«Η αγάπη δεν είναι κανονιστική λογική αναγκαιότητα,
παρά το ακριβώς αντίθετο, η μοναδική έξοδος από κάθε φυσιοκεντρική και ατομοκεντρική αναγκαιότητα».
[Ηλίας Παπαγιαννόπουλος, Έξοδος Θεάτρου, εκδ. Ίνδικτος, 2004]
π. Φιλοθέου Χρ. Δέδε
Δεν μπορούσα παρά να ανταποκριθώ στην ευγενή και τιμητική πρόσκληση του παρόντος ενημερωτικού ηλεκτρονικού μέσου, όταν μάλιστα η επιχειρηματολογία εστιάστηκε στην προσπάθεια που το μέσο καταβάλλει για έναν σοβαρό προβληματισμό στον διάλογο για το θέμα της θέσμισης του γάμου και της τεκνοθεσίας εκ μέρους των ομόφυλων συνανθρώπων μας.
Σκοπός μου δεν υπήρξε να αρθρογραφήσω για το εν λόγω θέμα· γι’ αυτό και όσα σχετικά κατατεθούν στη συνέχεια υπόκεινται στις οριστικές αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας μας. Η ανταπόκριση επομένως στην προαναφερθείσα πρόσκληση έγινε γιατί δεν είναι μόνο δικαίωμα η άρνηση, αλλά και υποχρέωση η αποδοχή.
Κατ’ αρχάς, φρονώ ότι δεν υπάρχει σοβαρός διάλογος για το εν λόγω θέμα. Οποιαδήποτε σοβαρή τοποθέτηση είτε δεν προβάλλεται, είτε αποσιωπάται από τα Μ.Μ.Ε. που έχουν αναλάβει την υπεράσπιση και αυτού του –λεγόμενου– δικαιώματος. Όταν π.χ. προσκαλούνται να συμμετάσχουν σε εκπομπές όσοι διαφωνούν, είτε ο χρόνος είναι ολίγιστος είτε η λοιδορία των αδαών έχει τον τελικό λόγο της «επίγευσης».
Οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης έχουν αποφανθεί εκ των προτέρων, ανέξοδα και οριστικά, υπέρ της προοδευτικής και εκσυγχρονιστικής αποδοχής και των δύο επιμέρους θεμάτων και εναντίον κάθε μορφής αντίθετης τοποθέτησης, με χαρακτηρισμούς ανάλογους του επιπέδου του καθενός. Φέρεται, επομένως, η Ελληνική κοινωνία να έχει και μέσω των σφυγμομετρήσεων (!) θετικές ή μάλλον θετικές κατά πλειοψηφία αποδοχές.
Διευκρινίζεται εξ αρχής ότι η συντεταγμένη Πολιτεία είναι εκείνη που αποφασίζει για θέματα, τα οποία αφορούν τη θέσμιση των κανόνων λειτουργίας που διέπουν την κοινωνία. Το τι και το πώς λαμβάνεται υπ’ όψιν εκ μέρους της κοινωνίας, δηλ. οι τρόποι και οι μέθοδοι διαβούλευσης, είναι λίγο-πολύ γνωστά.
Ο κόσμος και ο νομικός πολιτισμός αλλάζουν με ραγδαίους ρυθμούς στον χρόνο, ο οποίος δεν εξαρκεί ούτε για ουσιώδεις συζητήσεις αλλά ούτε και για κατανοήσεις των βημάτων που εξαγγέλονται, αφ’ ενός, και των άρτιων ρυθμίσεων που θα παραγάγουν το επαγγελλόμενο νομικό πλαίσιο-κατοχύρωση, αφ’ ετέρου.
Ο χρόνος είναι πλέον αντιστρόφως ανάλογος των τεκταινομένων αλλαγών-ρυθμίσεων. Η Εκκλησία πρόκειται να λάβει θέση γιατί έχει δικαίωμα, όσο και αν αρκετοί δεν επιθυμούν ν’ ακούσουν τη φωνή Της, όσο κι αν ενοχλούνται από την προάσπιση της «παραδοσιακής» στήριξης της οικογένειας.
Υπάρχουν βέβαια και οι νέοι Νοβατιανοί (αυστηροί ευσεβείς), οι οποίοι εξ ίσου θα βρουν άλλη μία ευκαιρία να καταλογίσουν στην ποιμαίνουσα Εκκλησία ότι δεν πράττει κατά τον δικό τους αφοριστικό (κυριολεκτικά) τρόπο, κατά τις δικές τους επιθυμίες, και οι οποίοι θα βρουν ερείσματα τόσο στο Κανονικό Δίκαιο όσο και σε συγγραφές Πατέρων της Εκκλησίας. Μια κατακραυγή είναι αναμενόμενη εντεύθεν κακείθεν, όπως γίνεται σε τούτο τον τόπο ιστορικά.
Ποια είναι όμως η παραδοσιακή οικογένεια; Είναι αυτή από την οποία προερχόμαστε όλοι δίχως εξαίρεση, είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε. Μάλλον κάποιοι διαφωνούν, γιατί θα ήθελαν να γεννηθούν τώρα, άρα θα ήθελαν να προέλθουν από μία νέα μορφή οικογένειας, την οποία υποστηρίζουν. Πιθανόν και δικαίωμά τους. Το νέο πάντοτε ελκύει ή και προκαλεί· όμως, πώς ζητείται να καθιερωθεί, με ποιον τρόπο και από ποιους;
Ξεκινούμε από το τελευταίο. Ζητείται από όσους έχουν ελεύθερα το δικαίωμα να αυτοκαθορίζονται, γιατί αυτό είναι, αυτή δηλ. είναι η ζωή τους. Αυτό είναι κατανοητό. Εκεί που χωλαίνει η ολοκλήρωση του δικαιώματος συνίσταται στο ότι εξ αρχής γνωρίζουν ότι η επιλογή τους, η ζωή τους, το ελεύθερο δικαίωμά τους, η ισονομία τους κ.τ.ό. δεν μπορεί να επιβληθεί στην κοινωνία ως κάτι προοδευτικό για να μειώσει το παραδοσιακό λειτουργικό οικογενειακό πρότυπο. Επ’ αυτού ουδείς αισθάνεται την υποχρέωση να τοποθετηθεί. Κανείς δεν επιθυμεί να θέσει ένα «ωπ! Μέχρι εδώ! Προσβάλλομαι!». Ανοίγει ο δρόμος να θεωρηθούν όσοι τοποθετούνται με τέτοιο τρόπο, αναγνωρίζοντας βεβαίως το δικαίωμα, ότι πρέπει να αισθάνονται πως είναι και οπισθοδρομικοί. Αυτό σημαίνει ότι ο λόγος τους, κατά λογική ακολουθία, δεν έχει βαρύτητα. Όταν επομένως μιλούν, πρέπει (;) να προσέχουν τι ακριβώς εκφράζουν και πώς το λένε. Γνωρίζουν επίσης όσοι επιθυμούν να έχουν ίσα αστικά, κατά νόμον, δικαιώματα ό,τι έχουν και τις ανάλογες υποχρεώσεις. Αποκτώντας τη νομική τους κατοχύρωση, γνωρίζουν ότι ο νόμος και μόνο δεν τους οδηγεί στην απόκτηση παιδιών.
Ουδείς νόμος υποχρεώνει σε τεκνογονία ούτε τιμωρεί όσους δεν θέλουν ή δεν μπορούν να τεκνοποιήσουν. Αυτό δεν είναι κρυφό, είναι σε όλους γνωστό. Ο προοδευτικός, ή η νέα μορφή οικογένειας, δεν είναι φύσει τεκνογονικός. Όσο και αν λυπάται ή προσποιείται ότι λυπάται κάποιος, αυτό είναι μία γνωστή κατάσταση. Θα περίμενε ο καθένας να αναληφθεί η ευθύνη εκ των προτέρων και να μην ζητείται εκ προοιμίου να λύσουν οι άλλοι διά νόμου ό,τι ο τρόπος της ζωής και η φυσιολογία δεν παρέχει – όπως οι γονείς μας ανέλαβαν την ευθύνη για όλους εμάς.
