Οι σημερινές συνθήκες κοινωνικής κρίσης με τον παρατεταμένο υψηλό πληθωρισμό σε βασικά καταναλωτικά αγαθά, τη στεγαστική κρίση και τη συσταλτική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική επιτάσσουν την επανεξέταση των εργαλείων οικονομικής πολιτικής στα οποία στηρίζεται η ενεργειακή μετάβαση στην Ευρώπη και την Ελλάδα.
Γράφει ο Γιάννης Ευσταθόπουλος
Οι πολιτικές αυτές δεν είναι κοινωνικά ουδέτερες. Η φορολογία άνθρακα, δηλαδή η ενσωμάτωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στο σύστημα τιμών, επιβαρύνει για παράδειγμα δυσανάλογα τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα παρά το γεγονός ότι η συμμετοχή τους στο φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής είναι μικρότερη σε σύγκριση με τα πλουσιότερα εισοδηματικά στρώματα. Το πλουσιότερο 10% της ΕΕ ειδικότερα εκπέμπει περισσότερους ρύπους (28% των εκπομπών της ΕΕ το 2019) σε σύγκριση με το κατώτερο 50% (26%) με βάση μελέτη της διεθνούς μη κυβερνητικής οργάνωσης OXFAM. Επιπρόσθετα, η αύξηση των επιτοκίων και η δημοσιονομική προσαρμογή δυσχεραίνουν σήμερα περαιτέρω την ικανότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των λιγότερο εύπορων νοικοκυριών να επενδύσουν σε πράσινα έργα και μέσα.
Η δημόσια συζήτηση για τις κοινωνικές προκλήσεις της μετάβασης στη χώρα μας είναι σχετικά περιορισμένη. Σε αυτό συντείνει και ο τεράστιος όγκος σύνθετων νομοθετικών πρωτοβουλιών της ΕΕ για την ενεργειακή μετάβαση -οι οποίες κατακλύζουν την οικονομική ειδησιογραφία και τη δημόσια σφαίρα- καθιστώντας δύσκολη την ανάλυσή των κοινωνικοοικονομικών τους προεκτάσεων. Η λειτουργία του Ταμείου Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας δημιούργησε παράλληλα την αίσθηση ότι τα οικονομικά ζητήματα της μετάβασης είναι λυμένα. Η εικόνα αυτή δεν συνάδει με την πραγματικότητα όπως αποτυπώνεται στη συζήτηση που λαμβάνει χώρα στην Ευρώπη σχετικά με το “επενδυτικό κενό”. Με βάση πρόσφατες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2023 Strategic Foresight Report), οι πρόσθετες ετήσιες επενδύσεις για να επιτευχθούν οι στόχοι της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και του REPowerEU ανέρχονται σε 620 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2030.
Το μείζον πρόβλημα της χρηματοδότησης παραπέμπει στις συνολικότερες επιλογές στο επίπεδο της οικονομικής πολιτικής. Δύο είναι οι κεντρικές προσεγγίσεις για το εν λόγω θέμα:
- Η προσέγγιση που επενδύσει πρωτίστως στη λειτουργία των μηχανισμών της αγοράς
- Η προσέγγιση που δεν εξαντλείται στην αγορά αλλά που επιδιώκει να την πλαισιώσει με δημόσιες πολιτικές για την έγκαιρη και με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης επίτευξη των κλιματικών στόχων.
Η πρώτη προσέγγιση στηρίζεται στο τρίπτυχο (i) Φόρος άνθρακα, (ii) Συστήματα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ/ETS) και (iii) Πολιτική πράσινης (βιώσιμης) χρηματοδότησης. Οι μηχανισμοί τιμολόγησης του άνθρακα (φόρος άνθρακα, ΣΕΔΕ) στοχεύουν να παρέχουν κίνητρα στους καταναλωτές και στις επιχειρήσεις για τη λήψη παραγωγικών και καταναλωτικών αποφάσεων φιλικών προς το περιβάλλον. Από την πλευρά τους, τα προϊόντα της πράσινης χρηματοδότησης διαδραματίζουν υποστηρικτικό ρόλο, συμβάλλοντας στη διοχέτευση κεφαλαίων προς πράσινες δραστηριότητες.
