Oι Ευαγγελικοί της Αμερικής φορούν κάτι βραχιολάκια με τα γράμματα wwjd: what would Jesus do, τι θα έκανε ο Χριστός; Αξιωματούχοι της ΕΕ αναρωτιούνται τον τελευταίο καιρό κάτι ανάλογο, όπου j είναι ο Jacques, δηλαδή ο Ζακ Ντελόρ.
Ο θάνατος του τελευταίου στις 27 Δεκεμβρίου έκανε πολλούς στις Βρυξέλλες να προβληματίζονται για το πώς μπορούν να ανακτήσουν την αύρα του χαρισματικού προέδρου της Κομισιόν από το 1985 ως το 1995. Μέσα σε μια δεκαετία, ο Γάλλος χάρισε στους Ευρωπαίους την ενιαία αγορά και στη συνέχεια έθεσε τα θεμέλια για το ενιαίο νόμισμα και τα ταξίδια χωρίς διαβατήριο. Τι πρέπει να γίνει λοιπόν για να δημιουργηθούν εκ νέου οι συνθήκες για τη συνεργασία των Ευρωπαίων;
Ένας τρόπος να αναβιώσει ο «ντελορισμός» είναι να καταλάβουμε ότι οφειλόταν εν μέρει μόνο στο αναμφίβολο πολιτικό ταλέντο του Ζακ Ντελόρ. Σημαντικό συστατικό της επιτυχίας του ήταν ο χαρακτήρας της Ευρώπης εκείνη την εποχή. Μια γενιά ηγετών που είχε μεγαλώσει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο -με πιο σημαντικούς τον Φρανσουά Μιτεράν και τον Χέλμουτ Κολ- ήταν πεισμένη ότι έπρεπε να δοθεί τέλος στους καταστροφικούς εθνικισμούς της Ευρώπης. Η χλιαρή ανάπτυξη κατά τη δεκαετία του 1970 είχε δείξει στην Ευρώπη ότι για να μετρήσει στην παγκόσμια σκηνή έπρεπε να ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο. Ο Ντελόρ έπεισε έτσι τις εθνικές κυβερνήσεις να παραιτηθούν από το δικαίωμα του βέτο, ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για οικονομικά ζητήματα, με αποτέλεσμα να πέσουν οι φραγμοί μεταξύ χωρών. Μια μικρή μείωση της κυριαρχίας, έλεγε, θα οδηγούσε σε μια μεγάλη αύξηση του οικονομικού κύρους.
Ποιο είναι το grand project που θα μπορούσε σήμερα να συγκριθεί με την ενιαία αγορά; Πολλοί λένε ότι είναι ο ευρωπαϊκός στρατός. Αυτό όμως είναι πιο δύσκολο από την εναρμόνιση των ρυθμίσεων για τα αυτοκίνητα και τα χημικά. Θα χρειαστούν χρήματα που λίγες πρωτεύουσες είναι διατεθειμένες να δώσουν. Το Green Deal είναι επίσης ζωτικής σημασίας, και μεγάλο μέρος του έχει ήδη εγκριθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά προσκρούει στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών.
Η επιστροφή στην εποχή του «ντελορισμού» θα ήταν ευκολότερη αν αντιστρέφονταν τρεις εξελίξεις. Η πρώτη είναι η ιδέα ότι η «περισσότερη Ευρώπη» αποτελεί την απάντηση σε όλες τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ήπειρος. Δεν έλεγε κάτι τέτοιο ο Ντελόρ. Μπορεί να ήθελε ισχυρές Βρυξέλλες, επέμενε όμως σε μια «ομοσπονδία εθνικών κρατών» και ήταν αντίθετος σε ένα ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Μερικές φορές είναι καλύτερα να κάνεις λιγότερα πράγματα σε κεντρική κλίμακα, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι σήμερα η ΕΕ έχει διπλάσια μέλη σε σχέση με την εποχή του Ντελόρ.
Η δεύτερη ιδέα που πρέπει να αντιστραφεί είναι ότι οι Βρυξέλλες κερδίζουν δημοκρατική νομιμότητα αν πολιτικοποιηθούν οι θεσμοί της. H σύλληψη μιας «πολιτικής επιτροπής» στις Βρυξέλλες, που τα μέλη της θα αντανακλούν τα αποτελέσματα των ευρωπαϊκών εκλογών, υπονόμευσε την αποστολή της ως θεματοφύλακα των ευρωπαϊκών συνθηκών. Η νομιμότητα απορρέει από τους εκλεγμένους εθνικούς ηγέτες, που συνεδριάζουν κάθε τόσο στις Βρυξέλλες.
Η τρίτη λανθασμένη ιδέα είναι η διαρχία: ένας πρόεδρος της Κομισιόν κι ένας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η ενοποίηση των δύο αυτών θέσεων θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον. Θα πρόσφερε, για παράδειγμα, αυξημένες εξουσίες σε μια «κυρία Ευρώπη», που θα μπορούσε να είναι η σημερινή κληρονόμος του Ντελόρ, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Μια εναλλακτική λύση θα ήταν ο Μάριο Ντράγκι, που διετέλεσε διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας και στη συνέχεια πρωθυπουργός της Ιταλίας.
Ο καλύτερος φόρος τιμής στον Ντελόρ θα ήταν πάντως η επανεκκίνηση της αγαπημένης του ενιαίας αγοράς, η οποία έχει υποφέρει τελευταία, καθώς η Κομισιόν κάνει τα στραβά μάτια σε επιδοτήσεις εταιρειών από κυβερνήσεις στο όνομα του ανταγωνισμού με την Κίνα ή την Αμερική. Ένας άλλος Ιταλός πρώην πρωθυπουργός, ο Ενρίκο Λέτα, έχει εκπονήσει μια έκθεση σε αυτή την κατεύθυνση.
Αν ο «ντελορισμός» διδάσκει ένα μάθημα, είναι η κατάρριψη του κλισέ ότι η Ευρώπη μπορεί να προοδεύσει μόνο μέσω των καταστροφών. Αυτή η αντίληψη υπήρξε ως τώρα το modus operandi της Επιτροπής της φον ντερ Λάιεν απέναντι σε κρίσεις όπως η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Αν δεν υπάρξουν και νέες αντιξοότητες, καλό είναι να θυμόμαστε ότι έζησε κάποτε ένας ηγέτης που ήξερε να προχωρά χωρίς αυτές.
(*) O Clarlemagne είναι αρθρογράφος του Economist
(Πηγή: Economist)