Η Συνθήκη της Λωζάνης η οποία έκλεισε τον περασμένο Ιούλιο, 100 χρόνια από την υπογραφή της, είναι πάνω από όλα μια συνθήκη που χαράσσει σύνορα και επομένως δημιουργεί αντικειμενικές συνθήκες, η σημασία των οποίων ξεπερνά κατά πολύ γραμμές χαραγμένες στον χάρτη.
Της Μαρίας Γαβουνέλη
Η Συνθήκη της Λωζάνης υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923 στο Palais de Rumine ως η τελευταία και οριστική συνθήκη ειρήνης μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, συμπληρώνοντας και αντικαθιστώντας την Συνθήκη των Σεβρών του 1920 που δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί στην πράξη.
Με αυτή κλείνει το Ανατολικό Ζήτημα και η μακρά παρουσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ιστορία, ενώ γεννιέται η Τουρκική Δημοκρατία και προσδιορίζονται τα σύνορα όλων σχεδόν των κρατών της Μέσης Ανατολής – δημιουργώντας το πολύχρωμο και προβληματικό τοπίο που βιώνουμε σήμερα.
Ως συνθήκη ειρήνης, η Συνθήκη της Λωζάνης υπογράφεται από την μια πλευρά από τους νικητές του πολέμου: την Γαλλική Δημοκρατία, την Βρετανική Αυτοκρατορία, το Βασίλειο της Ιταλίας, την Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας, το Βασίλειο της Ελλάδος, το Βασίλειο της Σερβίας και το Βασίλειο της Ρουμανίας, και αφετέρου από την Τουρκία.
Και όπως όλες οι συνθήκες ειρήνης, ισχύει εσαεί – μέχρι τον επόμενο πόλεμο ή εφόσον συναινέσουν σε πιθανή τροποποίηση όλες οι εμπλεκόμενες χώρες. Λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό και την διασπορά των υπογραφόντων κρατών και την κατοπινή πορεία τους στην ιστορία, ποιες είναι οι πιθανότητες μιας τέτοιες συναίνεσης 100 χρόνια μετά;
Απαρτίζεται από σειρά επιμέρους συμφωνιών – Τι αφορούν
Η Συνθήκη της Λωζάνης δεν είναι ένα ενιαίο κείμενο. Είναι στην πραγματικότητα μια σειρά επιμέρους συμφωνιών, που ρυθμίζουν την πολιτική και οικονομική ζωή μιας τεράστιας περιοχής από τα Βαλκάνια ως τα όρια της Μέσης Ανατολής στο Ιράκ και στο Κουβέιτ, και της νότιας ακτογραμμής της Μεσογείου.
Πέραν των συνόρων μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Τουρκίας, η Συνθήκη οριοθετεί τα εδάφη της Μέσης Ανατολής με την απόσυρση της οθωμανικής παρουσίας σε όλη την ανατολική Μεσόγειο ως την Αραβική χερσόνησο, την Αίγυπτο και την Λιβύη – επιλύει έτσι το Ανατολικό Ζήτημα, προσδιορίζοντας τις συνθήκες διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Κάποιες από αυτές τις ρυθμίσεις έχουν πλέον ολοκληρωθεί. Αλλωστε η Συνθήκη συμπεριελάμβανε και ρυθμίσεις για το εσωτερικό της Τουρκικής Δημοκρατίας, δημιουργώντας στην πραγματικότητα τους θεσμικούς πυλώνες της πολιτικής και οικονομικής της ζωής. Περιλαμβάνει την κατάργηση των διομολογήσεων, των διευκολύνσεων που επέτρεψαν στους δυτικούς να παρεμβαίνουν στην οθωμανική οικονομία μετά την Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή του 1774 – και στους εξεγερμένους Έλληνες να αποκτήσουν την οικονομική επιφάνεια που θα τους επιτρέψει να χρηματοδοτήσουν τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας.
Προβλέπει υποχρεωτική τεχνική βοήθεια, που κατέληξε στην υιοθέτηση νέου Αστικού, Εμπορικού και Ποινικού Κώδικα κατά τα ελβετικά, γερμανικά και ιταλικά πρότυπα αντιστοίχως καθώς και την υιοθέτηση του νέου Συντάγματος της Τουρκικής Δημοκρατίας. Περιλαμβάνει ακόμη και την διαβόητη παραχώρηση των σιδηροδρόμων και των πηγών ενέργειας στους Αμερικανούς, στην περίφημη Chester concession, η οποία ουδέποτε υλοποιήθηκε γιατί η Γερουσία των ΗΠΑ αρνήθηκε να την υπερψηφίσει.
