Πριν από πεντακόσια περίπου χρόνια, το 1524-25, μια τεράστια εξέγερση σάρωσε την κεντρική Ευρώπη. Με επικεφαλής τους φτωχότερους και πιο καταπιεσμένους ανθρώπους της Γερμανίας, εκατοντάδες χιλιάδες ξεσηκώθηκαν και αμφισβήτησαν το ίδιο το φεουδαρχικό σύστημα. Ήταν η μεγαλύτερη εξέγερση απλών ανθρώπων που έλαβε χώρα στην Ευρώπη μετά την Αγγλική Εξέγερση του 1381, και δεν θα υπήρχε τίποτα άλλο παρόμοιας κλίμακας μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση του 1789.
Του Martin Empson
Ο Γερμανικός Πόλεμος των Αγροτών, όπως έγινε γνωστός, ήταν ένας ξεσηκωμός που συγκέντρωσε ευρύτατα τμήματα του πληθυσμού σε μια εξέγερση που είχε οικονομικό, θρησκευτικό και κοινωνικό περιεχόμενο. Η κλίμακα της εξέγερσης τρομοκράτησε τη γερμανική άρχουσα τάξη.
Ένας υπάλληλος στην Άνω Σουηβία, μια κομβική περιοχή της εξέγερσης, έγραψε μια αναφορά στον περιφερειακό δικαστικό επιμελητή, στην οποία εξέφραζε τον φόβο ότι η εξέγερση θα εξαπλωνόταν στη Βαυαρία και το Νότιο Τιρόλο. Αν συνέβαινε αυτό, έλεγε ο υπάλληλος, «κανείς σε αυτές τις χώρες δεν θα είναι κύριος των αγροτών».
Οι τοπικοί άρχοντες, οι ευγενείς και οι πλούσιοι γαιοκτήμονες φοβήθηκαν για τη ζωή τους και τη ζωή των οικογενειών τους, αλλά είδαν επίσης στην εξέγερση μια απειλή για την ύπαρξη της τάξης τους. Γι’ αυτό και εξαπέλυσαν τη μέγιστη βιαιότητα εναντίον των επαναστατών, πνίγοντας την εξέγερση στο αίμα.
Στην πραγματικότητα, η ίδια η ονομασία του «Πόλεμου των Χωρικών στη Γερμανία» είναι μια παραπλανητική ονομασία. Η εξέγερση δεν περιορίστηκε στην περιοχή που σήμερα ονομάζουμε Γερμανία, συμμετείχαν κοινωνικές ομάδες πολύ πέρα από την αγροτιά, και δεν ήταν πόλεμος με τη στρατιωτική έννοια, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του.
Μεταρρύθμιση και ταξική σύγκρουση
Όταν ξέσπασε ο Πόλεμος των Χωρικών, πολλοί άνθρωποι επέρριψαν την ευθύνη γι’ αυτόν στην προσωπικότητα που συνδέθηκε στενότερα με την αυξανόμενη αμφισβήτηση της Καθολικής Εκκλησίας, τον Μαρτίνο Λούθηρο. Για να κατανοήσουμε πλήρως τον Πόλεμο των Αγροτών, πρέπει να κατανοήσουμε τη Μεταρρύθμιση του Λουθήρου και το πώς άνοιξε χώρο για μια ριζοσπαστική κριτική της ευρύτερης κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα αντιπροσώπευε την ανάπτυξη μιας νέας κοινωνικής τάξης.
Το 1517, ο Λούθηρος έγραψε τις περίφημες θέσεις του, με ενενήντα πέντε σημεία που στρέφονταν κατά του τρόπου με τον οποίο η Εκκλησία είχε απομακρυνθεί από τη θρησκευτική λατρεία προς τα κοσμικά συμφέροντα. Συγκεκριμένα, ο Λούθηρος εξοργίστηκε με την πώληση συγχωροχαρτιών – ένας τρόπος για να μειωθεί ο χρόνος που περνούσε ο πιστός για να εξιλεωθεί για τις αμαρτίες του στο καθαρτήριο.
Η πώληση των συγχωροχαρτιών οδήγησε σε εκπληκτική αύξηση του πλούτου της Εκκλησίας. Το 1515, ο Πάπας Λέων Ι΄ είχε δώσει εντολή στους επισκόπους όλης της Ευρώπης να συγκεντρώσουν χρήματα για την ανοικοδόμηση της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη. Καθώς οι πωλητές εξαπλώνονταν σε όλες τις χώρες, πίεζαν τους πάντες να αγοράσουν συγχωροχάρτια. Όμως η πίεση των απαιτήσεων έπεφτε με μεγαλύτερη βαρύτητα στα φτωχότερα και πιο καταπιεσμένα στρώματα του πληθυσμού.
Η περίφημη διαμαρτυρία του Λούθηρου για τα συγχωροχάρτια αυτά δεν αφορούσε μόνο την ταπείνωση και το ψέμα που περιείχαν αυτά τα χαρτιά. Οργιζόταν εναντίον της εξουσίας και του πλούτου της Εκκλησίας και του τρόπου με τον οποίο ο Πάπας μπορούσε να ασκεί επιρροή σε τόσους πολλούς ανθρώπους. Αν ο Πάπας ήθελε πραγματικά να άρει την αμαρτία, υποστήριξε ο Λούθηρος, γιατί απλώς δεν το έκανε, αντί να απαιτεί από τους ανθρώπους να πληρώνουν γι’ αυτό; Για τον Λούθηρο, η πώληση των συγχωροχαρτιών αποτελούσε παράδειγμα όλων όσων ήταν λάθος στην Εκκλησία.