Ερχόμαστε στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, με ποιο τρόπο επομένως θα λυθεί. Με τη «χρήση» παρένθετης μητέρας. Το παιδί / τα παιδιά είναι επομένως επιθυμία ή, για να είμαστε δίκαιοι, είναι επιθυμία κατά παραγγελίαν, όσο σκληρό κι αν ακούγεται αυτό, όσο άδικο κι αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από τις λέξεις παραποιώντας το νόημα και προσβάλλοντας την κοινή λογική. Επιθυμώ σημαίνει συμμετέχω ολοκληρωτικά, λαμβάνω μέρος, συμπάσχω στην ευθύνη, εκ των προτέρων «σταυρώνομαι» και εξ αίματος δίδω αίμα και ζωή ολόκληρη. Δεν χρησιμοποιώ την τεχνική πρόοδο της ιατρικής και, αφού εξ απαλών ονύχων θέλω και επειδή υπάρχει ο τρόπος πραγμάτωσης της επιθυμίας, προβαίνω στα χρηστικά απαραίτητα για να έχω ένα παιδί.
Ο άνθρωπος δεν «παραγγέλλεται» επειδή το μπορώ. Δεν μπορούν οι επιθυμίες άκριτα να μετατρέπονται σε δικαίωμα. Σκεφτείτε πού μπορεί να οδηγηθεί ο κόσμος μέσα σε αυτή τη «μεταποίηση» των επιθυμιών σε δικαιώματα με νομικές κατοχυρώσεις.
Το τελευταίο σκέλος του ερωτήματος αφορά το πώς ζητείται να καθιερωθεί-πραγματωθεί. Εδώ αρχίζει ένα δράμα, εκείνο του ρόλου της παρένθετης μητέρας. Ο άνθρωπος μετατρέπεται σε αντικείμενο. Υποβαθμίζεται και μηδενίζεται οντολογικά. Γίνεται χρηστικό μέσο, τεχνητό πράγμα, αντικείμενο κατά κυριολεξίαν. Ο άνθρωπος στη γυναικεία του φύση ευτελίζεται όσο ποτέ άλλοτε στην ανθρώπινη ιστορία και η μοναδικότητα και η ανεπανάληπτη αυταξία του χρησιμοποιείται προς όφελος άλλων. Προηγήθηκε ad hoc, με πονηρό σκεπτικό προς πραγμάτωση του αυτοσκοπού, η προσβλητική λογική της κατάργησης των φύλων. Οι γονείς γίνονται αριθμοί και η νοσηρή αυτή, απάνθρωπη και κοινοβλαβής κατασκευή τείνει να επιβληθεί ως πρόοδος και νέα εφεύρεση κοινωνικής θέσμισης. Με αυτή τη γεωμετρική πρόοδο (;) επιτυγχάνονται οι αποσκοπήσεις. Η γυναικεία φύση μειώνεται, για να ισορροπήσουν επάνω στη μείωση αυτή οι «νέες» οικογενειακές αρχές. Η γυναίκα μετατρέπεται σε ένα είδος που εξυπηρετεί σκοπούς, σε ένα πράγμα (res) προς εκμετάλλευση. Το έλλογο υπαρκτό γίνεται μέσον παράλογης υπηρέτησης νέων μορφών επιθυμιών. Τα φεμινιστά κινήματα σιωπούν.
