Ο νέος νόμος 5072/2023 σχετικά με τα «κόκκινα» δάνεια, τις υποχρεώσεις και τους κανόνες λειτουργίας των servicers απορρυθμίζει περαιτέρω την αγορά του ιδιωτικού χρέους, επιτείνοντας τα σοβαρά προβλήματα επιβίωσης των νοικοκυριών αλλά και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Εταιρείες χωρίς άδεια λειτουργίας, μη εποπτευόμενες επί μακρόν από την Τράπεζα της Ελλάδος, βάζουν χέρι στην ιδιωτική περιουσία, σε μια πρωτοφανή γιγαντιαία αναδιανομή του πλούτου υπέρ των funds. Μοναδική υποχρέωση που γεννά ο νέος Νόμος για τους servicers είναι να παρέχουν, μέσω ειδικής ψηφιακής πλατφόρμας, προσωποποιημένη και αναλυτική ενημέρωση προς τους οφειλέτες για το ύψος της οφειλής, το ιστορικό των πληρωμών, τις δόσεις, το επιτόκιο της ρύθμισης κ.λπ.
Η μόνη ευνοϊκή ρύθμιση παρέχεται αποκλειστικά στους «ευάλωτους δανειολήπτες», όπου θεσπίζεται υποχρέωση αποδοχής της πρότασης αναδιάρθρωσης του χρέους από τράπεζες, servicers και Δημόσιο. Αποκλειστικά και μόνο για την ειδική αυτή κατηγορία κάμπτεται ο κανόνας της προαιρετικότητας των πιστωτών (μέχρι σήμερα οι πιστωτές διατηρούν το δικαίωμα μη συμμετοχής στη διαδικασία του εξωδικαστικού).
Ωστόσο και πάλι η κάμψη αυτή αντισταθμίζεται υπέρ των servisers με παροχή δικαιώματος δικαστικής προσφυγής για να αμφισβητήσουν την πρόταση, αλλά και εγκληματική εμμονή στη μη τροποποίηση των ήδη χαμηλών κριτηρίων που προσδιορίζουν την ευαλωτότητα.
Συνεπώς, και με τη νέα ρύθμιση αποκλείονται χιλιάδες δανειολήπτες. Κι αυτό γιατί για να θεωρηθεί κάποιος ευάλωτος οφειλέτης και να πάρει τη βεβαίωση θα πρέπει το συνολικό εισόδημά του να μην υπερβαίνει τις 7.000 ευρώ ετησίως για τον άγαμο, με προσαύξηση κατά 3.500 ευρώ για κάθε μέλος του νοικοκυριού (άρα σε ζευγάρι χωρίς τέκνα, 10.500), με ανώτατο όριο τις 21.000 ευρώ. Σε ό,τι αφορά τα περιουσιακά κριτήρια, η συνολική φορολογητέα αξία της ακίνητης περιουσίας του νοικοκυριού δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ για το μονοπρόσωπο νοικοκυριό, προσαυξανόμενη κατά 15.000 ευρώ για κάθε πρόσθετο μέλος και έως τις 180.000 ευρώ.
Για τους οφειλέτες που δεν θεωρούνται ευάλωτοι, ο νέος νόμος δεν βάζει κανένα περιορισμό στην ασύδοτη λειτουργία των servicers, οι οποίοι διατηρούν το δικαίωμα να μην απαντήσουν –αζημίως γι’ αυτούς– στην πρόταση ρύθμισης και αυτή να αποβεί άκαρπη. Ο δανειολήπτης δεν έχει το δικαίωμα της δικαστικής προσφυγής στην αδικαιολόγητη άρνηση του servicer, ρύθμιση που θα άλλαζε δομικά τη φιλοσοφία του νέου νόμου.
Ακόμα όμως και να γίνει αποδεκτή η πρόταση του δανειολήπτη, με τροπολογία της τελευταίας στιγμής απαιτούνται πλέον καταβολές μεγάλων ποσών (10% επί του δανείου) προκειμένου να αποδεχτεί ο servicer να ρυθμίσει και να αναστείλει πλειστηριασμό ακίνητης περιουσίας. Αν δεν έχεις την προκαταβολή, χάνεις και τη ρύθμιση.
Τέλος, έξω από τη ρύθμιση μένουν χιλιάδες δανειολήπτες ελβετικού φράγκου. Οι λογαριασμοί των servicers γίνονται ακατάσχετοι, άρα ο δανειολήπτης, που με αγωγή του ζητά αποζημίωση από το fund ή θέλει να εισπράξει μια δικαστική δαπάνη, αναγκάζεται να πάει στο… Δουβλίνο (έδρα των funds) για να ικανοποιήσει την απαίτησή του.
Τέλος, το νομοσχέδιο δίνει τη δυνατότητα στον Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων, που είναι ο φορέας στον οποίο θα καταλήγουν τα ακίνητα πρώτες κατοικίες των ευάλωτων οφειλετών μετά την πτώχευσή τους, να αποκτά τα ακίνητα αυτά στο 70% της τρέχουσας αξίας τους και όχι στο 100%. Προφανής –και εδώ– ο χαριστικός σκοπός της διάταξης.
Εν κατακλείδι, η κυβέρνηση με αποσπασματικές ρυθμίσεις επιχειρεί να ελέγξει το γενικευμένο κύμα πλειστηριασμών που σαρώνει την ελληνική κοινωνία. Οι ρυθμίσεις είναι αναποτελεσματικές, μη ενταγμένες σε ένα ολοκληρωμένο, δίκαιο και αποτελεσματικό πλαίσιο διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους με προστασία της πρώτης κατοικίας. Δεν πρόκειται να βελτιώσουν τη χαοτική κατάσταση που υπάρχει στον τομέα της ρύθμισης οφειλών, ούτε θα αποτρέψουν την επιθετική στρατηγική των πιστωτών, οι οποίοι επιδιώκουν την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους πρωτίστως με διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης (κατασχέσεις, πλειστηριασμούς). Είναι αναγκαίο να γίνει δίκαια οικονομική επανεκκίνηση, στηριζόμενη όχι σε άστεγους και πτωχευμένους πολίτες.
Απαιτούνται στοχευμένες νομοθετικές ρυθμίσεις με σκοπό να επανέλθει η υγιής ανάπτυξη στη χώρα, η οποία δεν μπορεί να γίνει αν δεν καταργηθεί ο Πτωχευτικός Νόμος και αν δεν θεσπιστεί αναγκαστικό στάδιο εξωδικαστικού συμβιβασμού με θέσπιση κυρώσεων για τα funds που αρνούνται να συμμορφωθούν.
* H Σοφία Κοφινά είναι Δικηγόρος Πειραιά, υπ. δημοτική σύμβουλος Πειραιά, με τη δημοτική παράταξη «ΑλλάΖΟΥΜΕ τον Πειραιά για Ολους και Ολες»
πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών