Ο Χρήστος Λάσκος γράφει στο alter thess για το “Τέλος της εβραϊκής νεοτερικότητας” του Έντσο Τραβέρσο – κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου σε μετάφραση του Νίκου Κούρκουλου .
Μήπως είναι ναζί η Χάνα Άρεντ;
Le Nouvelle Observateur
Το ερώτημα εμφανίστηκε στο πρωτοσέλιδο του διάσημου γαλλικού περιοδικού αμέσως μετά την έκδοση, το 1963, του δοκιμίου της Άρεντ “Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ” . Αυτό που έντονα ενόχλησε ήταν ο υπότιτλος του βιβλίου: “Δοκίμιο για τη ρηχότητα του κακού”. Η ρηχότητα, η κοινοτοπία, η banalité, σε μια ανάλυση αναφορικά με τη Σοά θεωρήθηκε μείζων προσβολή των θυμάτων του Ολοκαυτώματος.
Φυσικά, «”[ρ]ηχή”, στα μάτια της, δεν είναι η εξόντωση των Εβραίων αλλά η προσωπικότητα του Άιχμαν. Τα χειρότερα εγκλήματα στην ιστορία της ανθρωπότητας μπορούν να πραγματοποιηθούν από συνηθισμένα άτομα, εν προκειμένω από αργόστροφους γραφειοκράτες, ούτε φανατικούς ούτε στοιχειωμένους από μίσος, όμως ανίκανους να στοχαστούν και άρα να αντιληφθούν αυτό που κάνουν» (σελ. 137).
Ωστόσο, οι περισσότεροι ερμήνευσαν τον υπότιτλο ως προσπάθεια να σχετικοποιηθεί το Ολοκαύτωμα. Μερικοί, μάλιστα, όπως δείχνει το ερώτημα του περιοδικού, το θεώρησαν πραγματική απολογία του ναζισμού.
Πρόκειται, προφανέστατα, για τον απόλυτο παραλογισμό. Η Εβραία Άρεντ κατηγορείται για αντισημιτισμό ναζιστικού τύπου. Οι κατήγοροί της, σήμερα, θα καταχωρίζονταν στους φανατικούς μισαλλόδοξους οπαδούς του ακραίου Κέντρου, που καταγγέλλουν ως αντισημιτική οποιαδήποτε δήλωση ή διαδήλωση, που παλεύει ενάντια στην γενοκτονική πολιτική του κράτους του Ισραήλ σε βάρος των Παλαιστινίων.
Την ώρα, που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι νεκροί στη Γάζα είναι περίπου 30000, μεταξύ των οποίων πάρα πολλά παιδιά. Ενέργειες που περιγράφονται ως πόλεμος, ενώ είναι μια τερατώδης σφαγή αμάχων. Εκτοπισμένων, όπως για πολύ καιρό εκτοπισμένοι υπήρξαν οι Εβραίοι. Ανθρώπων, που τους έχει στερηθεί το δικαίωμα στην πολιτική ύπαρξη και, συχνά, στην ίδια την ύπαρξη. Καταδικασμένων στον «ακοσμισμό», σάμπως να είναι «περισσευούμενοι» άνθρωποι.
Η σφαγή στη Γάζα δεν είναι πόλεμος ούτε έκφραση του δικαιώματος του Ισραήλ στην αυτοάμυνα, είναι εκδίκηση και η εκδίκηση δεν μπορεί παρά να είναι ολοκληρωτική. Δεν μπορεί παρά να πάρει ολοκληρωτικό -και με τις δυο σημασίες της λέξης- χαρακτήρα. Το Ισραήλ εκδικείται τους Παλαιστίνιους σαν να είναι οι απόγονοι των Γερμανών. Ιδιαίτερα σήμερα, που οι Γερμανοί, μαζί τους και οι πιο ακραίοι δεξιοί, δεν είναι πια αντισημίτες, αλλά εκφράζουν τη συμπαράστασή τους στο κράτος των Νετανιάχου.