Το σώμα δεν «ανήκει» αλλά μισθώνεται κατά παραγγελία για να παράγει ανθρώπους – ή μάλλον ανήκει ακόμη και σε όσους δεν έλκονται από την γυναικεία φύση αλλά μπορούν μέσω αυτής να παραγγέλλουν ό,τι επιθυμούν. Κι έτσι ο άνθρωπος καθίσταται πλέον προϊόν. Πού είναι η παρουσία εκείνων που υποκλίνονται στην ομορφιά και πώς επιτρέπουν την έκθεσή της σε τέτοια ασχήμια; Πού είναι η φωνή της ομορφιάς, πού διεκδικούσε ίσα δικαιώματα, τώρα πού βιάζεται με έννομο τρόπο για να εξυπηρετεί πονηρά και καταχρηστικά ανεκπλήρωτες δυνατότητες και αλλότριες επιθυμίες;
Όλοι σιωπούν· σιωπά και η Μητρότητα, που θα γεννά αλλά δεν θα τεκνοποιεί. Η Μητρότητα, το ιερότατο μυστήριο που κρατούσε τη ζωή και έδινε νόημα στον άνθρωπο από τη βρεφική ηλικία μ’ ένα και μόνο χάδι, τώρα θα παράγει και θα αμείβεται γι’ αυτό.
Σε έναν τέτοιο κόσμο που –ίσως– θεσμίζεται νομοθετικά, η Εκκλησία δεν μπορεί να σιωπά. Η διδασκαλία Της είναι αποκάλυψη του Ιδίου του Θεού κι ας θέλουν κάποιοι να μειώσουν την αξία Της προβάλλοντας, υπό τύπον ερωτήσεων, τις αποτυχίες, ή (για να το πω καθαρά) τις αμαρτίες μας. Η αμαρτία κανενός δεν αποτελεί εφαλτήριο δικαίωσης καμιάς ανομίας ουδενός. Η αποτυχία του ενός δεν αποτελεί δικαίωση του άλλου. Τα αυτονόητα λειτουργούν και οι αναφορές μιας λογικής που θέλει να ισοπεδώνει για να δικαιώνεται λειτουργεί μόνον ως αποδοχή αδυναμίας και κατάθεσης σοβαρών επιχειρημάτων.
Η δημιουργία είναι το «έτερο», μία άλλη φύση που την θέλησε η ευδοκία του Θεού και που δημιουργήθηκε εκ του μη όντος από τη θεϊκή ελευθερία, για χάρη της ελευθερίας της ίδιας της δημιουργίας. Πρέπει επομένως να συμμορφώνεται ελεύθερα προς εκείνο το πρότυπο του Δημιουργού από το οποίο ζει και κινείται και έχει την ύπαρξή της.
Η δημιουργία δεν είναι αυτό το πρότυπο κι αυτό το πρότυπο δεν είναι η δημιουργία. Με έναν ακατάληπτο τρόπο, η ανθρώπινη ελευθερία γίνεται ένα είδος «περιορισμού» της θείας παντοδυναμίας, γιατί ο Θεός θέλησε να σώσει τη δημιουργία όχι με τη βία, αλλά μόνο με την ελευθερία.
Η δημιουργία είναι το «έτερον» και η πορεία προς τον Θεό πρέπει να πραγματοποιηθεί με τις δικές της δυνάμεις και βεβαίως με την βοήθεια του Θεού και η Εκκλησία ακολουθεί, ή καλύτερα απεικονίζει το μυστήριο των δύο φύσεων του Χριστού ενωμένων, κατά το δόγμα της Χαλκηδόνος, στο ένα πρόσωπο της Θεότητος του Υιού και Λόγου.
Η Εκκλησία, κατά τον λόγο ενός εκ των Πατέρων της, είναι «ένα είδος ολοκληρώσεως (plenitude) του Χριστού, όπως ακριβώς το δένδρο είναι ολοκλήρωση του σπόρου»· «έτσι, αν μπορούσατε να δήτε την Εκκλησία του Χριστού με την αληθινή Της μορφή, καθώς είναι ενωμένη με το Χριστό και μετέχει στη Σάρκα του, τότε δεν θα την βλέπατε παρά μόνο ως το Σώμα του Κυρίου», κατά έναν άλλο σπουδαίο επίσης θεολόγο και Πατέρα Της.
