Αντιμέτωπη με τον φόβο της αποβιομηχάνισης, η Γερμανία προσπάθησε να υιοθετήσει μια βιομηχανική πολιτική γαλλικού τύπου το 2023, που περιελάμβανε μαζικές επιδοτήσεις και προστατευτικές ρήτρες «Αγοράστε Ευρωπαϊκά» – ωστόσο εγκλωβίστηκε στον εαυτό της νωρίτερα από το αναμενόμενο.
Πριν καν ξεκινήσει το 2023, ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας Robert Habeck (Πράσινοι) προέβλεψε σωστά τι θα κυριαρχούσε στην ατζέντα της οικονομικής πολιτικής του έτους.
«Το επόμενο έτος θα κυριαρχηθεί σίγουρα από τη βιομηχανική πολιτική», είχε δηλώσει σε ένα βιομηχανικό συνέδριο τον Νοέμβριο του 2022.
Ο Habeck γνώριζε ότι το 2023 θα ήταν μια δύσκολη μάχη, καθώς το «γερμανικό επιχειρηματικό μοντέλο» είχε τεθεί ήδη υπό αμφισβήτηση, με το φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο, στο οποίο βασίζονταν πολλοί παραγωγοί,να μην είναι πλέον διαθέσιμο.
Με το πλεονέκτημα του φθηνού φυσικού αερίου να έχει χαθεί, τα τελευταία πυρηνικά εργοστάσια να έχουν κλείσει, και στην πραγματικότητα όχι και τόσο καλές συνθήκες για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πολλοί στη Γερμανία συνειδητοποίησαν ότι η διατήρηση κάθε βιομηχανίας στη χώρα, ιδιαίτερα των κύριων ενεργοβόρων βιομηχανιών, όπως ο χάλυβας ή τα χημικά, θα ήταν ένα δύσκολο έργο – που και τελικά μπορεί να μην άξιζε καν τον κόπο.
Όμως, ο Habeck ήταν έτοιμος να πολεμήσει, δίνοντας στο κράτος έναν πολύ πιο ενεργό ρόλο από ό,τι ήταν μέχρι τότε γνωστό στην παραδοσιακά «ordoliberal» χώρα. «Αυτοί που πιστεύουν ότι θα αφήσουμε τη Γερμανία να καταρρεύσει ως βιομηχανικός τόπος δεν έλαβαν υπόψη τους τη γερμανική βιομηχανία», είπε.
Ήταν επίσης ένα μήνυμα προς την Κίνα, τις ΗΠΑ και άλλους, οι οποίοι προσπάθησαν να προσελκύσουν γερμανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες να κατασκευάσουν εγκαταστάσεις παραγωγής στο έδαφός τους και όχι στην Ευρώπη, μεταξύ άλλων με τη χρήση μαζικών επιδοτήσεων.
Βάζοντας χρήματα στο τραπέζι
Ως απάντηση, ο Habeck ήταν πρόθυμος να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες για να ανταγωνιστεί τον νόμο των ΗΠΑ για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA) και την κινεζική βιομηχανική πολιτική.
Ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ιδίως η πρόεδρος της Επιτροπής Ursula von der Leyen και ο επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς Thierry Breton, συμμερίζονταν σε μεγάλο βαθμό τις φιλοδοξίες του Habeck, θα ήθελαν να δουν αυτό να γίνεται σε επίπεδο ΕΕ και όχι σε κάθε χώρα ξεχωριστά.
Το γεγονός αυτό έδωσε το έναυσμα για μια συζήτηση που κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή των Βρυξελλών την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2023, αποφασίζοντας για το αν αυτό θα έπρεπε να γίνει σε ευρωπαϊκό επίπεδο ή σε κάθε κράτος μέλος. Πολλοί φοβούνταν πως κάτι τέτοιο έδινε στα πλούσια και μεγάλα κράτη – όπως η Γερμανία – ένα σαφές πλεονέκτημα.
Τελικά, ωστόσο, η Κομισιόν αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο ισχυρότερο κράτος μέλος της και εγκατέλειψε την ιδέα να χρηματοδοτήσει εκ νέου επιδοτήσεις.
Αντ’ αυτού, παρά τις προειδοποιήσεις της επικεφαλής της Επιτροπής Ανταγωνισμού Margrethe Vestager, η Επιτροπή άνοιξε τις πύλες για τις εθνικές επιδοτήσεις, μέσω ενός προσωρινού καθεστώτος που θα επέτρεπε στις χώρες της ΕΕ να «ταιριάζουν» τις ξένες επιδοτήσεις με τις δικές τους προσφορές.
Και, όπως σύντομα κατέστη σαφές, οι προειδοποιήσεις για το πλεονέκτημα της Γερμανίας σε αυτόν τον αγώνα επιδοτήσεων ήταν δικαιολογημένες, καθώς ήταν σε θέση να δαπανήσει σχεδόν τόσα χρήματα για κρατικές ενισχύσεις όσο τα υπόλοιπα κράτη μέλη μαζί.
Για ένα διάστημα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε κάνει λόγο για «μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα» κατά αυτής της ανισορροπίας με τη μορφή ενός Ευρωπαϊκού Ταμείου Κυριαρχίας.