Η δημοσίευση των θέσεων του Λουθήρου έδωσε το έναυσμα για ένα κίνημα που σήμερα ονομάζεται Μεταρρύθμιση και τελικά οδήγησε στη διάσπαση της χριστιανικής εκκλησίας σε δύο πτέρυγες, την Καθολική και την Προτεσταντική. Αλλά αυτή η σύντομη περίληψη μπορεί να αδικήσει μια διαδικασία που κατέκλυσε πρώτα τη Γερμανία και στη συνέχεια την Ευρώπη σε μια περίοδο μαζικής και ριζοσπαστικής πολιτικής αντιπαράθεσης.
Στη Βιτεμβέργη, όπου ο Λούθηρος ήταν λόγιος και μοναχός, εκατοντάδες άνθρωποι άκουγαν τα κηρύγματά του και συζητούνταν έντονα. Συχνά οι συζητήσεις αυτές εξελίσσονταν σε διαμαρτυρίες, καθώς οι άνθρωποι επιτίθονταν σε σύμβολα της ρωμαϊκής εκκλησίας ή απαιτούσαν από άλλα μέλη του κλήρου να ακολουθήσουν τον Λούθηρο. Σε μια περίπτωση, στη Βιτεμβέργη, εισέβαλαν στη Σλόσκιρχε, μια εκκλησία που έχτισε και συντηρούσε ο Φρειδερίκος Γ΄, εκλέκτορας της Σαξονίας και πρίγκιπας του Λούθηρου, απαιτώντας να ακολουθήσει η λειτουργία τις νέες ιδέες του Λούθηρου.
Μια κοινωνία σε αλλαγή
Η Μεταρρύθμιση ήταν μια περίοδος μαζικής ιδεολογικής ζύμωσης που επικεντρώθηκε κυρίως στις πόλεις της Γερμανίας. Συνοδεύτηκε όμως από μεγάλη δυσαρέσκεια σε ολόκληρη την κοινωνία, όχι απλώς στις αστικές περιοχές. Για πολλούς από τους αντιπάλους του Λούθηρου, και μάλιστα για τον ίδιο τον Λούθηρο, η εξέγερση που ξέσπασε στη γερμανική ύπαιθρο το 1524 ήταν άμεσο αποτέλεσμα της θρησκευτικής δυσαρέσκειας. Με οξυδέρκεια, ο ιστορικός James M. Stayer υποστήριξε ότι ο πόλεμος των χωρικών ήταν η «έκφραση της Μεταρρύθμισης στην ύπαιθρο».
Ωστόσο, η εξέγερση ήταν κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Δεν θα πρέπει να παρουσιάζουμε τον Πόλεμο των Χωρικών ως απλή συνέπεια της θρησκευτικής αναταραχής, όπως προσπάθησαν να κάνουν οι αντίπαλοι του Λούθηρου προκειμένου να σπιλώσουν τον ίδιο τον Λούθηρο. Αυτό θα σήμαινε ότι θα παρεξηγούσαμε τη δυναμική που βρισκόταν στην καρδιά της γερμανικής κοινωνίας στις αρχές του 16ου αιώνα.
Η ίδια η Μεταρρύθμιση, όπως είπε ο Καρλ Μαρξ, μπορεί να ξεκίνησε «στο μυαλό του μοναχού», αλλά συνδέθηκε επίσης με τις ευρύτερες οικονομικές εξελίξεις του δέκατου έκτου αιώνα. Το πλαίσιο ήταν η ανάπτυξη των καπιταλιστικών συμφερόντων στην ευρωπαϊκή κοινωνία. Τα αιτήματα της Μεταρρύθμισης συνέπεσαν με τα συμφέροντα μιας ανερχόμενης τάξης ανθρώπων –εμπόρων και βιομηχάνων– που έβλεπαν την παλιά Εκκλησία ως εμπόδιο στην ενίσχυση των συμφερόντων τους.
Ο ίδιος ο Λούθηρος είχε αρχικά σταλεί για να σπουδάσει νομικά στο πανεπιστήμιο από τον πατέρα του, έναν σχετικά πλούσιο ιδιοκτήτη ορυχείου. Σύμφωνα με την αφήγηση του ίδιου του Λουθήρου, η εμπειρία που τον οδήγησε να στραφεί από τη νομική στη θεολογία και στη ζωή της θρησκευτικής αφοσίωσης προέκυψε από την εμπειρία του να επιβιώσει από μια βίαιη καταιγίδα. Εκείνη τη στιγμή, προσευχήθηκε στην Αγία Άννα, την προστάτιδα των ανθρακωρύχων, υποσχόμενος να αφιερώσει τη ζωή του στη θρησκευτική λατρεία, αν επιβίωνε. Για τον Λούθηρο, η θρησκεία ήταν στενά συνδεδεμένη με το οικονομικό του υπόβαθρο.
Αυτό ίσχυε και για εκείνους που εξεγέρθηκαν. Η εξέγερση προσέλκυσε όλους τους δυσαρεστημένους και καταπιεσμένους σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τις άρχουσες τάξεις τόσο σε τοπικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Τα αιτήματα των φτωχών και κατατρεγμένων τόσο στις αστικές όσο και στις αγροτικές περιοχές συνδύασαν τις εκκλήσεις για θρησκευτική μεταρρύθμιση και οικονομική απελευθέρωση. Οι ιστορικοί έχουν πρόσβαση σε εκατοντάδες διαφορετικά παραδείγματα των αιτημάτων που έθεσαν οι εξεγερμένοι αγρότες και οι κάτοικοι των πόλεων.
