Διευκρινίσεις σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΕΑ) να επιβάλει πρόστιμα σε πέντε τραπεζικά ιδρύματα και την ΕΕΤ δίνουν τραπεζικές πηγές, επισημαίνοντας ότι οι τράπεζες ελέγχθηκαν σε δεκάδες σημεία για τυχόν εναρμονισμένη τιμολογιακή πολιτική και τελικά τους επιβλήθηκαν πρόστιμα για δύο περιπτώσεις:
– Για την ταυτόχρονη επιβολή Τέλους Απευθείας Χρέωσης (Direct Access Fee, DAF) ύψους 3 ευρώ στον κάτοχο κάρτας που κάνει ανάληψη μέσω ΑΤΜ άλλης τράπεζας. Αφορά κυρίως τους τουρίστες μη – πελάτες (π.χ. Ολλανδός κάνει ανάληψη με κάρτα ING από ΑΤΜ ελληνικής τράπεζας). Ο DAF αποτελεί παγκόσμια τραπεζική πρακτική και καλύπτει το κόστος της υπηρεσίας προς μη – πελάτη (επένδυση σε μηχανήματα ΑΤΜ, ενοίκιο χώρων εκτός τραπεζικού καταστήματος, συστήματα ασφαλείας, κόστος εφοδιασμού με χαρτονομίσματα κλπ). Δεν ελέγχθηκε από την ΕΑ η επιβολή του, καθώς δεν είναι παράνομη. Ελέγχθηκε η ταυτόχρονη εφαρμογή του από τις τράπεζες. Επισημαίνεται ότι η επιβάρυνση αυτή δεν αφορά τους πελάτες της κάθε τράπεζας, για τους οποίους οι αναλήψεις είναι δωρεάν. Αφορά τρίτους μη – πελάτες, που είναι πελάτες άλλων τραπεζών και κάνουν ευκαιριακή χρήση των ΑΤΜs άλλης τράπεζας, κυρίως δε τους τουρίστες που κάνουν χρήση των ΑΤΜs καθώς έχουν κάρτες ξένων τραπεζών. Σημειώνεται ότι το τέλος DAF μειώνεται στα 2 ευρώ, από την 1 Ιανουαρίου 2024.
– Για τη διερεύνηση εκ μέρους των τραπεζών της κανονιστικής δυνατότητας να επιβάλουν τυχόν νέες χρεώσεις, σε υπηρεσίες και προϊόντα που δεν είχαν χρεώσεις λόγω παλαιότερης απαγόρευσης. Τελικώς δεν επιβλήθηκαν νέες χρεώσεις, οπότε και πάλι δεν επιβαρύνθηκαν οι πελάτες των τραπεζών. Ωστόσο, η Επιτροπή Ανταγωνισμού έκρινε ότι οι συναντήσεις με την Τράπεζα της Ελλάδος και οι ανταλλαγές πληροφοριών που έγιναν στο πλαίσιο τεκμηρίωσης θεμάτων κόστους, ήταν αντίθετες με το πλαίσιο του ανταγωνισμού.
Όπως αναφέρουν μεταξύ άλλων οι τραπεζικές πηγές, την περίοδο του ελέγχου (2018-2019), το τραπεζικό σύστημα δραστηριοποιούνταν σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, με κόκκινα δάνεια μεγάλου ύψους και ισχυρές πιέσεις από τις εποπτικές αρχές, εντός και εκτός Ελλάδος, να διαφοροποιήσουν τις πηγές εσόδων τους γιατί τα έσοδα από τόκους, με σχεδόν μηδενικά τότε επιτόκια, έβαιναν μειούμενα. Είναι ενδεικτικό ότι στις τράπεζες της ευρωζώνης, το ποσοστό των εσόδων από προμήθειες είναι διπλάσιο των ελληνικών και συγκεκριμένα, 31% έναντι 16%. Σήμερα οι τράπεζες προσφέρουν άκρως ανταγωνιστικά προϊόντα, και σε ευρωπαϊκό ακόμη επίπεδο, όπως στεγαστικό δάνειο με σταθερό επιτόκιο για μία δεκαετία 2,90% – 3%. Έχουν επενδύσει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για τον ψηφιακό τους μετασχηματισμό, ενώ έχουν αλλάξει και οι συναλλακτικές συνήθειες των πελατών, με ποσοστό άνω του 95% των συναλλαγών να γίνεται ήδη ψηφιακά.
Με αυτόν τον τρόπο, οι συναλλαγές έχουν γίνει απλούστερες και πιο γρήγορες, κάτι που έχει μια μικρή επιβάρυνση στη συναλλαγή, αλλά πολύ μεγαλύτερο όφελος για τους πελάτες, καθώς δεν χρειάζεται επίσκεψη σε κατάστημα για όλο και περισσότερες συναλλαγές, ακόμα και για προϊόντα καταθέσεων και χορηγήσεων, και η δυνατότητα ηλεκτρονικών συναλλαγών παρέχεται ολόκληρο το 24ωρο και όχι με ωράριο καταστήματος.
Όπως αναφέρουν οι τραπεζικές πηγές, σε γενικές γραμμές το ζήτημα που προέκυψε από τους ελέγχους της Επιτροπής Ανταγωνισμού είναι καθαρά τεχνικό, προέρχεται από το παρελθόν και έχει σχεδόν μηδενική επίπτωση στους πελάτες και στα έσοδα των τραπεζών.
Όπως επίσης επισημαίνουν τραπεζικές πηγές, ο έλεγχος της ΕΑ οδηγήθηκε σε συμβιβασμό. Οι τράπεζες και η ΕΕΤ ως νομικό πρόσωπο συμφώνησαν στην ένταξη τους στη διαδικασία διευθέτησης διαφορών, αποδεχόμενες παράβαση του ‘Αρθρου 1 Ν. 3959/2011 περί ανταλλαγής πληροφοριών. Οι τράπεζες επέμειναν εμφατικά ότι σε καμία περίπτωση δεν παρέβησαν τους κανόνες ανταγωνισμού με τη μορφή της κατάρτισης συμφωνίας για καθορισμό τιμών – κάτι άλλωστε που διαπίστωσε και η ΕΑ – και προέκριναν την διαδικασία διευθέτησης για το σκέλος της ανταλλαγή πληροφοριών. Με την ένταξη στη διαδικασία διευθέτησης διαφόρων η υπόθεση κλείνει οριστικά και αποτρέπεται μια μακρά αντιδικία, με όλα τα σχετικά αρνητικά αποτελέσματα.