Ας ξεκινήσουμε με ένα ερώτημα: πώς η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η κυβέρνηση που επαιρόταν για το «έπος του Έβρου», το 2020, αυτή την μισάνθρωπη ντροπή, έφερε προς ψήφιση την Τροπολογία Καιρίδη-Γεωργιάδη;
Της Μαρίας Γιαννακάκη*
Πώς από το «να έρχονται νόμιμα, όπως έκαναν οι Έλληνες το 50 και το 60», άσχετα αν αυτό αποτελεί μία ακόμη προσπάθεια της δεξιάς ρητορικής να ξαναγράψει την ιστορία, αλλά αυτό είναι θέμα άλλου άρθρου, έφτασε, ουσιαστικά, στο σημείο να παραδεχθεί ότι νόμιμος τρόπος μετανάστευσης δεν υπάρχει και να ακυρώσει, εν τοις πράγμασι, τον προσφιλή της όρο «λαθρομετανάστης», παραδεχόμενη αυτό που χρόνια τους λέγαμε, ότι λαθραία υποκείμενα του δικαίου δεν υπάρχουν;
Η ίδια η τροπολογία μας δίνει την απάντηση. Δεν πρόκειται για τίποτε άλλο, παρά για μία απέλπιδα προσπάθεια της κυβέρνησης να κρατήσει στη χώρα τους εναπομείναντες μετανάστες και να ενισχύσει τα δημόσια ταμεία με τις εργασιακές εισφορές των εργοδοτών. Γιατί η τροπολογία αφορά μόνο στη νομιμοποίηση της εργασίας.
Στα πολύ θετικά της τροπολογίας είναι ότι σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, οι μετανάστες θα έχουν ασφάλεια και περίθαλψη, πέραν τούτου, όμως, το Κράτος αναδεικνύεται ο μεγάλος κερδισμένος, το οποίο είναι σαφές ότι, μέσω αυτής, αναζητά εργατικά χέρια και εισφορές.
Δε παρέχει κανένα άλλο δικαίωμα από αυτά που συνθέτουν τον καμβά μίας συνεκτικής μεταναστευτικής πολιτικής: οικογενειακή επανένωση, δικαίωμα στην ιθαγένεια, μόνιμη διαμονή στη χώρα και κοινωνική ενσωμάτωση.
Αντίθετα μας γυρίζει στα νομοθετικά μπαλώματα της δεκαετίας του 90, τότε που η Ελλάδα, από χώρα εξαγωγής μεταναστών, κλήθηκε να διαχειριστεί τα μεταναστευτικά ρεύματα που προήλθαν από την Ανατολική Ευρώπη, τότε που το ελληνικό κράτος πίστευε πώς αυτοί οι άνθρωποι έρχονταν να εργαστούν για λίγο και θα επέστρεφαν στις χώρες καταγωγής τους, οπότε προσπαθούσε να ρυθμίσει τις αναγκαιότητες που προέκυπταν με διάσπαρτα άρθρα και τροπολογίες.
Το 2023, όμως, η οικογενειακή επανένωση αποτελεί κεκτημένο του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου, προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία και, συνεπώς από την εθνική, ενώ η Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι πολύ πλούσια επί του θέματος.
Μένει να αποδειχθεί πόσοι εργοδότες και μετανάστες θα ανταποκριθούν στη νέα ρύθμιση, η οποία οδηγεί, μεν, στη νόμιμη εργασία, αλλά και σε χαμηλότερα ημερομίσθια και σε κανένα άλλο δικαίωμα.
Οι αντιδράσεις στην τροπολογία από το ακροδεξιό ακροατήριο ήταν αναμενόμενες. Με θλίψη όμως διαπιστώσαμε, ότι το Κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ένα Κόμμα που όταν ήταν στη Κυβέρνηση επικρίθηκε σφόδρα για τους χειρισμούς του στο προσφυγικό/μεταναστευτικό από τη ΝΔ και την Ακροδεξιά, επέλεξε να ασκήσει κριτική από τα Δεξιά, μιλώντας για «Ατζέντα Ισλαμαμπάντ», χρησιμοποιώντας θεωρίες συνωμοσίας και, ουσιαστικά, κανονικοποιώντας την ακροδεξιά ρητορική.
Η μετανάστευση, σύμφυτη με την ανθρώπινη Ιστορία, εκλαμβάνεται ως πρόβλημα τους τελευταίους αιώνες εξαιτίας του Εθνικού Κράτους, απαιτεί συνεκτικές και σοβαρές λύσεις σε επίπεδο Ευρωπαϊκό.
Ήδη, από το 2008, το «Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο», παρόλες τις αδυναμίες του, λόγω του γεγονότος ότι αντικατόπτριζε τον τρόπο που οι ευρωπαϊκές ελίτ φαντασιώνονταν τον ιδανικό μετανάστη, υπογράμμιζε τη συμβολή της διεθνούς μετανάστευσης στην οικονομία και τη δημογραφία της γερασμένης Ευρώπης: «Η διεθνής μετανάστευση μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία γιατί συνιστά παράγοντα ανθρώπινων και οικονομικών ανταλλαγών», «μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην οικονομική ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών – μελών που χρειάζονται μετανάστες λόγω της κατάστασης στις αγορές εργασίας τους ή για δημογραφικούς λόγους».
Μεταναστευτική πολιτική χωρίς ευρωπαϊκή αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών, χωρίς διαυγείς και σύμφωνες με τις προδιαγραφές που προκύπτουν από τις διεθνείς συμβάσεις, πολιτικές ασύλου, χωρίς τη βασική προϋπόθεση της οικογενειακής επανένωσης και της κοινωνικής ένταξης, χωρίς την απομόνωση και την καταδίκη σκοταδιστικών και φασιστικών φωνών, δεν μπορεί να υπάρξει.
Για αυτούς ακριβώς τους λόγους, το πρόσφατο συμβιβαστικό κείμενο των ευρωπαϊκών θεσμών είναι άκρως απογοητευτικό, καθώς καθιστά τη διαδικασία ασύλου, ακόμη πιο δύσκολη και περίπλοκη και πλέον, η Ευρώπη-φρούριο, ενδύεται, έτι περαιτέρω, με θεσμικό μανδύα. Η μετεγκατάσταση δεν έχει προτεραιότητα και δεν υπάρχουν ειδικές διαδικασίες αλληλεγγύης για την έρευνα και διάσωση αποβίβασης, ενώ τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν το είδος της αλληλεγγύης που παρέχουν και κυριολεκτικά να εξαγοράσουν τη μετεγκατάσταση, κάτι που προσομοιάζει στη ρητορική που χρησιμοποιούμε για τα απορρίμματα, όπου ο ρυπαίνων καλείται να πληρώσει.
Επ’ αυτών των ζητημάτων οφείλει να τοποθετείται η Ευρωπαϊκή και εγχώρια Αριστερά με γνώμονα την προστασία των Δικαιωμάτων των μεταναστών και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Τα παραπάνω αποτελούν μία αριστερή κριτική. Τα υπόλοιπα, πέραν της κατάντιας ενός χώρου που, διαχρονικά, υπήρξε στην πρωτοπορία της προάσπισης των Δικαιωμάτων, έχουν και κοντά πόδια, καθώς τίποτα δε συγκρίνεται με το αυθεντικό. Η «Νίκη» και ο Πρόεδρός της θα κλείνουν πάντα καλύτερα το μάτι στα συντηρητικά ακροατήρια.
*Ιστορικός- Διεθνολόγος