Η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας τα τελευταία χρόνια ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής, μεταξύ άλλων δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους και για την καρποφορία των πολυετών φυτών, όπως είναι οι δενδρώδεις καλλιέργειες.
Δημήτριος Σάββας
Καθηγητής – Διευθυντής Εργαστηρίου Κηπευτικών Καλλιεργειών, Τμήμα Επιστήμης Φυτικής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Το πρόβλημα δημιουργείται γιατί τα περισσότερα καλλιεργούμενα φυτά με προέλευση από εύκρατα κλίματα έχουν ανάγκη από έκθεση σε χαμηλές θερμοκρασίες για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα προκειμένου να διαφοροποιηθούν ανθοφόροι οφθαλμοί και να περάσουν στο αναπαραγωγικό στάδιο της ανάπτυξής τους. Η διαφοροποίηση ανθοφόρων οφθαλμών έπειτα από έκθεση ενός φυτού σε χαμηλές θερμοκρασίες ονομάζεται εαρινοποίηση (vernalization). Η εαρινοποίηση είναι ένας φυσιολογικός μηχανισμός που έχουν αναπτύξει στην πορεία της εξέλιξής τους τα φυτά που προέρχονται από κρύα κλίματα, ώστε να μην βλαστάνουν και να μην ανθίζουν πριν την παρέλευση του χειμερινού ψύχους. Η θερμοκρασία που απαιτείται για να εαρινοποιηθούν τα φυτά διαφέρει σημαντικά ανάλογα με το είδος του φυτού. Συμβατικά οι ανάγκες σε ψύχος που έχουν διάφορα καλλιεργούμενα φυτά για να ανθίσουν εκφράζονται ποσοτικά με τον αριθμό των ωρών έκθεσής τους σε θερμοκρασίες κάτω των 7 oC. Οι απαιτούμενες ώρες ψύχους για εαρινοποίηση διαφέρουν σημαντικά όχι μόνο από είδος σε είδος, αλλά και μεταξύ διαφορετικών ποικιλιών του ίδιου είδους.
Θερμοκρασίες μεταξύ 5 και 8 oC είναι αποτελεσματικές για εαρινοποίηση για σχεδόν όλα τα φυτά. Το γενικό εύρος για όλα τα είδη είναι όμως πολύ μεγαλύτερο και κυμαίνεται από 0 oC μέχρι 14 oC, αν και υπάρχουν ορισμένα είδη (π.χ. κουνουπίδι), ή και ποικιλίες, με ανώτατο όριο πάνω από 20 oC. Ο χρόνος έκθεσης σε χαμηλές θερμοκρασίες διαφέρει επίσης ανάλογα με το είδος του φυτού αλλά και με τη θερμοκρασία έκθεσης. Θερμοκρασίες στα ανώτατα ή τα κατώτατα όρια του εύρους που συνιστάται για κάθε φυτό απαιτούν μεγαλύτερης διάρκειας έκθεση, ενώ θερμοκρασίες στον μέσο όρο του συνιστώμενου εύρους απαιτούν μικρότερη έκθεση.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι οι ήπιοι χειμώνες που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια λόγω της κλιματικής αλλαγής ενέχουν τον κίνδυνο της μη συμπλήρωσης επαρκών ωρών έκθεσης των φυτών σε ψύχος κατά την διάρκεια του χειμώνα. Όταν αυτό συμβαίνει τα φυτά εμφανίζουν μία σειρά από διαταραχές στην ανάπτυξή τους, από τις οποίες οι σπουδαιότερες είναι η καθυστέρηση στην εκβλάστηση οφθαλμών, η ανώμαλη αύξηση βλαστών, η καθυστέρηση στην άνθηση, η οφθαλμόπτωση, η αποβολή του στύλου και του στίγματος των ανθέων η οποία τα καθιστά μη γόνιμα, διάφορες άλλες διαταραχές στην ανάπτυξη και την μορφολογία των ανθέων, μειωμένη παραγωγή γύρης, κ.λπ. Σε καλλιέργειες με αρσενικά και θηλυκά φυτά, όπως το ακτινίδιο, η ανεπαρκής έκθεση σε χειμερινό ψύχος μπορεί επίσης να διαταράξει τον συγχρονισμό στην έκπτυξη αρσενικών και θηλυκών ανθέων, με τελική συνέπεια την μειωμένη καρπόδεση. Τελική συνέπεια όλων των παραπάνω διαταραχών είναι η μειωμένη παραγωγή.
