Προσπαθώντας να εξετάσουμε τις προκλήσεις που μας φέρνει το νέο έτος δεν είναι απαραίτητα μια εύκολη άσκηση.
Του Δημήτρη Τριανταφύλλου*
Στην πραγματικότητα, μετά από ένα δύσκολο 2023, όπου βιώσαμε την περαιτέρω επιδείνωση του κόσμου μας με τον πολλαπλασιασμό των συγκρούσεων στην άμεση γειτονιά μας και τις αυξανόμενες στρατηγικές και ιδεολογικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, το 2024 προμηνύει μια από τα ίδια.
Για εμάς ως Έλληνες, το νέο έτος φέρνει μαζί του δύο σημαντικές επετείους που θα πρέπει να μας κάνουν να αναλογιστούμε τις αμφισημίες της ύπαρξής μας. Η πρώτη είναι η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ενώ η δεύτερη αφορά την επιστροφή της Δημοκρατίας στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1974. Ενώ το 37% του νησιού παραμένει υπό κατοχή και το Κυπριακό εδώ και μισό αιώνα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρά τη μακροζωία του, το Κυπριακό παραμένει μια σχετικά χαμηλής έντασης παγωμένη σύγκρουση σε σύγκριση με άλλες παρόμοιες στην ευρύτερη περιοχή.
Ενώ οι προκλήσεις του εκδημοκρατισμού οποιασδήποτε χώρας είναι πολλαπλές, και το ίδιο ισχύει και για το ελληνικό πλαίσιο, καθώς τα ζητήματα του κράτος δικαίου και της διακυβέρνησης της χώρας χρήζουν βελτίωση, ωστόσο, σε σύγκριση με πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η περαιτέρω άνοδος του λαϊκισμού και της άκρας δεξιάς δεν είναι τόσο ανησυχητική, και αυτό είναι καλό. Οι συμβιβασμοί που έπρεπε να κάνει ο Εμανουέλ Μακρόν βασιζόμενος στο Εθνικό Μέτωπο της Marine Le Pen για να περάσει πρόσφατα το νομοσχέδιο του για το μεταναστευτικό είναι ενδεικτικές των διλημμάτων με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπα πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Ομοίως, μεταξύ άλλων, η νίκη του Geert Wilders στις γενικές εκλογές του Νοεμβρίου στην Ολλανδία, ένα άλλο ιδρυτικό κράτος μέλος της ΕΕ, αποτελεί αιτία ανησυχίας.
Για τα κράτη μέλη της ΕΕ, οι δυσκολίες συνοχής στην υλοποίηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος θα αντικατοπτριστούν στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον Ιούνιο του 2024, του οποίου η νέα σύνθεση αναμένεται να το κάνουν πιο δυσλειτουργικό από ποτέ, με επιπτώσεις στον δύσκολο διορισμό νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής αργότερα εντός του έτους.
Επίσης, οι επικείμενες προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες με τον Ντόναλντ Τραμπ να προηγείται στις δημοσκοπήσεις θέτει τεράστιες προκλήσεις για το μέλλον της αμερικανικής δημοκρατίας καθώς και για την ανθεκτικότητα της Δύσης. Η σχεδόν βέβαιη επανεκλογή του Βλαντιμίρ Πούτιν στις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου 2024 στη Ρωσία υποδηλώνει την περαιτέρω περιχαράκωση του καθεστώτος του τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στην διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της. Η πιθανή νίκη του κυβερνώντος κόμματος της Τουρκίας στις σημαντικές δημοτικές εκλογές στα τέλη Μαρτίου συνεπάγεται με μια περαιτέρω πολιτική ισχυροποίηση του Προέδρου Ερντογάν στην Τουρκία, όπου βρίσκεται σε εξέλιξη η εφαρμογή μιας ιδεολογικής μεταμόρφωσης και περαιτέρω απομάκρυνσης της χώρας από την Δύση.
Καθώς ο μη δυτικός, και όλο και πιο αυταρχικός κόσμος, αναφέρεται πιο συχνά στις ανισότητες της διεθνούς τάξης, όπου συντριπτικά ο όρος «νέο αποικιακές» χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις πολιτικές των δυτικών χωρών σε συνδυασμό με την ανάγκη περαιτέρω «αποαποικιοποίησης» του κόσμου, οι ιδεολογικές διαιρέσεις μεταξύ Βορρά και Νότου είναι βέβαιο ότι θα αυξηθούν, καθιστώντας την παγκόσμια διακυβέρνηση μια ολοένα και πιο δύσκολη εξίσωση.
