού, μπορούμε σίγουρα να αφηγηθούμε μικρά και μεγάλα θαύματα κόντρα σε κάθε λογής επικρατούσα λογική. Ο δρόμος της συνειδητοποίησης και της συμμετοχής είναι μονόδρομος για όσες και όσους μοιραζόμαστε τις ίδιες αγωνίες και η παιδεία ανέκαθεν ήταν και είναι ένας απόλυτα ακριβής κοινωνικός καθρέφτης.