Μέσα από μια ειρωνική τροπή της ιστορίας, η σημερινή ακροδεξιά, μαζί με τους ακροκεντρώους, είναι ανεπιφύλακτα φιλοϊσραηλινή. Ο νέος αποδιοπομπαίος τράγος είναι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, κατεξοχήν οι μουσουλμάνοι. Ο Τραβέρσο παρουσιάζει ανάγλυφα αυτή τη μεταμόρφωση της εβραιοφοβίας σε ισλαμοφοβία.
Έχει εκλείψει, εντελώς, η εβραιοφοβία; Όχι. «Η ισραηλινοπαλαιστινιακή διαμάχη γέννησε έναν “αριστερό” αντισημιτισμό που πρέπει ασφαλώς να καταδικάζεται αλλά παραμένει εντελώς μειοψηφικός» (σελ. 157). Και, βέβαια, υπάρχει και μια μουσουλμανική εβραιοφοβία, η οποία, τις περισσότερες φορές, πηγάζει από μια θεμιτή εξέγερση ενάντια σε μια σαφώς πραγματική καταπίεση. Το να το αναγνωρίζουμε αυτό «δεν σημαίνει ότι το δικαιώνουμε, καθώς η ιστορία μας διδάσκει ότι η εξέγερση μπορεί επίσης να πάρει λανθασμένη, στείρα ή ολέθρια κατεύθυνση» (σελ. 160).
Είναι προφανές πως ο ισλαμικός φονταμενταλισμός ριζώνει πάνω σε αυτήν την κατάσταση. Πράγμα, που, εν πολλοίς, οφείλεται στην ήττα όλων των ιδεολογιών που γεννήθηκαν από την αποαποικιοποίηση στη μουσουλμανική επικράτεια -του εθνικισμού, του παναραβισμού, του αντιιμπεριαλισμού, του σοσιαλισμού. Όπως σημειώνει ο Τραβέρσο, είναι σαν ο Φραντς Φανόν να έδωσε την θέση του στον Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Κυρίως, όμως, πρόκειται για την έκλειψη του διεθνισμού -ιδιαίτερα στην Ευρώπη.
Η Άρεντ είχε κάνει, ήδη μέσα στον πόλεμο μια εντυπωσιακή πρόβλεψη όσων ζούμε. Θεωρώντας ότι το έθνος -κράτος, ως μορφή οργάνωσης των λαών, ήταν «αγιάτρευτα νεκρό», υποστήριζε, στην αλληλογραφία της με τον Σόλεμ, ότι ένα εβραϊκό κράτος θα ήταν ένα ανόητο και επικίνδυνο αστείο, για την ακρίβεια, μια «επικίνδυνη τρέλα». Είναι πραγματικά παράδοξο πώς ο κόσμος παραμένει εγκλωβισμένος στο παράδειγμα του έθνους -κράτους, την εποχή που το τελευταίο απέδειξε, με δύο παγκόσμιους πολέμους, την ιστορική του αποτυχία. Πολύ περισσότερο όταν η Σοβιετική Ένωση, μ’ όλη την αποστροφή που της προκαλούσε, είχε δώσει, καταρχήν, ένα εντελώς νέο και δίκαιο τρόπο αντιμετώπισης του ζητήματος των εθνοτήτων και των μειονοτήτων.
«Ένα εβραϊκό κράτος, έγραφε τότε η Άρεντ, δεν θα μπορέσει να εγκατασταθεί στην Παλαιστίνη παρά μόνο με δύο προϋποθέσεις, εξίσου προβληματικές: Από τη μια διώχνοντας του Παλαιστίνιους από τη γη τους, από την άλλη μετατρέποντας τον αραβικό πληθυσμό εντός των συνόρων του σε μια μάζα πολιτών δεύτερης κατηγορίας, πολιτισμικά ξένων και ενσωματωμένων σε μια πολιτική κοινότητα για την οποία ποτέ δεν θα μπορέσουν να βιώσουν αισθήματα ένταξης. Λίγα χρόνια αργότερα, σε ένα απόσπασμα του διάσημου έργου της για τον ολοκληρωτισμό, […] έδειχνε ότι το Ισραήλ είχε σταθεί η ληξιαρχική πράξη γέννησης μιας νέας κατηγορίας παριών» (σελ. 127).
Η ιστορική ειρωνεία παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις.
Ο κατεξοχήν λαός παριών, ο εβραϊκός, αντιπροσωπεύεται από ένα κράτος που δημιουργεί διαρκώς παρίες.
Ο Τραβέρσο κάνει μια πλούσια παρουσίαση των Εβραίων παριών, των τόσο ταυτισμένων με την νεοτερικότητα την ίδια. Σπινόζα, Χάινε, Μαρξ, Κάφκα, Τσάπλιν, Μπένγιαμιν και πολλοί πολλοί ακόμη, φιλόσοφοι κι επιστήμονες, καλλιτέχνες κι επαναστάτες, διαμόρφωσαν, αν και παρίες, υποχρεωτικά αποσυνάγωγοι (!), τον κόσμο μας, λειτούργησαν ως πρωτοπορία, περισσότερο, ίσως, από οποιαδήποτε άλλη κοινότητα. Και έφτιαξαν κοινότητες.
«Μη διαθέτοντας προσωπική κληρονομιά, ο παρίας αποδίδει μεγάλη σημασία στη φιλία. Αποκλεισμένος από τη δημόσια σφαίρα και δίχως δικαιώματα, βρίσκει μια φωτεινή αχτίδα στην ανθρώπινη ζεστασιά των γειτόνων του. Αποκλεισμένος από κάθε μορφή ιθαγένειας, ανακαλύπτει ξανά την ανθρωπιά σαν οικουμενική κατηγορία, που υπερβαίνει τους νόμους και τα πολιτικά σύνορα. Η αγάπη, η ευαισθησία, η γενναιοδωρία, το αίσθημα της αδελφοσύνης και της αλληλεγγύης, η απουσία προκαταλήψεων […] είναι ανθρώπινες ιδιότητες που, στους σκοτεινούς καιρούς, βρίσκουν καταφύγιο στους παρίες, τους προγραμμένους και στους «χωρίς δικαιώματα». Κατά συνέπεια, οι παρίες είναι, από πάντα, εχθροί της εξουσίας, αντικομφορμιστές, εξεγερμένοι, δημιουργοί, η προσωποποίηση του κριτικού πνεύματος» (σελ. 121).
Το μίσος απέναντι στους Εβραίους ευδοκίμησε και λόγω αυτών των χαρακτηριστικών τους. Όπως, για τον Γκωτιέ, οι εργάτες της Κομμούνας ήταν γορίλες, για τους αντισημίτες του 19ου αιώνα οι Εβραίοι ήταν καταστροφείς της κοινωνίας, οι κύριοι υπεύθυνοι για τον εκφυλισμό της. Ο εβραιομπολσεβικισμός, με την εκθεμελιωτική του ενέργεια, έβαζε σε άμεσο κίνδυνο τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Οι ναζιστές έφτασαν αυτή την «διαπίστωση» στις λογικές της συνέπειες. Η εξόντωση ήταν η μόνη πραγματική διέξοδος για την αντιμετώπιση τέτοιων τεράτων.
Είναι προφανές πόσο οι Εβραίοι, ως παρίες, αντιπροσώπευαν, περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο, έναν κοινωνικό εχθρό. Το γελοίο, βέβαια, είναι πως οι επικίνδυνοι για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό υπήρξαν πολύ περισσότερο δημιουργοί του από ό,τι οι δήθεν υπερασπιστές του.
Οι Εβραίοι, όμως, δεν υπήρξαν μόνο ως παρίες.
Η ανώτερη κοινωνικά εβραϊκή ελίτ προσπάθησε να υπάρξει -και το μόνο που κατάφερε ήταν να υπάρξει ως παρείσακτη- στο εσωτερικό των κοινωνιών, όπου ζούσε και πρόκοβε. Έτσι αυτή η ελίτ, μετά το 1922, έγινε φασιστική στην Ιταλία. Ο χημικός Χέμπερ είχε ήδη τελειοποιήσει τα τοξικά αέρια στην Υπρ το 1915. Σιωνιστές στρατεύτηκαν στα freikorps και Εβραίοι παγγερμανιστές χαιρέτησαν την άνοδο του Χίτλερ το 1933. Καθόλου δεν έλειψαν οι Εβραίοι που λάτρεψαν τον Καρλ Σμιτ.