Με λόγια απλά, ο Υιός γεννάται εκ Πατρός, από τη φύση-ουσία του Πατέρα. Ο Θεός είναι πρώτα Πατήρ και είναι Πατήρ γιατί γεννά αχρόνως τον Υιό και ο Υιός είναι Υιός γιατί γεννάται εκ της ουσίας του Πατρός. Δεν υιοθετείται. Και το Πνεύμα το Άγιο εκπορεύεται (ένας άλλος μόνο θεϊκός τρόπος «γέννησης») από τον Πατέρα μόνο, δεν τεκνοθετείται.
Ο άνθρωπος κλήθηκε απ’ αρχής να μετάσχει κατά χάριν στη ζωή της Αγίας Τριάδος. Γι’ αυτό και ο Υιός αναλαμβάνει την πεπερασμένη ανθρώπινη φύση, μία φύση πού υπόκειται στη φθορά και τελειώνει στο θάνατο. Αναλαμβάνει τη φύση μας και τελειώνει στην πρώτη ιστορική περίοδο που αρχίζει από την Γένεση και τελειούται με την δική Του και στην δική Του Γέννηση.
Αναλαμβάνει τη μοίρα του κτιστού/πεπερασμένου για να το αθανατίσει κατεβαίνοντας στον Άδη της ανθρώπινης περιπέτειας. Θάνατος είναι η αποκοπή από τη Ζωή, που είναι ο Θεός, ο χορηγός της ζωής.
Ο Υιός γεννάται εκ Παρθένου γιατί είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Στη μήτρα της Παρθένου-Μητέρας Του ο Υιός του Πατρός γεννάται, με την ευδοκία του Πατρός και την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος δίχως φθορά και θάνατο. Το Άγιο Πνεύμα ενεργεί την «απαλλαγή» ακριβώς από την φθορά και τον θάνατο γιατί, όπως αναφέραμε, γεννάται ο Υιός και ως τέλειος άνθρωπος. Δεν είναι μια παρένθετη γέννηση αλλά η σάρκωση του Υιού, ο Οποίος αναλαμβάνει τη δική μας ατελή φύση, την πεπερασμένη και άρα υποκείμενη στο θάνατο, για να την ενώσει ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως και αναλλοιώτως με τη θεία σε ένα και μόνο πρόσωπο, το πρόσωπο του θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Είναι ο «υιός του ανθρώπου», δηλαδή ο τέλειος –κατά την ανθρώπινη φύση– άνθρωπος, ο καινός άνθρωπος. Ενωμένος μ’ Εκείνον τελειούται ο καθένας μας ελεύθερα γεννώμενος κατά Χάριν διά του Υιού υιός του Πατρός εν Πνεύματι Αγίω.