Τα Δώδεκα Άρθρα που συντάχθηκαν τον Μάρτιο του 1525 αποτελούν το πιο γνωστό παράδειγμα. Αυτό το μανιφέστο διανεμήθηκε και αναπαράχθηκε γρήγορα σε ολόκληρη τη Γερμανία μέσω της τελευταίας τεχνολογίας επικοινωνίας, της τυπογραφίας. Τα Δώδεκα Άρθρα προσφέρουν μια συναρπαστική εικόνα των σκέψεων ενός μαζικού κινήματος που ανέπτυσσε τις ριζοσπαστικές ιδέες του και αμφισβητούσε το status quo.
Γράφτηκαν από εκπροσώπους μερικών από τις μεγαλύτερες αγροτικές «συμμορίες», τους στρατιωτικούς σχηματισμούς χιλιάδων επαναστατών που βάδιζαν στην ύπαιθρο. Τα Δώδεκα Άρθρα ξεκινούσαν με ένα από τα βασικά αιτήματα της Μεταρρύθμισης του Λουθήρου, ζητώντας το δικαίωμα των ενοριών να επιλέγουν οι ίδιες τους ιερείς τους, με τους μισθούς αυτών των κληρικών να πληρώνονται από τη δεκάτη, έναν θρησκευτικό φόρο. Ό,τι περίσσευε από τη δεκάτη θα έπρεπε να πηγαίνει για τη βοήθεια των φτωχών και όχι για τη διόγκωση των ταμείων της Εκκλησίας.
Τα άρθρα συνεχίστηκαν με οικονομικά αιτήματα, συμπεριλαμβανομένης της κατάργησης της δουλοπαροικίας: «Με το παρόν δηλώνουμε ότι είμαστε ελεύθεροι και θέλουμε να παραμείνουμε ελεύθεροι». Οι εξεγερμένοι αμφισβήτησαν τον τρόπο με τον οποίο οι πλούσιοι γαιοκτήμονες είχαν ιδιωτικοποιήσει τη γη, αφαιρώντας τα δικαιώματα των απλών ανθρώπων να κυνηγούν, να ψαρεύουν ή να εκμεταλλεύονται τους πόρους. Ένα άρθρο ζήτησε να επιστραφούν τα δάση «στο χωριό, ώστε ο καθένας να μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες του από αυτά για ξυλεία και καυσόξυλα», μαζί με τις πρώην κοινές εκτάσεις που είχαν αφαιρεθεί από τους χωρικούς για να πλουτίσουν οι άρχοντες.
Τα Δώδεκα Άρθρα εξέθεσαν ουσιαστικά ένα όραμα για μια πιο εξισωτική κοινωνία, όπου οι πόροι της φύσης θα ήταν διαθέσιμοι σε όλους όσοι τους χρειάζονταν, ενώ θα περιοριζόταν η δύναμη των πλουσίων να ελέγχουν τους αγρότες. Αυτά τα άρθρα, και εκατοντάδες άλλα παρόμοια κείμενα, αντιπροσώπευαν μια άμεση αμφισβήτηση της εξουσίας και της δύναμης της φεουδαρχικής άρχουσας τάξης.
Η δυναμική της εξέγερσης
Καθώς η εξέγερση εξαπλωνόταν, τα αιτήματα που διατυπώνονταν εξελίσσονταν και συχνά αφορούσαν τοπικά ζητήματα. Στις αστικές περιοχές, η επικέντρωση των εξεγερμένων ήταν συχνά λιγότερο επαναστατική, ζητώντας τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών των εργατών και των φτωχών στις πόλεις, αλλά σπάνια την ανατροπή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων.
Αυτά τα τοπικά και περιφερειακά «άρθρα» είναι πολύ λιγότερο γνωστά από τα Δώδεκα Άρθρα, αλλά παρόλα αυτά είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση ορισμένων από τις βασικές δυναμικές της ίδιας της εξέγερσης. Ας πάρουμε τα σαράντα έξι άρθρα που διατυπώθηκαν στη Φρανκφούρτη τον Απρίλιο του 1525 και έγιναν αμέσως αποδεκτά από το δημοτικό συμβούλιο. Ξεκινούσαν με μια έκκληση για δημοκρατικό έλεγχο των ιερέων και διάφορα άλλα ζητήματα θρησκευτικού περιεχομένου.
Ωστόσο, τα περισσότερα άρθρα επεδίωκαν τη βελτίωση των συνθηκών και των δικαιωμάτων των φτωχότερων. Για παράδειγμα, το άρθρο επτά απαιτούσε ότι «το καλαμπόκι θα πρέπει στο εξής να πηγαίνει στην ελεύθερη αγορά και να επιτρέπεται σε κάθε άτομο να αγοράζει δύο ή τρία μπούσελ ή όσο μπορεί να πληρώσει». Προηγουμένως, οι πλούσιοι είχαν τα δικά τους μέτρα σιτηρών και μπορούσαν να αγοράζουν από τους αγρότες πριν το προϊόν φτάσει στην αγορά.
