3 «κλειδιά» για το έργο του Χαρούκι Μουρακάμι, με αφορμή τα 75α γενέθλιά του
Από τον Βασίλη Κιμούλη, μεταφραστή των βιβλίων του Χαρούκι Μουρακάμι ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΜΕΝΤΑΤΟΡΕ και ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΕΝΙΚΟ
1) Τούνελ, πηγάδια, σπηλιές, τοίχοι
Οι πρωταγωνιστές των κατεξοχήν «μουρακαμικών» μυθιστορημάτων μπαινοβγαίνουν σε παράλληλους κόσμους μέσα από τούνελ, πηγάδια, σπηλιές και τοίχους. Στο νεότερο μυθιστόρημά του μετά το Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε (2017), με τίτλο The City and Its Uncertain Walls (2023), ο Μουρακάμι αναπτύσσει την ιδέα ενός παλαιότερου διηγήματός του, όπου κυριαρχούν οι τοίχοι και η σκιά: «Οι τοίχοι αλλάζουν νόημα και σκοπό, ανάλογα με το ποιοι βρίσκονται από πίσω», λέει. «Η σκιά μοιάζει με τη σκοτεινή πλευρά μου και με βοηθάει να με γνωρίσω».
Το 2023 τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας Πριγκίπισσα των Αστουριών, το ισπανικό «Νόμπελ Λογοτεχνίας», για το έργο του που κινείται ανάμεσα στο πραγματικό και το ονειρικό. «Όταν γράφω, μπαίνω σ’ έναν πολύ προσωπικό χώρο», λέει. «Δεν είναι ο πραγματικός κόσμος. Σαν να σκάβω όλο και πιο βαθιά μια τρύπα στη γη και να κατεβαίνω στα σκοτάδια. Εκεί μέσα βλέπω πράγματα μυστικά, σημάδια, σύμβολα, μεταφορές».
2) To γράψιμο, το τρέξιμο…
Ο 75χρονος Χαρούκι Μουρακάμι, που κάθε νέο του βιβλίο αποτελεί παγκόσμιο εκδοτικό γεγονός και βρίσκεται σταθερά ανάμεσα στα φαβορί για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ξεκίνησε να γράφει συστηματικά στα τριάντα του. Με την ολοκλήρωση των σπουδών του στη λογοτεχνία και το αρχαίο ελληνικό θέατρο στο Πανεπιστήμιο Ουασέντα στο Τόκιο το 1974, άνοιξε το τζαζ κλαμπ Peter Cat. Εφτά χρόνια αργότερα, χάρη σε μια συγγραφική επιφοίτηση στη διάρκεια ενός αγώνα μπέιζμπολ, αποφάσισε να το πουλήσει, να κόψει το κάπνισμα και ν’ αφοσιωθεί στο γράψιμο – και στο τρέξιμο.
Τη διεθνή εμπορική επιτυχία θα γνωρίσει με το πέμπτο του μυθιστόρημα. «Πριν το Νορβηγικό δάσος η ζωή μου ήταν συμπαθητική. Μετά όλα άλλαξαν. Ωστόσο, επέζησα», σχολιάζει. Σαράντα πέντε χρόνια αργότερα, οι αναγνώστες του ξενυχτούν έξω από τα βιβλιοπωλεία κάθε φορά που βγάζει νέο βιβλίο. «Θέλω να ανοίξω ένα παράθυρο στην ψυχή τους», λέει ο Μουρακάμι.
Στο βιβλίο του Για τι πράγμα μιλάω, όταν μιλάω για το τρέξιμο (2007), έναν συνδυασμό ειδικής αυτοβιογραφίας και αποστάγματος της συγγραφικής του τέχνης, σημειώνει: «Οτιδήποτε ξέρω για το γράψιμο, το έμαθα τρέχοντας». Για τον Μουρακάμι είναι δεδομένη αυτή η συνάφεια της ζωής του δρομέα μεγάλων αποστάσεων και του συγγραφέα: Η αυστηρή καθημερινή ρουτίνα, η άσκηση στην αντοχή στο χρόνο, αλλά και τα πιθανά τραύματα –σωματικά αλλά και συναισθηματικά.
3) …και το μοτίβο της απώλειας
«Υπάρχουν τρία είδη συναισθηματικών τραυμάτων», λέει ο Μουρακάμι. «Αυτά που γιατρεύονται γρήγορα, αυτά που χρειάζονται πολύ χρόνο για να επουλωθούν κι εκείνα που κουβαλάς μέχρι το θάνατό σου. Πιστεύω ότι κύριος ρόλος της λογοτεχνίας είναι να εξερευνάει όσο πιο βαθιά γίνεται και με τη μεγαλύτερη δυνατή λεπτομέρεια τα τραύματα που παραμένουν. Γιατί καλώς ή κακώς αυτές οι ουλές είναι που ορίζουν και διαμορφώνουν τις ζωές μας».
Τα έργα του χωρίζονται σε δύο γενικές κατηγορίες (αν και δεν έχει γράψει λίγα που κινούνται στην ενδιάμεση ζώνη). Στην πρώτη ανήκουν οι σουρεαλιστικές ιστορίες του, με αδιαφιλονίκητο αριστούργημα το Κουρδιστό πουλί (1994). Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι φαινομενικά απλές, συναισθηματικές ιστορίες του, όπως το Νότια των συνόρων, δυτικά του ήλιου, η «ιαπωνική απάντηση στην Καζαμπλάνκα» σύμφωνα με τον ξένο Τύπο. Το μεγαλύτερο μυστήριο απ’ όλα, μοιάζει να μας λέει ο Μουρακάμι, είναι η πεζή μας καθημερινότητα.
«Ειλικρινά δεν ξέρω τι είναι αυτό το συναίσθημα», παραδέχεται μιλώντας για την εμμονή του με την απώλεια. «Γερνάμε, και η ζωή που μας απομένει, ολοένα λιγοστεύει. Μέρα με τη μέρα, ο χρόνος γλιστράει μέσα από τα δάχτυλά μας, το ίδιο και οι δυνατότητες. Χάνονται τα νιάτα, χάνονται οι πράξεις μας – τα πάντα, κατά μία έννοια. Μάλλον μιλάω για τη θλίψη».