Του Αλέξη Χαρίτση, Προέδρου της Κ.Ο. της Νέας Αριστεράς
Το 2003 ο τότε καγκελάριος της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ εγκαινίασε αυτό που αργότερα έμεινε γνωστό ως «Ατζέντα 2010». Με το πρόγραμμα αυτό, η τότε συγκυβέρνηση Σοσιαλοδημοκρατών/Πρασίνων της Γερμανίας αναλάμβανε να «μεταρρυθμίσει» την Γερμανική οικονομία υιοθετώντας μέτρα όπως αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, περιορισμός των επιδομάτων ανεργίας, ελαστικοποίηση της εργασιακής νομοθεσίας για τη διευκόλυνση των απολύσεων και συρρίκνωση των παροχών του Γερμανικού πρότυπου-κράτους πρόνοιας.
Λίγα χρόνια νωρίτερα οι Βρετανοί Εργατικοί είχαν υιοθετήσει τη δική τους στρατηγική αποδοχής της νεοφιλελεύθερης μεταρρυθμιστικής ατζέντας μέσα από το σχήμα του «Τρίτου Δρόμου». Ανάλογες, προσδοκίες δημιουργούσε και στην Ιταλία η προοπτική της ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών από την κυβέρνηση Ντ’ Αλέμα το 1998, γεγονός που έδινε την αίσθηση ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές του ’00 η σοσιαλδημοκρατία έβρισκε ξανά το ρόλο της στα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα την εποχή μετά την πτώση του τοίχους.
Το σχέδιο ακουγόταν απλό. Η κατάρρευση των μεγάλων αφηγήσεων δεν άφηνε πλέον χώρο για την άρθρωση από τα προοδευτικά κόμματα προγραμμάτων για μια εναλλακτική οικονομική διαχείριση. Ως εκ τούτου τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έπρεπε να προσαρμοστούν πλήρως στην οικονομία της αγοράς και να επιδιώκουν την προσαρμογή των εθνικών οικονομιών στο ταχέως διαμορφούμενο τοπίο της παγκοσμιοποιημένης χρηματοπιστωτικής αγοράς και στη «συναίνεση της Ουάσινγκτον». Σε αυτό το πλαίσιο ο ρόλος τους θα έπρεπε να περιοριστεί στην ανάσχεση όψεων του κοινωνικού αποκλεισμού και στη διατήρηση της προοπτικής για μια εξατομικευμένη ανοδική κοινωνική κινητικότητα για τα οικονομικά αδύναμα στρώματα μέσω της παιδείας. Στη χώρα μας ο φορέας που εκπροσώπησε αυτή τη διεθνή στροφή της κεντροαριστεράς ήταν φυσικά οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ την περίοδο Σημίτη. Αυτές έκαναν τα περισσότερα βήματα στην κατεύθυνση της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας υπό το εθνικό –τότε– όραμα της ευρωπαϊκής σύγκλισης.
Η περίοδο αυτή της ευφορίας των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων γρήγορα ολοκληρώθηκε, καθώς οι πολιτικές αυτές σε διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες όξυναν τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες. Η υπαρξιακή κρίση για αυτή την εκδοχή της δεξιάς σοσιαλοδημοκρατίας ήρθεμε τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008. Στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ ταυτίστηκε με τη διαχείριση των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής και έτσι έχασε το ρόλο του ως βασικός πυλώνας της προοδευτικής παράταξης, δίνοντας στην πολιτική επιστήμη τον όρο “Pasokification” ως έννοια που εκφράζει ακριβώς την εκλογική κατάρρευση των σοσιαλοδημοκρατικών κομμάτων υπό το βάρος της αδυναμίας εκπροσώπησης των οικονομικά ευάλωτων, των νέων και παλαιών outsiders.
Στη σημερινή συγκυρία, η ευρωπαϊκή φωτογραφία της στιγμής δίνει μια σύνθετη εικόνα. Η κυβέρνηση των σοσιαλιστών στην Ισπανία διανύει με επιτυχία την τρίτη αριστερόστροφη θητεία της έχοντας κατακερματίσει την αριστερά, ασκώντας μια γενναία αναδιανεμητική πολιτική με μέριμνες για την εργασιακή νομοθεσία και το κοινωνικό στη συγκυρία της πανδημίας, με σημαντικές μεταρρυθμίσεις σε θέματα δικαιωμάτων. Από την άλλη, η αντίστοιχη αριστερή στροφή του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος δεν το έχει διασώσει από την ανυποληψία, με το κόμμα του Μακρόν να έχει κατ’ ουσίαν μετουσιώσει τη δεξιά σοσιαλοδημοκρατία σε ένα καθαρό φιλελεύθερο κόμμα.
Αντιστρόφως, στη Μεγάλη Βρετανία οι Εργατικοί προετοιμάζονται για μια μεγαλειώδη νίκη την ώρα που το πολιτικό τους στίγμα, μετά την περίοδο Κόρμπιν, δίνει έμφαση στις διαχειριστικές δεξιότητες της πολιτικής τους ελίτ και όχι στο περιεχόμενο της πολιτικής τους.
Τέλος, το Γερμανικό σοσιαδημοκρατικό κόμμα, συγκυβερνώντας με τους Φιλελεύθερους και τους Πράσινους, χαρακτηρίζεται από ακραία φιλοπόλεμη ρητορική, διστάζει να προωθήσει την ατζέντα μιας δίκαιης πράσινης μετάβασης και ενδίδει πλήρως σε όσους υπεραμύνονται της επιστροφής της Ευρώπης στο προ πανδημίας καθεστώς της ασφυκτικής λιτότητας.
Θα μπορούσε, κατά συνέπεια, κανείς να συμφωνήσει με την άποψη ότι η υιοθέτηση δεξιών πολιτικών από τα σοσιαλοδημοκρατικά κόμματα συνέβαλε καταλυτικά στην πολιτική τους περιθωριοποίηση. Πέρα όμως από την τοποθέτηση στον άξονα δεξιάς-αριστεράς ή της ίδιας της ιδεολογικής κληρονομιάς των κεντροαριστερών κομμάτων, περισσότερη σημασία έχει σήμερα το κατά πόσο ένας προοδευτικός πολιτικός φορέας έχει τη δυνατότητα να επεξεργάζεται τις σημερινές προκλήσεις παράγοντας συγκεκριμένες πολιτικές για την εποχή μας. Μπορεί κανείς να δει, π.χ., την στάση έναντι του κράτους και της εμπλοκής του στην οικονομία ως ένα αμιγώς ιδεολογικό ζήτημα. Σήμερα όμως, με δεδομένες της αχαρτογράφητες προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, η αναγκαιότητα ενίσχυσης αυτού που εμείς στην Νέα Αριστερά αποκαλούμε «αναπτυξιακό κράτος» προκύπτει από την αδήριτη ανάγκη σχεδιασμού μιας οικονομίας με μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα με την συμμετοχή του συνόλου των παραγωγικών δυνάμεων σε αυτή χωρίς αποκλεισμούς. Το να επαναπαυθούμε στο αόρατο χέρι της αγοράς, έστω και της πράσινης, θα δώσει too little too late δεδομένου του κατεπείγοντος και της αναγκαιότητας άμεσων και ριζοσπαστικών λύσεων. Η Νέα Αριστερά είναι γέννημα θρέμμα των ετερόκλητων ιστορικών ρευμάτων της ελληνικής και διεθνούς αριστεράς. Τούτων δοθέντων, και με αυτή την παρακαταθήκη, η ευρωομάδα στην οποία προτιθέμεθα να συμμετέχουμε μετά τις επερχόμενες ευρωεκλογές είναι εύλογα αυτή της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Αυτό βεβαίως από μόνο του δεν μπορεί ποτέ να υποκαταστήσει το πραγματικό περιεχόμενο της προοδευτικής πολιτικής που δεν συνδέεται με «ταμπέλες» αλλά με τη σταθερή μέριμνα για την χάραξη μιας εναλλακτικής προοπτικής για την κοινωνία, το περιβάλλον και τις ανάγκες τους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Αλέξης Χαρίτσης στο AnatropiNews/ Για τους μετασχηματισμούς της διεθνούς σοσιαλοδημοκρατίας
Γιάννης Ραγκούσης / 7 σκέψεις για την Κενροαριστερά
Θανάσης Θεοχαρόπουλος / Η στροφή προς την Κεντροαριστερά είναι νικηφόρα
Δημήτρης Μάρδας / Κεντροαριστέρα σε σύγχυση;
Παναγιώτης Σκευοφύλαξ / Η Αριστερά πρέπει να (ξανα)κατανοήσει την εποχή μας