Το ίδιο άρθρο ζητούσε οι φτωχοί να έχουν την ευκαιρία να αγοράσουν σιτηρά πριν τα πάρουν στα χέρια τους οι «προλαμβάνοντες» και ανεβάσουν τις τιμές. Ο βρετανός μαρξιστής ιστορικός E. P. Thompson ανέπτυξε την έννοια της «ηθικής οικονομίας» για να περιγράψει παρόμοια αιτήματα που διατυπώθηκαν στην αγγλική ύπαιθρο κατά την άνοδο του καπιταλισμού.
Οι επαναστάτες της Φρανκφούρτης ήθελαν επίσης την κατάργηση των διοδίων και τον τερματισμό των περιορισμών στο δικαίωμα των ανθρώπων να παράγουν τα δικά τους τρόφιμα. Υπάρχει μια συνεπής αίσθηση σε αυτά τα κείμενα ότι οι απλοί άνθρωποι είχαν βαρεθεί τις μικροκαταπιέσεις και την απομύζηση των πόρων που τους παρείχε η φύση. Για παράδειγμα, το δέκατο έβδομο άρθρο έχει ως εξής:
«Όταν ο Κύριος ο Θεός προσφέρει καρπούς οξιάς στο δάσος, τότε οι δασοφύλακες μιλούν στους φτωχούς σαν να μην υπάρχουν πια καρποί οξιάς και τους διατάζουν να απομακρύνουν τα ζώα τους. Στη συνέχεια τα πουλάνε στις γύρω αγορές. Όλα αυτά συμβαίνουν εις βάρος των φτωχών και δεν μπορούν να γίνουν πλέον ανεκτά.»
Για τους επαναστάτες τόσο στην πόλη όσο και στην ύπαιθρο, ο χριστιανισμός ήταν το πλαίσιο μέσα από το οποίο κατανοούσαν τον κόσμο, και η Βίβλος ήταν η λυδία λίθος γι’ αυτό. Η Μεταρρύθμιση έδωσε ώθηση στη ριζοσπαστική αξιοποίηση της θρησκείας και είναι χαρακτηριστικό ότι οι αγρότες έβλεπαν στη Βίβλο έναν τρόπο να αμφισβητήσουν τους άρχοντές τους.
Για τους αγρότες, ο Θεός παρείχε όλα όσα χρειάζονταν για να ζήσουν τη ζωή τους, αλλά οι πλούσιοι τα είχαν πάρει. Έτσι, η φεουδαρχική τάξη ήταν αντίθετη στο θέλημα του Θεού και δεν είχε καμία νομιμότητα. Αυτή η εμπιστοσύνη στην πίστη τους και η αξιοποίηση της Βίβλου για να υποστηρίξουν την εξέγερσή τους φαίνεται από το τελευταίο από τα Δώδεκα Άρθρα. Προκαλούσε όσους τους επικρίνουν να βρουν οτιδήποτε στη Γραφή που θα ερχόταν σε αντίθεση με τα προηγούμενα αιτήματα. Με τη βεβαιότητα ότι δεν υπήρχε κανένα διαθέσιμο αντεπιχείρημα στη Βίβλο, οι συγγραφείς δήλωσαν ότι θα αφαιρούσαν κάθε άρθρο που θα έβρισκαν ελλιπές.
Νέα συμφέροντα, νέα τάξη
Στον απολογισμό του για τον Πόλεμο των Χωρικών, ο Φρίντριχ Ένγκελς σημείωσε ότι οι γερμανικές πόλεις εκείνη την εποχή αντιπροσώπευαν ένα νέο σύνολο οικονομικών συμφερόντων. Οι επαναστατημένοι πληθυσμοί τους ήθελαν μια νέα τάξη πραγμάτων, η οποία όμως θα επέτρεπε την περαιτέρω ανάπτυξη των αστικών συμφερόντων.
Ο Ένγκελς ανέλυσε το πώς η «πληβειακή αντιπολίτευση» στις πόλεις συγκέντρωσε διαφορετικές ομάδες και δυνάμεις, από «εκκολαπτόμενα προλεταριακά στοιχεία της αναδυόμενης σύγχρονης αστικής κοινωνίας» μέχρι «αστούς των συντεχνιών», καθώς και εκδιωγμένους αγρότες και ειδικευμένους εργάτες, γνωστούς ως τεχνίτες. Αυτές οι ανομοιογενείς δυνάμεις είχαν διαφορετικά συμφέροντα και αιτήματα, αλλά η εξέγερση της αγροτιάς τις ανάγκασε να ενωθούν.
Πριν από την εξέγερση, αυτές οι δυνάμεις της πόλης ήταν ένας «όχλος που μπορούσε να αγοραστεί και να πουληθεί για μερικά βαρέλια κρασί», υποστήριξε ο Ένγκελς:
«Οι εξεγέρσεις των αγροτών τον μετέτρεψαν σε κόμμα, και ακόμη και τότε παρέμεινε σχεδόν παντού εξαρτημένος από τους αγρότες στις διεκδικήσεις και τις δράσεις του – μια εντυπωσιακή απόδειξη του πόσο πολύ η πόλη της εποχής εκείνης εξακολουθούσε να εξαρτάται από την ύπαιθρο.»
Αυτές οι δυνάμεις, σύμφωνα με τον Ένγκελς, «τα έσοδα της πόλης να περιορίζονται με την κατάργηση των φεουδαρχικών φόρων στην αγροτική περιοχή που ανήκε στην πόλη».[1] Η αστική εξέγερση του 1525 περιορίστηκε έτσι από τα συμφέροντα των πλουσιότερων στοιχείων των πόλεων, ενώ τα επαναστατικά αιτήματα της αγροτιάς απαιτούσαν τη συνολική ανατροπή της δουλοπαροικίας και των φεουδαρχικών σχέσεων.
Η γερμανική κοινωνία του δέκατου έκτου αιώνα στηριζόταν εξ ολοκλήρου στην αγροτιά. Ήταν η βασική παραγωγική τάξη, η εργασία της οποίας παρείχε τη βάση για όλους τους υπόλοιπους στην κοινωνία. Όπως το έθεσε ο Ένγκελς: «Κάθε επίσημη κλειστή τάξη της αυτοκρατορίας ζούσε απομυζώντας τους αγρότες».[2]
Ως εκ τούτου, οι αγρότες καταπιέζονταν φρικτά και τα αιτήματα που διατύπωσαν δίνουν μια αίσθηση της οργής τους για ένα φεουδαρχικό σύστημα που τους εκμεταλλευόταν σε κάθε στάδιο της ζωής τους. Αναγκάζονταν να κάνουν «υποχρεωτική» εργασία για τον άρχοντά τους και να πληρώνουν επιπλέον φόρους σε περίπτωση γάμου, θανάτου ή όταν αναλάμβαναν μια νέα ιδιοκτησία.
Επιπλέον, μπορούσαν να ξυλοκοπηθούν ή να εκτελεστούν χωρίς ένδικα μέσα και έπρεπε να αποδίδουν ένα ποσοστό της παραγωγής τους στην εκκλησία και στους άρχοντές τους, ανεξάρτητα από το πόσο καλή ήταν η σοδειά. Αυτή ήταν η οικονομική βάση για την εξέγερση του 1524, και το μέγεθος της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης των αγροτών μας βοηθά να κατανοήσουμε το μέγεθος της ίδιας της εξέγερσης.
Το διαβολικό μείγμα
Ενώ ο Πόλεμος των Χωρικών στη Γερμανία αφορούσε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους και δικαίως περιγράφηκε από τον Ένγκελς ως η πρώτη «εθνική αγροτική εξέγερση», δεν ήταν μια επανάσταση που θα μπορούσε να ανατρέψει τη φεουδαρχία και να εισαγάγει μια νέα οικονομική τάξη. Η αγροτιά ήθελε κυρίως μια πιο ισότιμη, δίκαιη και δημοκρατική κοινωνία μέσα στο καθιερωμένο πλαίσιο.
Ωστόσο, υπήρχαν αρκετοί επαναστάτες που ήθελαν η εξέγερση να ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια που είχαν θέσει ορισμένοι από τους ηγέτες της. Καταλάβαιναν ότι η καταπίεση θα συνεχιζόταν αν δεν καταστρέφονταν οι βαθύτερες αιτίες της. Η πιο σημαντική από αυτές τις ριζοσπαστικές προσωπικότητες ήταν ο Τόμας Μύντσερ.
Οι ιδέες του Μύντσερ θεωρούνται συχνά ότι αποτελούν πρόδρομο της σύγχρονης σοσιαλιστικής σκέψης. Διαβάζοντάς τες σήμερα, μπορούμε σίγουρα να δούμε τη σημασία τους για τη δική μας εποχή, όπου η φύση εμπορευματοποιείται προς το συμφέρον των πλουσίων και η εκμετάλλευση και η καταπίεση καταστρέφουν τις ζωές τόσων πολλών ανθρώπων:
«Ποιο είναι το διαβολικό μείγμα από την οποία πηγάζει όλη η τοκογλυφία, η κλοπή και η ληστεία, αν όχι η αντίληψη των αρχόντων και των πριγκίπων μας ότι όλα τα πλάσματα είναι ιδιοκτησία τους; Τα ψάρια στο νερό, τα πουλιά στον αέρα, τα φυτά πάνω στην επιφάνεια της γης – όλα πρέπει να τους ανήκουν! Για να προσθέσουν την προσβολή στο κακό, έχουν διακηρύξει την εντολή του Θεού προς τους φτωχούς: Ο Θεός διέταξε να μην κλέβετε. Αλλά αυτό δεν τους εξυπηρετεί σε τίποτα. Γιατί ενώ ασκούν βία σε όλους, ξεζουμίζουν και γδέρνουν τον φτωχό εργάτη γης, τον έμπορο και ό,τι αναπνέει, εντούτοις αν κάποιος από τους τελευταίους διαπράξει το πιο ασήμαντο έγκλημα, πρέπει να κρεμαστεί… Είναι οι ίδιοι οι άρχοντες που κάνουν τον φτωχό άνθρωπο εχθρό τους. Αν αρνούνται να εξαλείψουν τις αιτίες της εξέγερσης, πώς μπορούν να αποφευχθούν τα προβλήματα μακροπρόθεσμα; Αν αυτά που λέω με κάνουν υποκινητή της εξέγερσης, ας είναι έτσι!»
Στη Θουριγγία της κεντρικής Γερμανίας, ο Μύντσερ μπόρεσε να ηγηθεί ενός μαζικού στρατού για να αμφισβητήσει τη δύναμη του φεουδαρχικού συστήματος. Το τραγικό είναι ότι οι δυνάμεις των οποίων ηγήθηκε δεν ήταν αρκετά ισχυρές για να νικήσουν τη δύναμη της ενοποιημένης άρχουσας τάξης που ήταν στραμμένη εναντίον τους.
Παπούτσια και κοχύλια
Η γερμανική αγροτιά είχε ήδη ξεσηκωθεί πολλές φορές πριν από τον Πόλεμο των Χωρικών. Στα τέλη του δέκατου πέμπτου και στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα, τα κινήματα Μπούντσουχ [Bundschuh-Bewegung] ήταν μια σειρά από τοπικές εξεγέρσεις της αγροτιάς που πυροδοτήθηκαν από τη δυσαρέσκεια για ζητήματα όπως η φορολογία, η δουλοπαροικία ή ένας ιδιαίτερα καταπιεστικός άρχοντας.
Το Μπούντσουχ αναφερόταν στο παραδοσιακό παπούτσι με κορδόνια που φορούσαν οι αγρότες και απεικονιζόταν στα λάβαρα και τις σημαίες των επαναστατών. Αν και οι εξεγέρσεις αυτές καταπνίγηκαν γρήγορα, η εμφάνιση και η εμπειρία τους σήμαινε σίγουρα ότι μέχρι τη δεκαετία του 1520 υπήρχαν πολλοί άνθρωποι στη γερμανική ύπαιθρο που θυμόντουσαν ή είχαν λάβει μέρος σε τέτοιες εξεγέρσεις.
Το 1522, ένας από τους αντιπάλους του Λούθηρου, ο Τόμας Μούρνερ, έγραψε ένα φυλλάδιο που επιτέθηκε στη Μεταρρύθμιση. Ήταν εικονογραφημένο με τη μορφή ενός Λούθηρου, με πανοπλία, που καθάριζε το παπούτσι ενός χωρικού και έφερε τον τίτλο «Λαδώνοντας το Μπούντσουχ». Το νόημα ήταν προφανές – για τον Μούρνερ, η Μεταρρύθμιση θα οδηγούσε άμεσα σε μια νέα εξέγερση.
Η εξέγερση ξέσπασε το 1524. Για άλλη μια φορά, τα άμεσα εναύσματα ήταν συγκεκριμένα τοπικά ζητήματα. Σύμφωνα με την παράδοση, η εξέγερση ξεκίνησε στην πραγματικότητα τον Ιούνιο του 1524 στο Στούλινγκεν, κοντά στα σύγχρονα σύνορα μεταξύ Γερμανίας και Ελβετίας. Εκεί, στα εκτεταμένα κτήματα της οικογένειάς της, η κόμισσα φον Λούπφεν λέγεται ότι διέταξε τους δουλοπάροικους της να σταματήσουν να μαζεύουν τη σοδειά και αντί γι’ αυτό να διασκορπιστούν και να αναζητήσουν κελύφη σαλιγκαριών, ώστε η ίδια και οι υπηρέτες της να μπορούν να τα χρησιμοποιούν για να τυλίγουν μαλλί.
Ανεξάρτητα από το αν η ιστορία αυτή είναι αληθινή ή όχι, η ανθεκτικότητά της στις παραδοσιακές αναφορές μάς δίνει μια καλή ένδειξη της απογοήτευσης που βίωναν οι Γερμανοί αγρότες της εποχής και των ιδιοτροπιών κάτω από τις οποίες υπέφεραν. Όποιο κι αν ήταν το άμεσο έναυσμα, οι εξεγέρσεις εξαπλώθηκαν γρήγορα. Ίσως μαθαίνοντας από την αποτυχία προηγούμενων εξεγέρσεων, οι επαναστάτες επεδίωξαν να μεταφέρουν την εξέγερση και σε άλλα χωριά και πόλεις της περιοχής τους.
Ομάδες αγροτών, που συχνά αριθμούσαν δεκάδες χιλιάδες, περιπλανιόντουσαν στην ύπαιθρο παρασύροντας και άλλα χωριά και διαδίδοντας την εξέγερση. Νίκησαν επίσης άρχοντες, κατέστρεψαν κάστρα και μοναστήρια και ανάγκασαν τις τοπικές αρχές να συμφωνήσουν στα αιτήματά τους.
Οργανωμένη εξέγερση
Οι ευγενείς αρέσκονταν να παρουσιάζουν τους εξεγερμένους αγρότες ως αναίτια βίαιους και πρόθυμους για καταστροφή, οι οποίοι ενθαρρύνονταν από σκοτεινούς, ανώνυμους επαναστάτες, ενώ η τελική έμπνευση προερχόταν από τον Λούθηρο ή τον Μούντστερ. Ωστόσο, η εξέγερση κάθε άλλο παρά ανοργάνωτη ήταν. Στην πραγματικότητα, χαρακτηριζόταν από προσεκτική οργάνωση και μελετημένα αιτήματα.
Όπως είδαμε, τα αιτήματα αυτά είχαν συνήθως τη μορφή μιας σειράς άρθρων, και οι ιστορικοί διαθέτουν εκατοντάδες τέτοιων εγγράφων που περιγράφουν λεπτομερώς τις ανησυχίες των εξεγερμένων. Προσφέρουν μια συναρπαστική εικόνα του κόσμου του ύστερου Μεσαίωνα και συχνά καταδεικνύουν με ποιο τρόπο τα θρησκευτικά και τα κοινωνικά αιτήματα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα.
Τα εξήντα δύο άρθρα που έγραψαν οι εξεγερμένοι αγρότες του Στούλινγκεν περιλάμβαναν οικονομικά και κοινωνικά αιτήματα, καθώς και παράπονα που θα γίνονταν πανταχού παρόντα σε όλες τις περιοχές που επηρεάστηκαν από την εξέγερση. Κάποια αφορούσαν την εξουσία των αρχόντων: οι αγρότες χρειάζονταν άδεια για να παντρευτούν εκτός της κοινότητάς τους και οι άρχοντες μπορούσαν «να περιφέρονται καβάλα στα χωράφια, να κυνηγούν, να δέρνουν και να θηρεύουν χωρίς κανέναν περιορισμό … και να καταστρέφουν και να ρημάζουν τις σοδειές». Μπορούσαν επίσης να διεκδικήσουν την περιουσία κάποιου όταν αυτός πέθαινε ή φυλακιζόταν.
Ενώ η απώλεια της κοινής γης και η «περίφραξη» ήταν πολύ λιγότερο σημαντικό ζήτημα από ό,τι στην Αγγλία από τον δέκατο έκτο αιώνα και μετά, η εξουσία του λόρδου να στερεί από τους αγρότες τα παραδοσιακά τους δικαιώματα τροφοδοτούσε τη λαϊκή οργή. Οι αγρότες παραπονέθηκαν ότι «το νερό που διατρέχει τις ιδιοκτησίες μας» είχε εκμισθωθεί σε ψαράδες:
«Μας επιβαρύνουν οι άρχοντές μας και οι αξιωματούχοι τους με πολυάριθμες ανυπόφορες εργασιακές υπηρεσίες, και μέσω αυτών εμποδιζόμαστε τόσο πολύ από την καλλιέργεια των κτημάτων μας, τα οποία βρίσκονται σε δύσβατη περιοχή, ώστε δεν ξέρουμε πώς να θρέψουμε τις γυναίκες και τα παιδιά μας∙ επίσης, δεν μπορούμε και δεν επιτρέπεται καν να εκτελούμε για τους άρχοντές μας αυτό που είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε.»
Αιτήματα όπως αυτά, από εκατοντάδες διαφορετικές περιοχές, αποτέλεσαν την έμπνευση για τα πιο γνωστά Δώδεκα Άρθρα.
Τα γεγονότα 150 περίπου χιλιόμετρα μακριά από το Στούλινγκεν μας δίνουν μια εικόνα για το πώς οργανώθηκαν οι αγρότες. Όπως πολλές παρόμοιες εξεγέρσεις πριν και μετά, χρησιμοποίησαν παραδοσιακές γιορτές και συγκεντρώσεις για να βρουν ομοϊδεάτες ριζοσπάστες, όπως αφηγείται ένας χρονογράφος:
«Όταν έφτασε η ώρα, κατά την οποία έπρεπε να ανάψει η φωτιά αυτής της εξέγερσης, συνέβη κατά τη διάρκεια της Καθαράς Δευτέρας (όπως λέγεται), όταν οι άνθρωποι συνηθίζουν να επισκέπτονται ο ένας τον άλλον, ότι περίπου έξι ή επτά αγρότες σε ένα χωριό κοντά στην Ουλμ, που ονομάζεται Μπάλτριγκεν, συγκεντρώθηκαν και συζήτησαν πολλά από τα τρέχοντα προβλήματα. Όπως ήταν το έθιμο μεταξύ των αγροτών εκείνη την εποχή, ταξίδευαν από το ένα χωριό στο άλλο σαν να επισκέπτονταν τους γείτονες και έτρωγαν και έπιναν μαζί με εγκάρδιο τρόπο∙ οι αγρότες του χωριού ταξίδευαν τότε και αυτοί μαζί τους. Αν κάποιος τους ρωτούσε πού πηγαίνουν ή τι κάνουν, απαντούσαν: “Πηγαίνουμε ο ένας στον άλλον για να πάρουμε τα πασχαλινά γλυκά”. Και με τέτοια παρέα ταξίδευαν κάθε Πέμπτη και κάθε φορά μεγάλωνε ο αριθμός τους, μέχρι που έφτασαν τους τετρακόσιους άνδρες.»
Το Μπάλτριγκεν έγινε ένα από τα κύρια κέντρα της εξέγερσης και έδωσε το όνομά του σε μία από τις σημαντικότερες ένοπλες ομάδες αγροτών, την Baltringer Haufen.
Η επιλογή του Λούθηρου
Οι αφηγήσεις για τον Πόλεμο των Χωρικών, ακόμη και από εχθρικούς μάρτυρες, δείχνουν πώς οι αγρότες συναντιόντουσαν συνεχώς, συζητούσαν και αντιπαρατίθεντο για την εξέγερσή τους. Επρόκειτο σε μεγάλο βαθμό για μια δημοκρατική εξέγερση. Οι χωροταξικές διαταγές των ομάδων, ενώ λειτουργούσαν υπό στρατιωτική πειθαρχία, φρόντιζαν ώστε τα μέλη να «πραγματοποιούν συχνά κοινοτικές συνελεύσεις, διότι τίποτα δεν επιβεβαιώνει και δεν διατηρεί την κοινή ομάδα πιο φιλικά ενωμένη».