Ο κόσμος δημιουργήθηκε από τη θέληση του Θεού, της Αγίας Τριάδος. Είναι έργο θελήσεως και όχι φύσεως. Και η θέληση του Θεού είναι πράξη και λέγεται Εκκλησία, στο μυστήριο της οποίας λειτουργείται η πρόσληψη της ατελούς ανθρώπινης φύσης μας για να τελειωθεί έμπρακτα από τον Υιό με την ανάληψή Της. Πρόκειται για μία ανάληψη που μας κάνει συγγενείς εξ αίματος με τον Θεό και γι’ αυτό είναι ο Σωτήρας και Λυτρωτής του κόσμου. Ο Θεός δημιουργεί κάτι, μία άλλη, τελείως διαφορετική απ’ ότι η δική Του φύση, την ανθρώπινη. Δεν πολλαπλασιάζει τον εαυτό Του ούτε προσθέτει κάτι στην υπερπλήρη πληρότητά Του. Δεν δημιουργεί ένα «ίδιον» του εαυτού Του αλλά ένα άλλο ον, τελείως άλλο, από ό,τι είναι ο ίδιος. Η ακολουθία στο θέλημα του Θεού δεν είναι μία μορφή δουλείας αλλά απελευθέρωση της ελευθερίας μας, καθ’ ότι ο Θεός είναι ο μόνος ελεύθερος, ακόμη και από την θεότητά Του. Ελεύθερος από έναν τρόπο ζωής που επιστρέφει και ασφαλίζεται στην εαυτότητα, όπως πράττουμε εμείς επιστρέφοντας στο ίδιο θέλημα, δούλοι των πενθηφόρων επιθυμιών μας. Ο Θεός «διακινδυνεύει» μέχρι τον Άδη αναζητώντας τη δική μας συγκατάθεση, την απελευθερωμένη ελευθερία μας, για να καταστούμε μέτοχοι και κοινωνοί της δικής Του ζωής και της δικής Του δόξας. Αυτή είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας εν ολίγοις και αρδομερώς και εκεί εδράζεται η αντίθεσή Της σε όλα όσα ο άνθρωπος ως «ανήρ φυσικών επιθυμιών» ζητεί να ορίσει και να νομοθετήσει με «προοδευτικό» πρόσημο.
Ο εγωισμός είναι η έδραση τόσων κενών αναζητήσεων που εν ονόματι ενός κινηματικού δικαιωματισμού υποτιμά και εκμηδενίζει τον άνθρωπο των καιρών μας οντολογικά, με συνέπειες οι οποίες δεν μπορούν να προβλεφθούν, γιατί το ακατανόητο επιθυμεί στανικά να χαρακτηρισθεί και να επιβληθεί ως καλό. Αλλά κάθε «καλό» που βιάζει και εξαναγκάζει τις κοινωνίες να γίνει αποδεκτό με τον μανδύα του δικαιώματος, μετατρέπεται σε κακό και αυτό αποτελεί «τον εφιάλτη του επιβεβλημένου καλού», όπως έχει εύστοχα ειπωθεί, επειδή ξεκινά από την εγωπάθεια που δεν ορίζεται πλέον και δεν είναι «να ζεις όπως εσύ επιθυμείς, αλλά να ζητάς από τους άλλους να ζουν σύμφωνα με τη δική σου βούληση», κάνοντας αποδεκτές όλες τις μορφές της σε όλα ανεξαιρέτως τα πεδία που εσύ επιθυμείς.
Στην περίπτωση της τεκνοθεσίας, ένας σπουδαίος της φιλοσοφίας των χρόνων μας έχει δώσει έναν ορισμό του ναρκισσιστή ανθρώπου, γράφοντας ότι «αναλαμβάνει το ρόλο του Θεού στην εσωτερική σκηνή του ονείρου του». «Ρόλος του Θεού» για τα παιδιά που θα κληθούν, αγνοώντας και μη ανησυχώντας για τον ψυχισμό τους και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στο προσωπικό τους πεδίο και κατ’ επέκταση στο κοινωνικό, του οποίου θα είναι επερχόμενα μέλη. Σημασία τώρα έχει μόνο ο «ίδιος εαυτός». Τώρα στον κενό, και γι’ αυτό εύκολο, λόγο ότι τα παιδιά θέλουν μόνο αγάπη, ανεξάρτητα απ’ όλα τα άλλα αυτός είναι τόσο περιοριστικός και πρόχειρος ώστε δύσκολα κάποιος μπορεί να γίνει μικρονοϊκός για να τον κατανοήσει.