Από τις δενδρώδεις καλλιέργειες, προβλήματα μειωμένης καρπόδεσης και μειωμένης παραγωγής καρπών, αν δεν εκτεθούν για επαρκή χρόνο σε χειμερινό ψύχος, παρουσιάζουν κυρίως τα μηλοειδή, τα πυρηνόκαρπα, τα ακρόδρυα και η ακτινιδιά. Ανάγκες σε ψύχος όμως, αν και σημαντικά μικρότερες, έχουν και άλλα καρποφόρα δένδρα, όπως η συκιά, ο λωτός και η ελιά. Αντίθετα, τα εσπεριδοειδή, ως υποτροπικά φυτά, δεν έχουν ανάγκη από έκθεση σε χειμερινό ψύχος για να βλαστήσουν οι οφθαλμοί τους, να ανθίσουν και να καρποφορήσουν. Για να γίνουν ποσοτικά κατανοητές οι ανάγκες των φυτών σε ψύχος για εαρινοποίηση, καθώς και οι διαφορές μεταξύ των διαφορετικών ειδών, σημειώνεται ότι η μηλιά και η καρυδιά που έχουν τις μεγαλύτερες απαιτήσεις έχουν ανάγκη από 1200 έως 1500 ώρες ψύχους, η κερασιά από 1100 έως 1300, η αμυγδαλιά από 200 έως 500, ενώ η συκιά χρειάζεται λιγότερες από 200 ώρες ψύχους. Τέλος, μερικά είδη φυτών έχουν ποικιλίες που παρουσιάζουν μία πολύ μεγάλη διακύμανση στις ανάγκες τους σε χειμερινό ψύχος για να καρποφορήσουν. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η ροδακινιά, της οποίας οι αναγκαίες ώρες ψύχους για εαρινοποίηση κυμαίνονται από 50 έως 1200, ανάλογα με την ποικιλία.
Ανάγκες σε ψύχος όμως για να βλαστήσουν οι οφθαλμοί τους δεν έχουν μόνο οι δενδρώδεις καλλιέργειες αλλά και ορισμένα ποώδη φυτά προερχόμενα από ψυχρά κλίματα, τα οποία καλλιεργούνται για παραγωγή καρπών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η φράουλα, τα σμέουρα, καθώς και διάφορα άλλα είδη βατόμουρου. Επίσης, η έκθεση σε χειμερινό ψύχος είναι αναγκαία και σε καλλιέργειες πολυετών ποωδών φυτών, όπως για παράδειγμα το σπαράγγι. Το σπαράγγι, το οποίο είναι ένα φυτό με καταγωγή από σχετικά ψυχρά κλίματα, διαχειμάζει ως ρίζωμα στο έδαφος. Τα ριζώματα σπαραγγιού φέρουν οφθαλμούς οι οποίοι πριν την έλευση του χειμώνα είναι σε λήθαργο. Για να αρθεί ο λήθαργος των οφθαλμών ώστε να βλαστήσουν την άνοιξη, θα πρέπει τα ριζώματα να εκτεθούν για κάποιο χρονικό διάστημα σε χαμηλές θερμοκρασίες στη διάρκεια του χειμώνα. Αν ο χειμώνας είναι πολύ ήπιος και δεν καλύψουν τα φυτά τις απαραίτητες ώρες ψύχους, τότε πολλοί οφθαλμοί την άνοιξη δεν θα βλαστήσουν, με συνέπεια να ληφθεί μειωμένη παραγωγή τρυφερών βρώσιμων βλαστών σπαραγγιού.