Η Συνθήκη περιελάμβανε ακόμη και μια συμφωνία αμνηστίας, με την οποία απαλλάσσονταν από κάθε ευθύνη οι εμπλεκόμενοι σε εγκλήματα «συνδεδεμένα με πολιτικά γεγονότα» κατά την περίοδο 1914-1922, με άλλα λόγια την γενοκτονία των Αρμενίων και των Ποντίων.
Η Μικρασιατική Καταστροφή
Ως συνθήκη ειρήνης, η Συνθήκη περιλαμβάνει μια σειρά διευθετήσεων μεταξύ των εμπολέμων – και ορισμένες από αυτές αφορούν και την Ελλάδα. Με μια μικρή διαφορά: από το τέλος του πολέμου τον Νοέμβριο 1918 ως το καλοκαίρι του 1923 έχει μεσολαβήσει η Μικρασιατική καταστροφή, μια συντριπτική ήττα για την Ελλάδα.
Η στάθμιση των αμοιβαίων συμφερόντων είναι επομένως πολύ διαφορετική. Στο σημαντικότερο παράδειγμα, η Συνθήκη προβλέπει την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας – μόνο που το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων της Μικράς Ασίας ήταν ήδη πρόσφυγες σε μια τρομακτική πορεία εξόδου που ξεκινά περί το 1914 και καταλήγει στην καταστροφή της Σμύρνης το 1922.
Η ανταλλαγή αφορούσε στην πραγματικότητα την απομάκρυνση των μουσουλμανικών πληθυσμών από τον ελληνικό χώρο και την παραμονή των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη: η χρήση των συγκεκριμένων επιθέτων δεν ήταν άλλωστε τυχαία. Η σκοπούμενη στη σύμβαση ισορροπία απάλλασσε την ελληνική ενδοχώρα από αλλογενείς και ενίσχυε την συνοχή του κράτους, που έβγαινε λαβωμένο από την εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας.
Αν και έχει έκτοτε σοβαρά διαταραχθεί στο πεδίο, ο πυρήνας της προστασίας παραμένει ισχυρός και αναλλοίωτος – ενισχυμένος μάλιστα στο πλαίσιο του εθνικού κράτους δικαίου και του διεθνούς συστήματος προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αν και χωρίς να αναφέρεται ρητώς, το Οικουμενικό Πατριαρχείο διασώζεται και παραμένει στην Κωνσταντινούπολη κατ΄ εφαρμογή των άρθρων 38-43 της σύμβασης περί μη μουσουλμανικών μειονοτήτων ως θεσμός ακραιφνώς θρησκευτικός – χάνοντας έτσι τα διοικητικά προνόμια που του είχε αποδώσει ο Μωάμεθ ο Πορθητής μετά την άλωση της Πόλης.
Η ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου
Το σημαντικότερο όμως στοιχείο της Συνθήκης για τις διμερείς μας σχέσεις είναι η οριστικοποίηση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά του Αιγαίου, που είχε ήδη συντελεσθεί με την κατάκτησή τους από το Θωρηκτό Αβέρωφ το 1912 και αποτυπωθεί σε επάλληλες συμφωνίες στο Λονδίνο και στην Αθήνα τα επόμενα χρόνια.
Η εικόνα αυτή μεταφέρεται αυτούσια στο άρθρο 12 της Συνθήκης, που έχει ως εξής:
Η ληφθείσα απόφασις τη 13η Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εις εκτέλεσιν των άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17/30 Μαΐου 1913, και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, η κοινοποιηθείσα εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τη 13 Φεβρουαρίου 1914 και αφορώσαι εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ιμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων (Μαυρυών), ιδία των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας, επικυρούται υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τας υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους, περί ων διαλαμβάνει το άρθρον 15.
Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, αι νήσοι αι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλλίων της ασιατικής ακτής παραμένουσιν υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν.
