Οι πληθωριστικές πιέσεις, οι ανισότητες, η αύξηση των επιτοκίων, η επιβράδυνση της ανάπτυξης, η αύξηση του δημόσιου χρέους, κ.λ.π. θα αποτελούν, μεταξύ άλλων, και το 2024 τα κύρια χαρακτηριστικά των οικονομιών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παράλληλα το υψηλό επίπεδο του δημόσιου χρέους και των επιτοκίων οδηγούν σε αύξηση της δημοσιονομικής επιβάρυνσης του δημόσιου χρέους, γεγονός που σημαίνει τον προσανατολισμό σημαντικού τμήματος των φορολογικών εσόδων στην αποπληρωμή τόκων των προηγούμενων ετών.
Στις συνθήκες αυτές παρατηρείται ότι η αναζήτηση των απαιτούμενων πόρων επικεντρώνεται, κατά βάση, από τις ασκούμενες πολιτικές στις δημόσιες και κοινωνικές δαπάνες (υποδομές, υγεία, παιδεία, κοινωνική προστασία, κ.λ.π.), σε βαθμό που όλο και περισσότερο οι αντίστοιχοι δημόσιοι φορείς να αδυνατούν και κατά το 2024 να εκπληρώσουν πλήρως τον ιδρυτικό και ουσιαστικό τους ρόλο. Δηλαδή να ικανοποιούν τις ανάγκες του πληθυσμού και να αντιμετωπίζουν τις εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες. Βέβαια σε συνθήκες σημαντικής μείωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών η οποία έχει διαβρωθεί από το υψηλό επίπεδο του πληθωρισμού και ιδιαίτερα του πληθωρισμού των τροφίμων επιβάλλεται μία διαφορετική φορολογική στρατηγική στα κράτη-μέλη με την έννοια ότι η αναζήτηση των απαιτούμενων πόρων θα πρέπει να επικεντρωθεί στην αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων και στην διεύρυνση της φορολογικής βάσης διαμέσου της καταπολέμησης της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής.
Στο ευρωπαϊκό αυτό δημοσιονομικό περιβάλλον η Γερμανία εμφανιζόμενη ως παράδειγμα και εγγυήτρια της δημοσιονομικής διαχείρισης και ορθοδοξίας διεκδικούσε επί σειρά ετών από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της κρίσης χρέους και των επιβαλλόμενων Μνημονίων, την υλοποίηση ενός μοντέλου δημοσιονομικής αυστηρότητας και πειθαρχίας. Αντίθετα όμως στη πράξη κράτησε για τον εαυτόν της την επιλογή της παράκαμψης του κατοχυρωμένου από το γερμανικό σύνταγμα φρένο χρέους το οποίο χρονολογείται από το 1950. Η παράκαμψη αυτή συνδέθηκε με την ανοικοδόμηση της χώρας, την χρηματοδότηση της επανένωσης, την καταπολέμηση των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης, των πλημμυρών, της πανδημίας του Covid-19, του πολέμου στην Ουκρανία, κ.λ.π. Έτσι δημιουργήθηκαν σταδιακά 29 Ταμεία δαπανών, σύμφωνα με πρόσφατη Έκθεση του γερμανικού Ελεγκτικού Συνεδρίου, τα οποία ενώ χρηματοδοτούνται από το δημόσιο χρέος τα συγκεκριμένα ποσά δεν περιλαμβάνονται στα επίσημα στοιχεία του δημόσιου χρέους (Chr.Chavagneux, Alternatives Economiques, 20/11/2023).
Στο υπόβαθρο αυτής της παράκαμψης του συνταγματικά κατοχυρωμένου φρένου χρέους, η Γερμανία καθόλη την μεταπολεμική περίοδο παρέδιδε μαθήματα δημοσιονομικής αυστηρότητας και πειθαρχίας στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, στο τέλος του 2022, σύμφωνα με το γερμανικό Ελεγκτικό Συνέδριο, υπήρξε ένα δημόσιο χρέος 522 δις ευρώ το οποίο όμως ήταν κρυμμένο σε ειδικά Ταμεία.
