«Οι χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα συνεχώς μεταβάλλονται προς το θερμότερο, όπως δείχνουν πρόσφατες μελέτες στο εξωτερικό και στη Χώρα μας. Επομένως το φαινόμενο αυτό της μείωσης των αποδόσεων λόγω των αυξημένων θερμοκρασιών του χειμώνα προβλέπεται να συνεχισθεί και φέτος (ήδη οι θερμοκρασίες που συμβαίνουν μέχρι τώρα είναι κατά πολύ υψηλότερες των κανονικών) με όλες τις βλαπτικές συνέπειες για τη γεωργική παραγωγή και τις τιμές των προϊόντων της».
Του Χρίστου Τσαντήλα*
Είναι γνωστό στο ευρύ κοινό ότι ορισμένες χρονιές κάποιες καλλιέργειες συμπεριφέρονται με περίεργο τρόπο. Ενώ τους έχουν προσφερθεί όλες οι απαραίτητες φροντίδες, κλάδεμα (στις δενδρώδεις καλλιέργειες), άρδευση, λίπανση και η ενδεδειγμένη φυτοπροστασία, η παραγωγή τους πολύ μικρότερη έως και μηδενική.
Τη φετινή χρονιά δύο τέτοιες καλλιέργειες που παρουσίασαν αυτή τη συμπεριφορά ήταν η ελιά και η ακτινιδιά, η παραγωγή των οποίων ήταν μειωμένη από 30% έως και 100%. Η παρουσίαση μιας συνηθισμένης αιτίας για το φαινόμενο αυτό, είναι το αντικείμενο αυτού του άρθρου.
Που οφείλεται λοιπόν αυτό το ανεπιθύμητο φαινόμενο και πως μπορεί να αντιμετωπισθεί;
Μια πολύ σύντομη απλοϊκή περιγραφή του πως λειτουργούν τα φυτά είναι απαραίτητη για να κατανοηθεί η «ιδιοτροπία» τους αυτή. Τα φυτά μπορούμε να τα θεωρήσουμε ως «μηχανές» που έχουν την καταπληκτική ικανότητα να παίρνουν διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα, το οποίο είναι ανεξάντλητο, να το επεξεργάζονται με νερό και θρεπτικά στοιχεία που απορροφούν από το έδαφος και με ενέργεια που αντλούν από τον ήλιο, να το μετασχηματίζουν σε οργανικές ενώσεις, που είναι η βλάστηση και οι καρποί το είδος των οποίων καθορίζει ο γενετικός τους κώδικας. Τι συμβαίνει λοιπόν και η απόδοση αυτών των «μηχανών» πέφτει κατακόρυφα;
Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι τα φυτά για να προσαρμόσουν τη λειτουργία τους στις μεταβολές της θερμοκρασίας που συμβαίνει κατά τη διάρκεια του έτους και ιδιαίτερα για να προστατευθούν από τις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα και να προσαρμοσθούν σε αυτές, αναπτύσσουν μηχανισμούς μέσω φυσιολογικών αντιδράσεων. Οι μηχανισμοί αυτοί είναι:
Ο «λήθαργος», που είναι η κατάσταση στην οποία ορισμένα όργανα του φυτού (σπόροι, βολβοί, κόνδυλοι, μπουμπούκια) ή ολόκληρο το φυτό διακόπτουν προσωρινά την ανάπτυξή τους. Στη διάρκεια του ληθάργου, ο οποίος συνήθως εκδηλώνεται από τον Οκτώβριο έως το Φεβρουάριο, γίνονται παράλληλα σημαντικές φυσιολογικές διεργασίες κατά τις οποίες σχηματίζονται τα παραγωγικά μέρη του φυτού (ανθοφόροι οφθαλμοί), από τα οποία εξαρτάται η παραγωγή της επόμενης καλλιεργητικής περιόδου. Ο λήθαργος τελειώνει την άνοιξη όταν ο καιρός γίνεται πιο θερμός και η θερμοκρασία μεγαλύτερη των 15 oC.