Αλλά όταν η Επιτροπή παρουσίασε τελικά μια επισκόπηση των μακροπρόθεσμων οικονομικών της ΕΕ αυτό το καλοκαίρι, αυτό που απέμεινε από το «Ταμείο Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας» ήταν μια απογοήτευση: Προτάθηκε μια «Πλατφόρμα Στρατηγικών Τεχνολογιών για την Ευρώπη» (STEP) με οικονομική δύναμη πυρός μόλις 10 δισεκατομμυρίων ευρώ – και καθώς οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των κρατών μελών προχωρούν, φαίνεται ότι ούτε αυτό μπορεί τελικά να υλοποιηθεί.
Παράλληλα, η Γερμανία κατάφερε να παράσχει 10 δισεκατομμύρια ευρώ για ένα εργοστάσιο τσιπ του αμερικανικού κολοσσού Intel και 5 δισεκατομμύρια ευρώ για ένα εργοστάσιο της TSMC της Ταϊβάν, δείχνοντας τη φιλοδοξία της Γερμανίας να βάλει χρήματα στο τραπέζι.
Αυτή η γερμανική ώθηση στη βιομηχανική πολιτική σχεδόν γαλλικού τύπου συνάντησε, ωστόσο, ένα σημαντικό εμπόδιο όταν το ανώτατο δικαστήριο της Γερμανίας έκοψε 60 δισεκατομμύρια ευρώ από το ίδιο ακριβώς ταμείο που προοριζόταν να χρηματοδοτήσει όλες αυτές τις επενδύσεις, γνωστό ως «Ταμείο για το κλίμα και τον μετασχηματισμό».
Μετά από εβδομάδες ανασφάλειας, η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσαν στις 13 Δεκεμβρίου ότι τα περισσότερα τμήματα επιδοτήσεων του συγκεκριμένου ταμείου θα διατηρηθούν, όπως η χρηματοδότηση για την παραγωγή τσιπ, χάλυβα και υδρογόνου. Παρόλα αυτά, συνολικά 45 δισεκατομμύρια ευρώ έπρεπε να κοπούν από το συγκεκριμένο ταμείο, τα οποία θα κατευθύνονταν προς την παραγωγή ηλιακών συλλεκτών εντός της Γερμανίας.
Αυτό μας φέρνει στο δεύτερο είδος βιομηχανικής πολιτικής, στο οποίο η Γερμανία ήλπιζε να υιοθετήσει ένα πιο παριζιάνικο στυλ, αλλά τελικά τα σχέδια ανατράπηκαν από την πραγματικότητα.
Ο Emmanuel Macron της Γαλλίας είχε από καιρό ζητήσει να αντιγράψει την πιο αμφιλεγόμενη διάσταση του Αμερικανικού νόμου ΙΡΑ: Τους κανόνες του για την αγορά «τοπικών προϊόντων», που συνήθως αποκαλούνται στη δημόσια συζήτηση ως ρήτρες «Αγοράζω Αμερικανικά» οι οποίες περιορίζουν τη στήριξη προϊόντων όπως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα σε προϊόντα που κατασκευάζονται στην Αμερική.
Όταν η Επιτροπή ανακοίνωσε έναν «νόμο για την καθαρή μηδενική βιομηχανία» που θα προσπαθούσε να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή καθαρής τεχνολογίας, το ηθικό των Γάλλων αναπτερώθηκε. Και ένα πρώτο προσχέδιο θα επέτρεπε ακόμη και την εισαγωγή ορισμένων κανόνων «Αγοράστε Ευρωπαϊκά- Buy European» από τα κράτη μέλη.
Η Γερμανία φάνηκε αρχικά να συμφωνεί, τουλάχιστον για λίγο, καθώς ο Habeck είχε ζητήσει τη θέσπιση δικών της ευρωπαϊκών κανόνων «εγχώριου περιεχομένου» στο συνέδριο της βιομηχανίας του 2023.
Αλλά η αντίσταση αυξήθηκε γρήγορα, προερχόμενη από δύο στρατόπεδα εξίσου: Όσοι εκτιμούν το ελεύθερο εμπόριο και τον παγκόσμιο ανταγωνισμό τιμών προειδοποίησαν κατά της έναρξης ενός προστατευτικού εμπορικού πολέμου, και όσοι ανησυχούν για μια γρήγορη ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας προειδοποίησαν ότι ο αποκλεισμός του 80% των παγκόσμιων φωτοβολταϊκών μονάδων που προέρχονται από την Κίνα (οι οποίες τυχαίνει επίσης να είναι οι φθηνότερες) θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τους στόχους της Ευρώπης για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Ως εκ τούτου, η Γερμανία, που ανησυχούσε και για τα δύο, έβαλε ένα απότομο τέλος στην πρόταση της Επιτροπής (η οποία είχε ήδη αποδυναμωθεί πριν από τη δημοσίευση), αφήνοντας μόνο το 20% των δημοπρασιών για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να επηρεάζεται από κάποια κριτήρια «ανθεκτικότητας» που θα μπορούσαν να ευνοήσουν την εγχώρια παραγωγή.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ωστόσο, πιέζει για μια πολύ ισχυρότερη διάταξη, η οποία θα έβλεπε τους κινέζους κατασκευαστές να αποκλείονται από πολλά προγράμματα επιδοτήσεων.
Το πόσα θα απομείνουν από την πίεση της Ευρώπης να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή έναντι των εισαγωγών θα φανεί μόνο το επόμενο έτος.
Αλλά ενώ η βιομηχανική πολιτική μπορεί να μην κυριαρχήσει στις εκλογές του επόμενου έτους για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η σωστή εφαρμογή της θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την ευημερία της Ευρώπης κατά τις επόμενες δεκαετίες.
Πηγή: Euractiv