Στον κοινωνικό διάλογο ή, όπως πρόσφατα μόλις ειπώθηκε από την Κυβέρνηση, στην ενδελεχή ενημέρωση του Ελληνικού λαού αναμένεται και πρέπει να υπάρξει ενημέρωσή του και από μέρους της ακαδημαϊκής κοινότητας, των υπευθύνων επιστημονικών συλλόγων και των ειδικών κλάδων που μελετούν την εξελικτική ψυχολογία, από την σύλληψη κιόλας του νέου ανθρώπου και τις επιπτώσεις που έχουν στο βρέφος οι επιδράσεις των ερεθισμάτων της ψυχικής κατάστασης και των συναισθημάτων της μητέρας καθ’ όλη τη διάρκεια των σταδίων της εξέλιξης και ποιες προσλήψεις αυτών μπορούν να επιδράσουν καταλυτικά στον άνθρωπο.
Δεδομένου δε του ρόλου της παρένθετης μητέρας, ο οποίος είναι περιορισμένος χρονικά και πτωχός ψυχικά και συναισθηματικά, μήπως νομοθετείται η γέννηση «ορφανών» παιδιών; Και πώς θα τα αντιμετωπίσει όλα αυτά ο νομοθέτης;
Επί όλων αυτών των ανακυψάντων ζητημάτων καμιά συζήτηση δεν έχει ακόμη αρχίσει. Είναι οι φωνές του δικαιωματισμού που τα σκεπάζουν όλα ή η ατολμία όλων των ειδικών, οι οποίοι φοβούνται να αρθρώσουν λόγο, παρ’ ότι η επιστημονική τους ευθύνη, σε άλλες περιπτώσεις, τους ενθαρρύνει αυτοβούλως να προσέρχονται σε απαραίτητες συζητήσεις; Όλα αυτά περιμένουμε να πληροφορηθούμε, να ακούσουμε και να μάθουμε. Η δε λοξοδρομία του νομοθέτη για τεκνοθεσία βρεφών ή νηπίων από «διαθέσιμα αδιάθετα» ιδρυμάτων τοποθετεί σε αυτά ένα επιπλέον φορτίο, πέραν αυτού της εγκατάλειψης, αυτού τώρα της προσγείωσης σε νέου τύπου οικογένεια, την οποία πρέπει να επωμισθούν. Και όλα αυτά εν ονόματι της επιθυμίας που γίνεται δικαίωμα, μεταθέτοντας το πρόβλημα στα βρέφη και στα νήπια που ατύχησαν δίχως σε καμία περίπτωση να ευθύνονται. Όλα «παίζονται» μεταξύ δικαιωμάτων και εγωπαθούς φιλανθρωπίας. Ουδείς συζητά αλλαγές του νομικού πλαισίου για υιοθεσία παιδιών με γενναία στήριξη του κράτους, αντί αυτά να στοιβάζονται σε ιδρύματα, στα οποία τα δικαιώματα των παιδιών εξαρτώνται από φιλάνθρωπες μέριμνες! Αν κάποια παιδιά χρειάζονται υγιή οικογενειακά περιβάλλοντα και όχι «δοκιμαστικούς σωλήνες νέων πειραμάτων», είναι τα παιδιά που εγκαταλείφθηκαν ή έμειναν ορφανά.
Εν τέλει, διαπιστώνεται ένας ασφυκτικός συνωστισμός όλων όσοι, δίχως επίγνωση των επιπτώσεων που θα έχει το μέτρο της τεκνοθεσίας των ομόφυλων ζευγαριών, επιθυμούν να κατοχυρώσουν μια θέση πρωτιάς σε νέες οικογενειακές δομές για να χαρακτηρισθούν προοδευτικοί. Αυτή η ανάγκη είναι ήδη ο ορισμός της καθυστέρησης.
Η αλήθεια, καθότι είναι ποιότητα, δεν βρίσκεται στην ποσότητα και οι επιπτώσεις είναι ακόμη πιο μπροστά από όλα όσα δεν συζητούνται. Ο χρόνος είναι αδυσώπητος και η αλήθεια δεν χαρίστηκε ποτέ στην φαντασίωση. Όλα είναι ανοικτά εμπρός μας. Ας χαρούν «τώρα» οι νικητές.