Με άλλα λόγια η απαίτηση της δημόσιας χρηματοδότησης της γερμανικής οικονομίας για το 2023 δεν ήταν 46 δις ευρώ, όπως επισήμως αναφέρονταν στον Κρατικό Προϋπολογισμό, αλλά περισσότερα από 190 δις ευρώ, τα οποία αποκρύπτονταν από το πολιτικό γερμανικό σύστημα στο όνομα του περιορισμού του πραγματικού επιπέδου του χρέους (Chr. Chavagneux, 20/11/2023). Την απόκρυψη αυτή σε πρόσφατη (15/11/2023) απόφαση του το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο, μετά από τη προσφυγή χριστιανοδημοκρατικών βουλευτών, έκρινε ως αντισυνταγματική. Ταυτόχρονα κάλεσε την κυβέρνηση συνασπισμού της Γερμανίας να συμμορφωθεί με τον συνταγματικό κανόνα του φρένου χρέους, ο οποίος ουσιαστικά περιορίζει την δυνατότητα της χώρας στον δανεισμό.
Η απόφαση αυτή του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου κατά τον γερμανό καγκελάριο Ολαφ Σολτς αποτελεί «μία νέα πραγματικότητα η οποία απαιτεί δύσκολες αποφάσεις που θα δεσμεύουν τη σημερινή αλλά και τις μελλοντικές κυβερνήσεις». Ταυτόχρονα ο καγκελάριος διατύπωσε την άποψη ότι «η νέα πολιτική των φειδωλών δαπανών δεν θα επηρεάσει τις συντάξεις ή τα επιδόματα τέκνων». Όμως εκτιμάται (X.Ragot, Alternatives Economiques-18/12/2023) ότι το νέο διεθνές περιβάλλον και οι υποχρεώσεις της γερμανικής οικονομίας (πληθωρισμός, ενεργειακή κρίση, τεχνολογική και κλιματική μετάβαση, κ.λ.π.) θα συμβάλλουν αντικειμενικά στην αύξηση των δημόσιων δαπανών και του δημόσιου χρέους. Παράλληλα, η προοπτική αυτή των αναγκών αύξησης των δημόσιων δαπανών και του χρέους κατά τα επόμενα χρόνια, αφορά όχι μόνο την Γερμανία που καλείται από το συνταγματικό δικαστήριο να απαλλαγεί από τα ειδικά Ταμεία και από την μη τήρηση του συνταγματικού κανόνα του φρένου χρέους αλλά για άλλους θεμιτούς λόγους (υποδομές, ενεργειακή κρίση, κοινωνική πολιτική, τεχνολογική και κλιματική μετάβαση, κ.λ.π.) και τα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παρόλα αυτά οι δημοσιονομικές συζητήσεις στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν οδήγησαν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στην απόφαση αλλαγής του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου προκειμένου να αποφευχθεί η συρρίκνωση της ευρωπαϊκής ανάπτυξης, η αντιμετώπιση των ανισοτήτων και η διάβρωση της κοινωνικής συνοχής. Έτσι, κατά τα επόμενα χρόνια, η πραγματικότητα του χρέους, της λιτότητας, της ύφεσης και της επιβράδυνσης θα διεισδύσει στους αρμούς της ευρωπαϊκής οικονομίας και των κρατών-μελών. Στο ευρωπαϊκό αυτό περιβάλλον είμαστε ήδη μάρτυρες από τις πρώτες εβδομάδες του 2024 των μαζικών κινητοποιήσεων των αγροτών, των σιδηροδρομικών, κ.λ.π. που πραγματοποιούνται στην Γερμανία, την Γαλλία, την Ρουμανία, την Λιθουανία διαδηλώνοντας με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την άρνηση τους στην ευρωπαϊκή προοπτική του χρέους, της λιτότητας, της επιδείνωσης του βιοτικού τους επιπέδου, της ύφεσης και της επιβράδυνσης των οικονομιών τους.
Των
Σάββα Γ. Ρομπόλη
Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειου Γ. Μπέτση
Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου