60 χώρες παγκοσμίως (σε σύνολο 195) έχουν θεσπίσει την επιστολική ψήφο γενικώς, ενώ για τους εκλογείς που βρίσκονται εντός της επικράτειας -όπως προτείνεται με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο- επιστολική ψήφο έχουν θεσπίσει μόνο 33 χώρες.
Αυτή την εβδομάδα συζητείται και ψηφίζεται στη Βουλή το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης που -μαζί με άλλες και εξίσου προβληματικές ρυθμίσεις, όπως λ.χ. η χωρίς καμία δικαιολογία αύξηση κατά πάνω από 6 φορές (από 3 σε 20 χιλιάδες ευρώ) του παραβόλου για τη συμμετοχή ενός συνδυασμού στις ευρωεκλογές- περιλαμβάνει την κυβερνητική πρόταση για την επιστολική ψήφο.
Πρόκειται για ένα σχέδιο νόμου πολλαπλά προβληματικό:
Πρώτον, ως προς το χρόνο και τον τρόπο που επιλέγεται να εισαχθεί η συγκεκριμένη ρύθμιση. Η Νέα Δημοκρατία έχει παρέμβει στον εκλογικό νόμο σε όλα τα διοικητικά/πολιτικά επίπεδα (δημοτικές/περιφερειακές, εθνικές, ευρωπαϊκές εκλογές και εθνικό δημοψήφισμα), μάλλον περισσότερες φορές από οποιαδήποτε κυβέρνηση στο παρελθόν σε διάστημα τεσσεράμισι χρόνων και σίγουρα επανερχόμενη ξανά και ξανά για να ρυθμίσει θέματα που έχει ήδη ρυθμίσει η ίδια. Έτσι, η πρόταση για την καθιέρωση της επιστολικής ψήφου στις ευρωεκλογές και στα εθνικά δημοψηφίσματα κατατίθεται στη Βουλή λιγότερο από τέσσερις μήνες πριν τις επόμενες ευρωεκλογές -ακριβώς επειδή είναι πιο εύκολο να περάσει, καθώς πρόκειται για εκλογές που δεν κρίνουν την διακυβέρνηση της χώρας- και ενώ η κυβέρνηση έχει ήδη προαναγγείλει ότι προτίθεται να ρυθμίσει το θέμα και για τις εθνικές εκλογές. Επομένως, δεν μπορεί κανείς παρά να αναρωτηθεί:
· Γιατί δεν ενέταξε το θέμα στη ρύθμιση που κατέθεσε για την ψήφο των εκλογέων του εξωτερικού, ώστε όλες οι εναλλακτικές μορφές εκλογικής συμμετοχής, εκτός της παραδοσιακής προσέλευσης στα εκλογικά τμήματα της Επικράτειας, να συζητηθούν και να ψηφιστούν ενιαία;
· Γιατί δεν φέρνει ολοκληρωμένη την πρότασή της και για τις εθνικές εκλογές, ώστε επίσης όλα τα θέματα που αφορούν την επιστολική ψήφο να συζητηθούν ενιαία;
Αν δεν πρόκειται για προχειρότητα και για τη λήψη μείζονος σημασίας θεσμικών αποφάσεων υπό το κράτος βραχυπρόθεσμων μικροκομματικών σχεδιασμών, πρόκειται για κάτι πολύ χειρότερο: τη σκόπιμη κατάτμηση των αλλαγών, ώστε να συσκοτίζεται τελικά η μεγάλη εικόνα που προκύπτει για το πώς αντιλαμβάνεται συνολικά το κυβερνών κόμμα την πολιτική συμμετοχή και την δημοκρατική αντιπροσώπευση.
Δεύτερον, ως προς τον ισχυρισμό της κυβέρνησης που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το σχέδιο νόμου, ότι λήφθηκαν υπόψη οι βέλτιστες διεθνείς πρακτικές. Ωστόσο, μια μικρή ματιά στα διαθέσιμα διεθνή συγκριτικά δεδομένα δείχνει ότι η επιστολική ψήφος κάθε άλλο παρά αποτελεί τον κανόνα. Αντίθετα, υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία επιλογών διεθνώς, αλλά και στην Ευρώπη, σε ό,τι αφορά την επιστολική ψήφο.
Συγκεκριμένα, 60 χώρες παγκοσμίως (σε σύνολο 195) έχουν θεσπίσει την επιστολική ψήφο γενικώς, ενώ για τους εκλογείς που βρίσκονται εντός της επικράτειας -όπως προτείνεται με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο- επιστολική ψήφο έχουν θεσπίσει μόνο 33 χώρες. Και από αυτές, ωστόσο, μόνο οι 12 επιτρέπουν την επιστολική ψήφο σε όλους τους εκλογείς εντός επικρατείας (δηλ. το 5,9% των χωρών διεθνώς), ενώ οι υπόλοιπες 21 περιορίζουν τη δυνατότητα αυτή μόνο σε συγκεκριμένους εκλογείς (π.χ. λόγω αναπηρίας, γήρατος ή ειδικές επαγγελματικές κατηγορίες).