Ο Τραβέρσο κάνει φύλλο και φτερό, πραγματικά, τους μεγάλους φιλελεύθερους Εβραίους, τον Πόπερ και τον Αϊζάια Μπερλίν. Οι οποίοι είναι φανερά και πριν από όλα μεγάλοι πολέμιοι της «ολοκληρωτικής δημοκρατίας», του σοσιαλισμού. Ο Μπερλίν αρνήθηκε υστερικά να αποδεχτεί την υποψηφιότητα του Ισαάκ Ντόιτσερ σε μια έδρα σοβιετικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ, σημειώνοντας πως και μόνο η ιδέα πως θα ήταν στην ίδια ακαδημαϊκή κοινότητα με τον βιογράφο του Τρότσκι ήταν ηθικά απαράδεκτη. «Απεναντίας, πολύ πιο αποδεκτή, στα μάτια του, ήταν η συντροφιά του Ιρανού δικτάτορα Ρεζά Παχλεβί, ο οποίος προσκάλεσε το 1971 στους εορτασμούς για την επέτειο του Μεγάλου Κύρου στα ερείπια της Περσέπολης, της παλιάς αυτοκρατορικής πρωτεύουσας, όπου ο Μπερλίν έδωσε διάλεξη για την έννοια της ελευθερίας» (σελ. 99). Αν δεν ήταν ανατριχιαστικό θα επρόκειτο για σπουδαία κωμωδία. Συνήθη, ωστόσο, για τους Εβραίους Cold War Liberals, αλλά και τα νεοσυντηρητικά γεράκια από τον Κίσινγκερ μέχρι τους θεωρητικούς του Νέου Αμερικανικού Αιώνα.
Αυτή η υποστροφή από τους παρίες στους κομμουνιστοφάγους σηματοδότησε και το τέλος της εβραϊκής νεοτερικότητας.
Στο βιβλίο παρακολουθούμε πώς το κράτος του Ισραήλ, μ’ όλο που στις απαρχές του υποστηρίχθηκε από την διεθνή Αριστερά, κατέληξε να επιβεβαιώσει την πρόγνωση της Άρεντ. Πώς εργαλειοποίησε το Ολοκαύτωμα, πολύ εκ των υστέρων, βέβαια, μια και δεν θέλησε αρχικά να ταυτιστεί με τους σκελετωμένους επιζήσαντες των στρατοπέδων θανάτου, με τα θύματα, στο μέτρο που η εθνική οικοδόμηση επέβαλλε μια αυτοεικόνα νικητών. Η εργαλειοποίηση σήμανε μια ιεραρχία μεταξύ των θυμάτων της Σοά και άλλων ασύλληπτων βιαιοτήτων, η οποία είναι ηθικά απαράδεκτη και πολιτικά επικίνδυνη.
Εδώ και καιρό, όποιος αντιτίθεται στην πολιτική του κράτους του Ισραήλ βαφτίζεται αντισημίτης και βιώνει, πολλές φορές, πραγματικό διωγμό. Το να πεις τον Νετανιάχου φασίστα θεωρείται προσβολή στα θύματα του Ολοκαυτώματος. Η προσβολή, στα θύματα, όμως, είναι ο ίδιος ο φασίστας Νετανιάχου. Όπως και ο φασίστας Μπέγκιν, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Πρίμο Λέβι, που, σήμερα, δεν θα είχαν πρόβλημα οι «φιλελεύθεροι» να τον χαρακτηρίσουν κι αυτόν αντισημίτη.
Οι Εβραίοι ως διασπορικός, μιγαδικός λαός συνεισέφεραν, όπως έγραψε ο Θορστάιν Βέμπλεν, «περισσότερο από κάθε άλλη ομάδα στη διανοητική ζωή της νεότερης Ευρώπης».
«Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς τον Κάφκα να κερδίζει ένα λογοτεχνικό βραβείο, τον Μπένγιαμιν να γίνεται μέλος του College de France ή του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ, τον Τρότσκι να κατεβαίνει στις εκλογές» (σελ. 231).
Αυτό, ωστόσο, τελείωσε οριστικά. Η ένταξή τους στην πλευρά των νικητών, η άρση της εβραϊκής τους κατάστασης, αυτής του δημιουργικού παρία, σήμανε το τέλος της εβραϊκής νεοτερικότητας.