Ανάγκες σε ψύχος για να εκπτύξουν ανθοφόρους οφθαλμούς και καρπούς έχουν επίσης και πολλά ποώδη κηπευτικά προερχόμενα από ψυχρά κλίματα, όπως το μαρούλι, το λάχανο, το πράσο, το κρεμμύδι, το σπανάκι, κ.λπ. Στα φυλλώδη κηπευτικά όμως (π.χ. μαρούλι, λάχανο) το βρώσιμο τμήμα δεν είναι οι καρποί αλλά τα φύλλα. Συνεπώς, η έκθεση αυτών των καλλιεργούμενων φυτών σε χαμηλές θερμοκρασίες όχι μόνο δεν επιδιώκεται αλλά είναι και ανεπιθύμητη, καθώς οδηγεί σε πρόωρη άνθηση με συνέπεια την απώλεια της εμπορευσιμότητας του προϊόντος. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι η εκτός εποχής καλλιέργεια κηπευτικών στα θερμοκήπια (π.χ. τομάτα, αγγούρι πιπεριά) δεν επηρεάζεται αρνητικά από την κλιματική αλλαγή καθώς τα φυτά αυτά δεν έχουν ανάγκη από έκθεση σε ψύχος για να ανθίσουν και να δέσουν καρπούς.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, τίθεται το ερώτημα τι πρόκειται να γίνει στο άμεσο μέλλον με τις καλλιέργειες των φυτών που έχουν ανάγκη από έκθεση σε χειμερινό ψύχος για αρκετό χρονικό διάστημα για να δώσουν ικανοποιητική παραγωγή. Η απάντηση δεν είναι απλή και σίγουρα δεν είναι γενική για όλες τις περιοχές καλλιέργειας των φυτών αυτών. Προβλήματα θα υπάρξουν κυρίως στις περιοχές όπου η κάλυψη των αναγκαίων ωρών ψύχους ήταν στο παρελθόν σχεδόν οριακή, τουλάχιστον κατά τα έτη που ο χειμώνας ήταν πιο ήπιος. Αντίθετα, σε πιο ορεινές και πιο βόρειες περιοχές καλλιέργειας όπου κατά το παρελθόν οι ώρες ψύχους τον χειμώνα ήταν σημαντικά περισσότερες από τις αναγκαίες, ακόμη και κατά τα έτη με πιο ήπιο χειμώνα, δεν θα υπάρξει πρόβλημα στο εγγύς μέλλον. Τα προβλήματα μειωμένης καρπόδεσης και παραγωγής στις περιοχές με πολύ ήπιο χειμώνα, στις οποίες οι ανάγκες σε ψύχος καλυπτόταν σχεδόν οριακά μέχρι σήμερα, πιθανότατα θα δημιουργήσει την ανάγκη αναδιάρθρωσης των καλλιεργούμενων ποικιλιών. Επιπλέον, μπορεί να οδηγήσει και σε εγκατάλειψη καλλιεργειών σε αυτές τις ζώνες καλλιέργειας. Η αναδιάρθρωση ποικιλιών στις περιοχές με πολύ ήπιο χειμώνα θα έχει ως στόχο να αντικατασταθούν κάποιες από τις τωρινές ποικιλίες που έχουν υψηλές ανάγκες σε ψύχος με άλλες που έχουν ανάγκη από λιγότερες ώρες ψύχους για να καρποφορήσουν. Από την άλλη πλευρά όμως, η κλιματική αλλαγή μεσοπρόθεσμα θα οδηγήσει σε επέκταση των ζωνών καλλιέργειας ορισμένων φυτών σε μεγαλύτερα υψόμετρα, καθώς και σε βορειότερες περιοχές της χώρας, σε σύγκριση με αυτά που ισχύουν σήμερα. Για παράδειγμα, η ελιά δεν ευδοκιμεί σε μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής ορεινής Ελλάδας και ιδιαίτερα στα πιο βόρεια διαμερίσματα της χώρας, λόγω του ψύχους που επικρατεί τον χειμώνα και της συχνής εμφάνισης παγετών σε αυτές τις περιοχές. Η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας και η μείωση της δριμύτητας του χειμώνα λόγω της κλιματικής αλλαγής αναμένεται να επεκτείνει την ζώνη καλλιέργειας της ελιάς πιο βόρεια και σε πιο ορεινές περιοχές της χώρας. Παράλληλα υπάρχει πιθανότητα να εγκαταλειφθεί η ελαιοκαλλιέργεια σε κάποιες παράκτιες περιοχές της νότιας Ελλάδας που χαρακτηρίζονται από πολύ ήπιους χειμώνες (π.χ. νοτιοανατολική Κρήτη, νησιά νότιου Αιγαίου), ενώ σίγουρα θα απαιτηθεί αναδιάρθρωση των καλλιεργούμενων ποικιλιών.
Κλείνοντας θα πρέπει να τονισθεί ότι οι παραπάνω περιγραφόμενες μετακινήσεις στις ζώνες καλλιέργειας δεν αναμένονται άμεσα, αλλά μεσοπρόθεσμα και σταδιακά. Αυτό θα συμβεί αν δεν ανακοπεί η κλιματική αλλαγή και εφόσον παγιωθούν οι ήπιοι χειμώνες, όπως αυτός που βιώνουμε την φετινή χρονιά τουλάχιστον μέχρι σήμερα που γράφονται αυτές οι γραμμές.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Kλιματική κρίση: Συμμαχία Μεσογειακών χωρών για την ανθεκτικότητα γεωργίας και δασοπονίας