Οι απαιτήσεις σε ψύχος (chilling requirements), που είναι η διάρκεια χαμηλών θερμοκρασιών που είναι απαραίτητες για την άνθηση των φυτών. Πολλά φυτά και ιδιαίτερα τα φυλλοβόλα οπωροφόρα, προκειμένου να δημιουργήσουν τα παραγωγικά τους όργανα (άνθη, καρπούς) χρειάζεται να βρεθούν σε χαμηλές θερμοκρασίες (0-7 oC) για μια ορισμένη χρονική διάρκεια. Εάν αυτό δεν συμβεί η ανθοφορία και επομένως και η παραγωγή καρπών είναι μειωμένη έως μηδενική σε ακραίες περιπτώσεις. Η κάθε ποικιλία έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις σε ψύχος που μετρούνται σε ώρες ψύχους. Οι απαιτήσεις σε ψύχος μερικών γνωστών καλλιεργειών δενδρωδών είναι:
Φυτό | Απαιτήσεις σε ψύχος, ώρες | Φυτό | Απαιτήσεις σε ψύχος, ώρες |
Μηλιά | 100-1800 | Αχλαδιά | 200-1500 |
Ροδακινιά | 100-1200 | Αμυγδαλιά | 250-500 |
Βερικοκιά | 300-1000 | Καστανιά | 300-500 |
Νεκταρινιά | 100-1200 | Καρυδιά | 300-1500 |
Κερασιά | 400-1400 | Ροδιά | 50-300 |
Δαμασκηνιά | 250-1100 | Φουντουκιά | 800-1600 |
Κυδωνιά | 100-500 | Ελιά | 1450 |
Η «εαρινοποίηση» (vernalization) που είναι η απόκτηση της δυνατότητας των φυτών να ανθήσουν μετά από μία περίοδο χαμηλών θερμοκρασιών. Η κατάσταση αυτή των φυτών συνδέεται στενά με τις απαιτήσεις σε ψύχος δεδομένου ότι ακολουθεί μετά τη συμπλήρωση της χρονικής διάρκειας αυτών για κάθε είδος φυτού, μετά την οποία συμβαίνει η απελευθέρωση από τον λήθαργο των φυτών. Λόγω αυτής της κατάστασης δεν είναι δυνατή η άνθηση των φυτών το φθινόπωρο που οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές για την αναπαραγωγή. Σε ό,τι αφορά ετήσιες καλλιέργειες και ιδιαίτερα τα χειμερινά σιτηρά, η εαρινοποίηση συμβαίνει ύστερα από τη συμπλήρωση 30-60 ημερών με θερμοκρασίες 0-7 oC και 7-18 oC για 5-15 ημέρες για τα εαρινά σιτηρά. Εάν επικρατήσουν υψηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια του χειμώνα που δεν ικανοποιούν τις ανάγκες σε ψύχος των σιτηρών, τα φυτά φυτρώνουν, αναπτύσσονται, αλλά δεν σχηματίζουν στάχυα γιατί η παραγωγή ανθέων προϋποθέτει την προηγούμενη επίδραση των χαμηλών θερμοκρασιών.
Εάν λοιπόν δεν συμπληρωθούν οι ώρες ψύχους που χρειάζονται για να δημιουργήσουν καρποφόρα παραγωγικά όργανα οι καλλιέργειες μειώνουν μέχρι μηδενισμού τις αποδόσεις τους.
Η μη συμπλήρωση λοιπόν των ωρών ψύχους ήταν η βασική αιτία που φέτος οι ελιές και οι ακτινιδιές μείωσαν δραματικά τις αποδόσεις τους, συμβάλλοντας κατά ένα ποσοστό στην αδικαιολόγητα όμως τόσο μεγάλη αύξηση των τιμών των προϊόντων τους.
Είναι όμως μόνιμο όμως το φαινόμενο αυτό και πως μπορεί να αντιμετωπισθεί; Οι προβλέψεις για το κλίμα είναι δυστυχώς ότι το φαινόμενο αυτό σιγά-σιγά σταθεροποιείται.
Οι χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα συνεχώς μεταβάλλονται προς το θερμότερο, όπως δείχνουν πρόσφατες μελέτες στο εξωτερικό και στη Χώρα μας. Επομένως το φαινόμενο αυτό της μείωσης των αποδόσεων λόγω των αυξημένων θερμοκρασιών του χειμώνα προβλέπεται να συνεχισθεί και φέτος (ήδη οι θερμοκρασίες που συμβαίνουν μέχρι τώρα είναι κατά πολύ υψηλότερες των κανονικών) με όλες τις βλαπτικές συνέπειες για τη γεωργική παραγωγή και τις τιμές των προϊόντων της.
Επομένως εκείνο που μπορεί και επιβάλλεται να γίνει είναι να προσαρμόσουμε στις νέες κλιματικές συνθήκες τις καλλιέργειές μας αναδιαρθρώνοντάς τες κατάλληλα. Παράλληλα και μέχρι αυτό να επιτευχθεί, πρέπει να αναπροσαρμοσθεί η ασφαλιστική νομοθεσία για τη γεωργική παραγωγή για να συμπεριλαμβάνει και κινδύνους που προέρχονται από τα νέα κλιματικά δεδομένα. Πολιτικές πλέον και μέτρα που σχετίζονται με την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και στην ανθεκτικότητα της γεωργίας είναι πρωταρχικής σημασίας και πρέπει να αφυπνίσουν το πολιτικό σύστημα. Εκείνο που πρέπει όμως να τονισθεί ότι οποιαδήποτε προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών, προϋποθέτει τη δημιουργία αγροκλιματικών ζωνών στη χώρα, οι οποίες θα δίνουν τη δυνατότητα αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών με βάση τις κλιματικές και εδαφικές απαιτήσεις των φυτών κάτω από τα νέα εδαφοκλιματικά δεδομένα.
*Ο Χρίστος Τσαντήλας είναι Γεωπόνος, δρ. Εδαφολογίας, Ερευνητής, πρ. Διευθυντής Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ
(e-mail: [email protected])