Επιπλέον των νησιών που ρητώς αναφέρονται, το Ελληνικό Ναυτικό είχε ακόμη καταλάβει κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων πλήθος άλλων νησιών, από τα οποία δέκα: Άγιος Ευστράτιος, Φούρνοι, Οινούσσες, Ψαρά, Θύμαινα, Σαμιοπούλα, Μεγαλονήσι, Άγιος Μηνάς, Αντίψαρα και Πασάς, κατοικούνταν από αμιγείς ελληνικούς πληθυσμούς. Επιπλέον το Ναυτικό επιβίβασε αγήματα και σε όλες τις νησίδες και βραχονησίδες επί των οποίων υπήρχαν φάροι εγκαθιστώντας ελληνική κυριαρχία, όπως έγινε δεκτό το 1934 στην υπόθεση των Φάρων ενώπιον του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης [Lighthouses case, France v. Greece, PCIJ series A/B, no. 62, 1934], του προπάτορα του σημερινού Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Τα μόνα νησιά πέραν των τριών μιλίων από τις μικρασιατικές ακτές που παραμένουν στην τουρκική κυριαρχία είναι η Ίμβρος, η Τένεδος και οι Λαγούσες νήσοι (άρθρο 14 της Συνθήκης). Η διευθέτηση αυτή μεταξύ των πρώην εμπολέμων συμπληρώνεται με την ρύθμιση του άρθρου 13, όσο και αν αστεία ακούγεται στον καιρό των drones:
Προς εξασφάλισιν της ειρήνης, Η Ελληνική Κυβέρνησις υποχρεούται να τηρή εν ταις νήσοις Μυτιλήνη, Χιω, Σάνω και Ικαρία τα ακόλουθα μέτρα:
1. Αι ειρημμένοι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέγερσιν οχυρωματικού τινός έργου.
2. Θα απαγορευθή εις την Ελληνικήν στρατιωτικήν αεροπλοΐαν να υπερίπταται του εδάφους της ακτής της Ανατολίας.
Αντιστοίχως, η Οθωμανική Κυβέρνησις θα απαγορεύση εις την στρατιωτικήν αεροπλοΐαν αυτής να υπερίπταται των ρηθεισών νήσων.
3. Αι ελληνικαί στρατιωτικαί δυνάμεις εις τα ειρημμένας νήσοις θα περιορισθώσι εις τον συνήθη αριθμόν των δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων, οίτινες δύνανται να εκγυμνάζωνται επί τόπου, ως και εις δύναμιν χωροφυλακής και αστυνομίας ανάλογον προς την εφ’ ολοκλήρου του ελληνικού εδάφους υπάρχουσα τοιαύτην.
Αντιθέτως, το άρθρο 15 της Συνθήκης αναφέρει (και θα μεταφερθεί αυτολεξεί στη Σύμβαση των Παρισίων του 1947, με την οποία η Δωδεκάνησος παραχωρείται στην Ελλάδα):
Η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των κάτωθι απαριθμουμένων νήσων, τουτέστι της Αστυπαλαίας, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσσου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψούς, Σύμης και Κω, των κατεχομένων νυν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων, ως και της νήσου Καστελλορίζου.
Εις επίρρωση αυτών, στο άρθρο 16 της Σύμβασης της Λωζάνης, η Τουρκία «παραιτείται παντός τίτλου και δικαιώματος πάσης φύσεως επί των εδαφών ή εν σχέσει προς τα εδάφη άτινα κείνται πέραν των προσβλεπομένων υπό της παρούσης Συνθήκης ορίων, ως και επί των νήσων, εκτός εκείνων ων η κυριαρχία έχει αναγνωρισθεί αυτή δια της παρούσης Συνθήκης».
Πολλά χρόνια μετά, την επαύριο των Ιμίων το 1996, η Τουρκία θα θεωρήσει ως γκρίζες ζώνες αμφισβητούμενης κυριαρχίας όσα νησιά δεν κατονομάζονται ρητώς στα άρθρα αυτά…
Συνθήκη που χαράσσει σύνορα
Η Συνθήκη της Λωζάνης είναι πάνω από όλα μια συνθήκη που χαράσσει σύνορα και επομένως δημιουργεί αντικειμενικές συνθήκες, η σημασία των οποίων ξεπερνά κατά πολύ γραμμές χαραγμένες στον χάρτη. Οι συνθήκες οριοθέτησης είναι φτιαγμένες για να κρατούν στον χρόνο, για να κτίζουν κράτη, να παράγουν μονιμότητα.
Είναι ο λόγος για τον οποίο, 100 χρόνια μετά, οι εφημερίδες στην Ελλάδα είναι γεμάτες άρθρα και αφιερώματα, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και επιστημονικές εταιρείες οργανώνουν συνέδρια, συνάξεις και ανοικτές συζητήσεις. Είναι επίσης ο λόγος για τον οποίο σε μια χώρα, που κατά πρόσφατες δηλώσεις, αισθάνεται στενά τα όριά της σχεδόν αγνοείται η επέτειος της γένεσης της Τουρκικής Δημοκρατίας και οι εορτασμοί της επετείου περιορίζονται στη σεμνή τελετή που οργανώνει το Τουρκικό προξενείο στο ιστορικό ξενοδοχείο. Έστω και με απογευματινόν τέϊον, πολλά τα έτη!
* Η Μαρία Γαβουνέλη είναι καθηγήτρια διεθνούς δικαίου στη Νομική Σχολή του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γενική Διευθύντρια του ΕΛΙΑΜΕΠ
(Αναδημοίευση από το in.gr)