Η αποτελεσματικότητα αυτών των πολιτικών δέχεται ωστόσο κριτικές. Πρώτον, η περιβαλλοντική φορολογία είναι αντίστροφα προοδευτική. Τα φτωχότερα εισοδηματικά στρώματα όπως και οι περιοχές στα περίχωρα των αστικών κέντρων δαπανούν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους σε ενεργειακά προϊόντα ενώ δεν διαθέτουν τα μέσα για απόκτηση πιο αποδοτικών μέσων θέρμανσης, για ενεργειακή αναβάθμιση της κατοικίας τους και την αγορά φιλικών περιβαλλοντικά οχημάτων. Δεύτερον, οι αυξήσεις των τιμών που απαιτούνται για να αλλάξουν οι καταναλωτικές συμπεριφορές είναι πολύ υψηλές. Αυτό ενέχει ως κίνδυνο την εκδήλωση σοβαρών μακροοικονομικών αναταράξεων πέραν των κοινωνικών. Τέλος, πολλές από τις επενδύσεις που απαιτούνται για την ενεργειακή μετάβαση δεν προσφέρουν πάντα τις επιθυμητές αποδόσεις για τους πράσινους επενδυτές της βιώσιμης χρηματοδότησης, γεγονός που επιτάσσει την ενεργοποίηση αναπτυξιακών φορέων προσανατολισμένων σε στόχους γενικού συμφέροντος.
Η εξέταση της διεθνούς εμπειρίας επιβεβαιώνει ότι η μείωση των εκπομπών άνθρακα οφείλεται μόνο κατά ένα μέρος στην εισαγωγή πολιτικών με βάση την αγορά. Οι καταναλωτικές νόρμες είναι βαθιά ριζωμένες σε σύνθετες θεσμικές ρυθμίσεις με υψηλό βαθμό αδράνειας έναντι των μεταβολών στις τιμές. Για το συγκεκριμένο λόγο, χώρες όπως η Σουηδία έχουν εφαρμόσει ένα πλέγμα πολιτικών πέραν του φόρου άνθρακα με έμφαση στην πράσινη καινοτομία, την περιβαλλοντική εκπαίδευση και τον τοπικό-περιβαλλοντικό σχεδιασμό.
Η αντιμετώπιση των ανισοτήτων αποτελεί ένα ιδανικό σημείο εκκίνησης για τον σχεδιασμό κλιματικών πολιτικών με υψηλές πιθανότητες επιτυχίας. Τέτοιες πολιτικές είναι για παράδειγμα η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας των κατοικιών και η επένδυση σε ποιοτικές βιώσιμες δημόσιες συγκοινωνίες για όλους. Η υποστήριξη των παραπάνω πολιτικών επιτάσσει βαθιές μεταρρυθμίσεις σε όλο το φάσμα των πολιτικών για την οικονομία: από το δημοσιονομικό πλαίσιο με στόχο τη διευκόλυνση των πράσινων επενδύσεων στο φορολογικό σύστημα μέχρι την πρόταση θέσπισης φόρου στη μεγάλη περιουσία (European Wealth Tax) για τη κάλυψη του επενδυτικού κενού. Το κράτος καλείται να αναπτύξει πιο ενεργό ρόλο κινητοποιώντας και συντονίζοντας ένα μεγάλο εύρος εργαλείων και φορέων (πχ Αναπτυξιακές Τράπεζες, Ερευνητικοί φορείς, Πράσινες δημόσιες συμβάσεις, Ρυθμιστικές και κανονιστικές πολιτικές, κ.ά) ώστε να υποστηριχθούν κρίσιμοι για τη δίκαιη βιώσιμη ανάπτυξη τομείς όπως η πράσινη καινοτομία και βιομηχανία, η κυκλική οικονομία και οι επενδύσεις στα δίκτυα ενέργειας για τη μαζική ανάπτυξη των ενεργειακών κοινοτήτων.
* Γιάννης Ευσταθόπουλος, Συντονιστής Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΠΒΑ) Ινστιτούτου ΕΝΑ – Το άρθρο αποτελεί σύνοψη της εισήγησής του στην ημερίδα που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ «Οικονομικές προκλήσεις της ενεργειακής μετάβασης στην Ελλάδα & την Ευρώπη»