Αντί λοιπόν να επιδιώξει, όπως ήδη ειπώθηκε και νωρίτερα, μια αναλυτική, σε βάθος και εφ’ όλης της ύλης δημόσια συζήτηση, που να παίρνει πράγματι υπόψη της τα διεθνή δεδομένα και τις θετικές και αρνητικές εμπειρίες που υπάρχουν για κάθε τρόπο ψηφοφορίας, η κυβέρνηση φέρνει μια αυθαίρετη ρύθμιση, που στην πραγματικότητα ακολουθεί μια πολύ μικρή μειοψηφία κρατών ανά τον κόσμο.
Και αυτή η επισήμανση, μας φέρνει στο τρίτο σημείο, που είναι και το κυριότερο. Η επιλογή της κυβέρνησης να φέρει την επιστολική ψήφο, και μάλιστα στις ευρωεκλογές, με τον τρόπο που το κάνει, αποκαλύπτει και την πραγματική της πρόθεση, τη γενικότερη αντίληψή της για τη δημοκρατική πολιτική. Η επιστολική ψήφος δεν εισάγεται ως μια, έστω, κατ’ εξαίρεση δυνατότητα, με μοναδικό σκοπό να διευκολύνει όσους και όσες σε μία συγκεκριμένη εκλογική διαδικασία κωλύονται -είτε λόγω απουσίας είτε λόγω γήρατος, ασθένειας κ.λπ.- να πάρουν κανονικά μέρος στις εκλογές, προσερχόμενοι/ες στο εκλογικό τμήμα όπου είναι εγγεγραμμένοι/ες.
Η δυνατότητα επιστολικής ψήφου δίνεται ανεξαιρέτως σε όλες/όλους τις/τους εκλογείς, χωρίς καμία προϋπόθεση, και μάλιστα στο διηνεκές: όταν κάποιος/α εγγραφεί στους σχετικούς ειδικούς καταλόγους, παραμένει εκεί, εκτός αν ζητήσει να διαγραφεί.
Με απλά λόγια, ο καθένας και η καθεμιά μας μπορεί να ζητήσει να ψηφίσει με επιστολική ψήφο, ακόμα κι αν κατοικεί δίπλα στο εκλογικό τμήμα όπου ασκεί το δικαίωμά του, γιατί «έτσι». Γιατί «δεν ψήνεται» να προσέλθει στο εκλογικό τμήμα ή γιατί προτιμάει την ημέρα εκείνη «να πάει για μπάνιο».
Όποιος πιστεύει ότι έτσι θα ενισχυθεί η συμμετοχή στις εκλογές κάνει τεράστιο λάθος. Το μήνυμα που στέλνει η πολιτεία στους πολίτες, με τη συγκεκριμένη ρύθμιση, είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτό της πολιτικής συμμετοχής. Στέλνεται ένα μήνυμα πλήρους απαξίωσης της εκλογικής διαδικασίας, ως κάτι που περιλαμβάνει συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, κάτι που έχει και συλλογικά και πανηγυρικά χαρακτηριστικά: τη δεδομένη μέρα, «εμείς ο λαός» προσερχόμαστε -και κυριολεκτικά- στις κάλπες. Κάτι δηλαδή πολύ μακριά από το πνεύμα που διαπνέει το νομοσχέδιο που κατατέθηκε.
Και βέβαια, ως τέταρτο και τελευταίο σημείο θα μπορούσε κανείς να αναφέρει όλες εκείνες τις επιμέρους ρυθμίσεις του νομοσχεδίου που αποκαλύπτουν τις «τρύπες» ενός συστήματος επιστολικής ψήφου, ιδίως με τον τρόπο που αυτό επιχειρείται να εισαχθεί, και γεννούν εύλογους προβληματισμούς ως προς την εγκυρότητα της διαδικασίας. Τα παραδείγματα αφθονούν.
Ήδη αναφέρθηκε το γεγονός ότι η εγγραφή στους ειδικούς καταλόγους όσων θα ψηφίσουν με επιστολική ψήφο δεν θα ανανεώνεται σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, αλλά θα γίνεται άπαξ και θα ισχύει μέχρι την ανάκλησή της, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για φακέλους ψηφοφορίας που θα αποστέλλονται σε παλιές και μη ισχύουσες ταχυδρομικές διευθύνσεις και για τον πολλαπλασιασμό των δυνάμενων να ψηφίσουν μέσω ταχυδρομείου εκλογέων.
Ένα δεύτερο εξόχως προβληματικό σημείο είναι το γεγονός ότι η εκλογική αλληλογραφία -λόγω και της προηγηθείσας ιδιωτικοποίησης των ΕΛΤΑ, με τη μεταβίβαση των μετοχών τους στο Υπερταμείο- θα διακινείται από τον εκάστοτε ιδιώτη ανάδοχο (εταιρία κούριερ) στον οποίο το Υπουργείο Εσωτερικών θα αναθέτει τη σχετική υπηρεσία. Την δε ευθύνη να ελέγξουν ότι πράγματι εκείνος/η που παραλαμβάνει το εκλογικό υλικό είναι ο/η εκλογέας στον/στην οποίο/α απευθύνεται και όχι κάποιος μη εξουσιοδοτημένος τρίτος, αναλαμβάνουν οι διανομείς (κούριερ) υπάλληλοι του ιδιώτη αναδόχου -που, εκτός των άλλων, ξέρουμε πολύ καλά σε τι συνθήκες επισφάλειας και ακραίας πίεσης εργάζονται συνήθως.
