«Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η κλιματική κρίση μπορεί να προκαλέσει μείωση στο αλίευμα και στο εισόδημα των αλιέων, και τους εξωθεί ήδη σε μεταβολές στη δραστηριότητά τους. Το μέλλον όμως δεν είναι προδιαγεγραμμένο καθώς οι ποσότητες των αλιευμάτων εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό και από τη σωστή και προσαρμοστική αλιευτική διαχείριση».
Κωνσταντίνος Τσαγκαράκης*
Βρισκόμαστε σε μια περιοχή του πλανήτη όπου η θέρμανση των θαλασσών λόγω κλιματικής αλλαγής είναι υψηλότερη και από τον παγκόσμιο μέσο όρο.
Ως κατεξοχήν θαλάσσια χώρα με σημαντική αλιευτική παράδοση και με το μεγαλύτερο αλιευτικό στόλο σε αριθμό σκαφών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στους αλιευτικούς μας πόρους είναι ήδη σημαντικές και αναμένονται να ενταθούν.
Η πιο κοινή επίδραση της κλιματικής αλλαγής είναι ότι καθώς κάθε είδος έχει συγκεκριμένες θερμοκρασιακές προτιμήσεις, οι ιχθυοπληθυσμοί μετακινούνται προς τους πόλους (βορειότερα στο Βόρειο ημισφαίριο) ή ακόμα και σε βαθύτερα και ψυχρότερα νερά για να παραμείνουν σε ευνοϊκό περιβάλλον. Ειδικά στη Μεσόγειο, η θέρμανση των θαλασσών δημιουργεί ιδανικές συνθήκες για την εισβολή θερμόφιλων ειδών από τον Ινδο-Ειρηνικό μέσω της διώρυγας του Σουέζ. Τα οικοσυστήματα αλλάζουν και πάνω από 100 είδη ξενικών ψαριών παρατηρούνται πλέον στα νερά μας. Κάποια από αυτά είναι τοξικά, όπως ο λαγοκέφαλος, και άλλα πιθανόν να προκαλούν περαιτέρω αλλαγές στη σύνθεση των ειδών και το υποθαλάσσιο τοπίο λόγω θήρευσης (λεοντόψαρο) και βόσκησης (γερμανοί). Ωστόσο, πολλά είδη είναι βρώσιμα και έχουν ήδη γίνει εμπορικά όπως ο σαρδελόγαυρος ή Παριανός γαύρος, το λενοτόψαρο και σε ορισμένες περιοχές οι γερμανοί.
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής όμως δεν περιορίζονται στις άμεσες επιδράσεις της αύξησης της θερμοκρασίας στους ιχθυοπληθυσμούς. Στη Μεσόγειο, η κλιματική αλλαγή οδηγεί σε αλλαγές στην εποχικότητα, σε περισσότερες θερμές ημέρες, σε μείωση των βροχοπτώσεων και αύξηση της ξηρασίας, σε αύξηση της αλατότητας και σε μεταβολές στην κυκλοφορία των υδάτων.
Η οξίνιση των ωκεανών, η μείωση του οξυγόνου, η συχνότερη ανάπτυξη τοξικού φυτοπλαγκτού, η ευκολότερη διασπορά παρασίτων και παθογόνων στα είδη-στόχους της αλιείας, αποτελούν επίσης σημαντικές μεταβολές που επηρεάζουν την κατανομή και την παραγωγικότητα των ιχθυοπληθυσμών. Όλα αυτά επιδρούν στη φυσιολογία των οργανισμών, με συνέπειες στην αύξηση, την αναπαραγωγή και την επιβίωση τους.
Οι παρατεταμένες θερμές ημέρες εκτός εποχής, και οι μεταβολές στην κυκλοφορία και τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά των νερών μπορεί να προκαλούν μείωση των περιοχών που είναι κατάλληλες για αναπαραγωγή ή και μεταβολές στη διάρκεια και το χρόνο της αναπαραγωγικής περιόδου.
Για παράδειγμα, οι ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες την προηγούμενη περίοδο, ενδεχομένως να επηρεάζουν την αναπαραγωγή της σαρδέλας που ξεκινάει μόλις πέσει η θερμοκρασία των υδάτων στις αρχές του χειμώνα, και από την οποία εξαρτάται εν μέρει η αφθονία της την επόμενη χρονιά. Η χρονική αναντιστοιχία της αναπαραγωγής με την ύπαρξη κατάλληλων περιβαλλοντικών συνθηκών, όπως η εποχική αφθονία της τροφής (πλαγκτόν), ήταν πάντα γνωστό ότι οδηγεί σε αυξημένη θνησιμότητα στα πρώιμα ηλικιακά στάδια των ψαριών, ωστόσο τέτοια φαινόμενα είναι πλέον πολύ πιο κοινά.
Μακροπρόθεσμα, κλιματικά και οικοσυστημικά μοντέλα προβλέπουν είδη «νικητές» και «χαμένους». Αν και υπάρχει υψηλή αβεβαιότητα στις προβλέψεις αυτές λόγω και της πολυπλοκότητας των αλληλεπιδράσεων στο θαλάσσιο οικοσύστημα, η δυνητική αλιευτική παραγωγή αναμένεται να μειωθεί παγκοσμίως κατά 3-12% έως το 2050, με σημαντικό αντίκτυπο στις τοπικές κοινωνίες και την επισιτιστική ασφάλεια.
Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η κλιματική κρίση μπορεί να προκαλέσει μείωση στο αλίευμα και στο εισόδημα των αλιέων, και τους εξωθεί ήδη σε μεταβολές στη δραστηριότητά τους. Το μέλλον όμως δεν είναι προδιαγεγραμμένο καθώς οι ποσότητες των αλιευμάτων εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό και από τη σωστή και προσαρμοστική αλιευτική διαχείριση.
Προς την κατεύθυνση αυτή, η προώθηση καλών πρακτικών, η διεθνής συνεργασία, η παρακολούθηση των αλιευτικών πόρων και η βελτίωση της γνώσης όσον αφορά στην επίδραση της κλιματικής αλλαγής οφείλουν να αποτελέσουν προτεραιότητες.
Ταυτόχρονα, και ο ίδιος ο κλάδος της αλιείας αλλά και οι καταναλωτές οφείλουν να προσαρμόζονται συνεχώς στη νέα κανονικότητα (π.χ. εμπορία και κατανάλωση ξενικών ειδών) που αποτελείται από νέες και συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες.
*Κύριος Ερευνητής, Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών, Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Χρίστος Τσαντήλας / Πόσο ακριβά θα πληρώσουμε το φετινό ήπιο χειμώνα; – Οι επιπτώσεις στην γεωργική παραγωγή