Ωστόσο, το 2024, παρά τις αβεβαιότητές του, θα αποκρυσταλλωθεί γύρω από τις προσπάθειες ενίσχυσης των G7 και, κατ’ επέκταση, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, καθώς πολλά αυταρχικά καθεστώτα ανά την υφήλιο που επιδιώκουν να νομιμοποιήσουν την ύπαρξή τους θα προσπαθήσουν να υπονομεύσουν τη συνοχή, αν και όλο και πιο εύθραυστη και ανθεκτική, της Δύσης. Αυτό σημαίνει ότι η μεγάλη γεωοικονομική και γεωπολιτική σκακιέρα του επαναπροσδιορισμού της παγκοσμιοποίησης μέσω της ενίσχυσης ή/και της εφαρμογής νέων διαδρόμων εμπορίου, ασφάλειας και ενέργειας θα συνεχιστεί.
Για την Ελλάδα, η γεωγραφία της την τοποθετεί στο σταυροδρόμι δύο βασικών αξόνων: ο πρώτος επιχειρεί να συνδέσει την Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών (Βαλτική, Αδριατική και Μαύρη Θάλασσα), στην οποία προσχώρησε πρόσφατα η Ελλάδα, με το Αιγαίο Πέλαγος και την Κεντρική και Ανατολική Μεσόγειο, ενώ ο δεύτερος επικεντρώνεται στη σύνδεση της περιοχής του Ινδο-Ειρηνικού (με την Ινδία και τις Ηνωμένες Πολιτείες ως βασικούς κρατικούς δρώντες αυτής της περιοχής) με τη Μεσόγειο και την υπόλοιπη Ευρώπη μέσω της Μέσης Ανατολής. Η σκοπός είναι η σύμπραξη ομοϊδεατών εταίρων με στόχο την προώθηση της περιφερειακής συνδεσιμότητας, της ολοκλήρωσης και των ελεύθερων και ανοιχτών χώρων από τη Βόρεια Αμερική και τη Βόρεια Ευρώπη έως τη Νότια Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τον Ινδο-Ειρηνικό.
Η Ελλάδα καλείται να είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό κράτος διέλευσης ή διαμετακόμισης προϊόντων και εμπορευμάτων, μετατρέποντας τον εαυτό της σε κρίσιμο εταίρο και κόμβο logistics της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας μέσω της αναβάθμισης της οικονομίας της, των λιμένων της, των σιδηροδρομικών και οδικών δικτύων της και ως παρόχου ασφάλειας διατηρώντας και αυξάνοντας τον ρόλο της ως ζωτικό μέρος της Δύσης.
Καθώς τόσο οι πόλεμοι στην Ουκρανία όσο και στη Γάζα είναι βέβαιο ότι θα συνεχιστούν για κάποιο χρονικό διάστημα ακόμα, ενώ οι ιμπεριαλιστικές υπερβολές πρώην αυτοκρατορικών δυνάμεων όπως η Ρωσία, το Ιράν, η Τουρκία είναι βέβαιο ότι δεν θα ατονήσουν (είτε πρόκειται για την άμεση ή έμμεση εμπλοκή τους στην Ουκρανία, την Συρία, το Ιράκ, το Λίβανο, την Γάζα και αλλού), η Ελλάδα καλείται να κάνει την υπέρβαση της για να γίνει πιο ανθεκτική σε μια όλο και πιο ρευστή περιφερειακή και παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει να βρεθεί το συντομότερο δυνατόν μια λειτουργική συναίνεση ως προς τις βασικές προτεραιότητες της χώρας μεταξύ των βασικών δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων της (ιδιαίτερα της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ), προκειμένου να αντιμετωπιστούν, στο μέτρο του εφικτού, οι αντιξοότητες ενός όλο και πιο ταραχώδους και αβέβαιου κόσμου.
Το 2024 προμηνύει ταυτόχρονα περισσότερες κρίσεις και προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες για συναίνεση αναφορικά με την αντιμετώπιση τους.
*Ο Δημήτριος Τριανταφύλλου είναι Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Είναι επίσης Κύριος Ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (IDIS), Αθήνα.