Για να έχουμε κάποια στοιχεία προς σύγκριση: η χώρα που είναι πιο γνωστή για τη δυνατότητα επιστολικής ψήφου που παρέχει στους πολίτες της είναι οι ΗΠΑ. Μόνο που το αμερικανικό Ταχυδρομείο (US Postal Service) είναι ομοσπονδιακή κυβερνητική υπηρεσία, που κατοχυρώνεται μάλιστα ευθέως στο Σύνταγμα, με όλες τις εγγυήσεις και τις εξουσίες που αυτό συνεπάγεται.
Ένα τρίτο χαρακτηριστικό σημείο, που εύλογα θα μπορούσε να δεχθεί κριτική, είναι το «διπλό ταμπλό» που αφήνει ανοιχτό το κυβερνητικό νομοσχέδιο για όσους εγγραφούν ή και ψηφίσουν με επιστολική ψήφο.
Ενώ σε ένα σημείο του νομοσχεδίου, ο νομοθέτης διαβεβαιώνει ότι όποιος/α εγγραφεί στους συγκεκριμένους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους θα διαγράφεται από τους βασικούς εκλογικούς καταλόγους, ώστε να μην μπορεί να διπλοψηφίσει, μια εξαίρεση τινάζει κάθε εγγύηση αποφυγής διπλοψηφίας στον αέρα. Αν τελικά, κάποιος/α γραμμένος/η στους ειδικούς καταλόγους επιστολικής ψηφοφορίας δεν ψηφίσει ή ψηφίσει μεν αλλά η ψήφος του δεν περιέλθει έγκαιρα στο ειδικό εκλογικό τμήμα, θα μπορεί να ψηφίσει την ημέρα των εκλογών κανονικά στο βασικό εκλογικό του τμήμα.
Το πόσο ασφαλές και ανόθευτο θα είναι το σύστημα ελέγχου και διασταύρωσης που θα γίνεται σχεδόν σε πραγματικό χρόνο (από τις 5 το απόγευμα του Σαββάτου ως τις 11 το πρωί της Κυριακής των εκλογών) και πόσο αποτελεσματικά θα μπορούν να εποπτεύσουν αυτή τη διαδικασία τα πολιτικά κόμματα και άλλοι/ες δικαιούμενοι/ες χωράει προφανώς πολλή συζήτηση.
Θα μπορούσαν ακόμα να ειπωθούν πολλά για το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου. Και για τις επιμέρους ρυθμίσεις του και για τη γενική φιλοσοφία του. Αν έπρεπε κανείς να συνοψίσει σε δύο φράσεις την κριτική, θα έλεγε ότι με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δημιουργούνται εύλογες αμφιβολίες για την εγκυρότητα της εκλογικής διαδικασίας, αλλά κυρίως υποβαθμίζεται βάναυσα η αξία και η σπουδαιότητά της ως κορυφαίας πολιτικής πράξης στις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες.
Η αποχή εξάλλου έχει πολιτικές και όχι διαδικαστικές και τεχνικές αιτίες και δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί με την επιστολική ψήφο. Πράγματι, υπάρχουν άνθρωποι που απέχουν για πρακτικούς λόγους. Όμως η λύση για αυτούς δεν είναι ένα ακόμα «μπάλωμα» στην νομοθεσία, αλλά μια ουσιαστική άρση των εμποδίων: είτε πρόκειται για τον έμπρακτο σεβασμό της εργατικής νομοθεσίας, ώστε οι εργαζόμενοι/ες (και στον τουρισμό/στην εστίαση) να λάβουν την εκλογική άδεια που δικαιούνται, είτε πρόκειται για την δια νόμου θέσπιση πολύ χαμηλού ή δωρεάν αντιτίμου για τις συγκοινωνίες τις ημέρες των εκλογών, είτε πρόκειται για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος δημοτικότητας και κατοικίας, ώστε να εκλείψει το φαινόμενο των ετεροδημοτών.
Όσο για την ουσία, εκεί είναι το μεγάλο -και μέχρι στιγμής χαμένο- στοίχημα για την κυβέρνηση, αλλά και γενικά για τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στη χώρα, ώστε να αντιμετωπίσουν το διογκούμενο κύμα αποχής. Να ξανακάνουν την πολιτική κάτι που αφορά και που περιλαμβάνει τους «απλούς ανθρώπους» και τις ζωές τους. Και να ξανακάνουν τη δημοκρατία αυταξία, αγαθό προς υπεράσπιση και διεκδίκηση, και -όπως λέει το κλισέ- «γιορτή».
* Η Δανάη Κολτσίδα είναι Νομικός – Πολιτική Επιστήμονας
πηγή: Dnews