Με τις εξεγέρσεις να εξαπλώνονται σε όλη τη νότια και κεντρική Γερμανία και την εξέγερση των αγροτών να βρίσκει ευρεία υποστήριξη στις πόλεις, η γερμανική άρχουσα τάξη δεν μπορούσε να μείνει αμέτοχη. Οι τεράστιες συμμορίες κατέστρεψαν εκατοντάδες κάστρα και ανάγκασαν τους ευγενείς να υποχωρήσουν. Τρομοκρατημένες επιστολές μαρτυρούν τον φόβο των αρχόντων. Όχι μόνο θα μπορούσαν να χάσουν τα κεφάλια τους, αλλά απειλούνταν και η βάση ολόκληρης της κοινωνίας τους.
Σε αυτό το σημείο, ο Μαρτίνος Λούθηρος έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο. Ως απάντηση στα Δώδεκα Άρθρα, ο Λούθηρος έγραψε μια λεπτομερή απόρριψη των αιτημάτων των αγροτών, επιμένοντας ότι ήταν αντιχριστιανικό να επαναστατείς εναντίον των αρχόντων σου.
Από τη μία πλευρά, η «Προτροπή του προς την ειρήνη» δεν άφηνε τους πρίγκιπες και τους άρχοντες να απαλλαγούν από την ευθύνη. Ο Λούθηρος υποστήριξε ότι οι ενέργειές τους που αγνοούσαν το Ευαγγέλιο και προέβαλαν άδικες οικονομικές απαιτήσεις είχαν προκαλέσει την εξέγερση. Ωστόσο, συνέχισε απευθυνόμενος στους αγρότες, επιμένοντας σταθερά ότι η εξέγερσή τους ήταν λάθος: «Το γεγονός ότι οι άρχοντες είναι κακοί και άδικοι δεν δικαιολογεί την αταξία και την εξέγερση».
Αποκαλύπτοντας την πραγματική του στάση, ο Λούθηρος απεικόνιζε την εξέγερση κατά της κατεστημένης εξουσίας ως μεγαλύτερο κακό από την αδικία:
«Οι άρχοντες παίρνουν άδικα την περιουσία σας∙ αυτή είναι η μία πλευρά. Από την άλλη πλευρά, τους παίρνετε την εξουσία τους… Επομένως, είστε πολύ μεγαλύτεροι ληστές από αυτούς.»
Παραδόξως, η ίδια η εξέγερση δεν σημαδεύτηκε από μεγάλη αιματοχυσία εκ μέρους των επαναστατών. Αυτό δεν εμπόδισε τον Λούθηρο να γράψει μια οργισμένη πολεμική μετά τη λεγόμενη σφαγή του Βάινσμπεργκ, όταν ένας στρατός εξεγερμένων σκότωσε εβδομήντα ευγενείς. Το φυλλάδιό του «Ενάντια στις ληστρικές και δολοφονικές ορδές των χωρικών» έχει ακόμη και σήμερα τη δύναμη να σοκάρει με την ενθάρρυνση της βίας των αρχόντων.
Ο Λούθηρος παρότρυνε τους «αγαπητούς άρχοντες» να «μαχαιρώνουν, να χτυπούν, να σκοτώνουν» τους αντιπάλους τους: «Αν πεθάνετε κάνοντάς το, καλώς να το κάνετε! Δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει πιο ευλογημένος θάνατος για σας». Όποιος πολεμούσε τους αγρότες θα ήταν «αληθινός μάρτυρας στα μάτια του Θεού», αν το έκανε ως χριστιανός που «αποδέχεται το Ευαγγέλιο», ενώ όσοι επαναστατούσαν θα καταδικάζονταν ως «αιώνιος πυρπολητής της κόλασης». Συνέχισε να καταδικάζει όλους εκείνους που τάχθηκαν στο πλευρό των αγροτών: «Όποιος συναγελάζεται μαζί τους πηγαίνει μαζί τους στον διάβολο και είναι ένοχος για όλες τις κακές πράξεις που διαπράττουν».
Η ήττα της εξέγερσης
Οι άρχοντες πήραν αυτό το μήνυμα υπόψη τους. Παραμερίζοντας προς το παρόν τις διαφορές τους σχετικά με την πρόκληση του Λούθηρου προς τον Πάπα, ενώθηκαν για να νικήσουν τους αγρότες.
Αυτό δεν ήταν εύκολο εγχείρημα. Εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες ήταν οπλισμένοι, σε χιλιάδες διαφορετικές ομάδες. Οι μισθοφορικές δυνάμεις των ευγενών δεν ήταν αρκετά ισχυρές για να νικήσουν τους εχθρούς τους, γι’ αυτό προσέλαβαν ιδιαίτερα στρατεύματα και προσπάθησαν να διχάσουν τους αγρότες.
Τελικά, η έλλειψη στρατιωτικής εμπειρίας της αγροτιάς αποδείχθηκε η μεγαλύτερη αδυναμία της. Σε μια σειρά στρατιωτικών συγκρούσεων ο ένας αγροτικός στρατός μετά τον άλλο ηττήθηκε, με τους επιζώντες να δολοφονούνται εν ψυχρώ στη συνέχεια. Ενώ χιλιάδες χωρικοί σκοτώθηκαν σε αυτές τις μάχες, συνήθως υπήρχαν μόνο μερικές απώλειες από την πλευρά των επαγγελματικών στρατών.
Για παράδειγμα, στη μάχη του Φρανκενχάουζεν, η οποία τερμάτισε την εξέγερση στη Θουριγγία, σκοτώθηκαν έως και δέκα χιλιάδες αγρότες – οι περισσότεροι από αυτούς καθώς έφυγαν από το πεδίο της μάχης σε σύγχυση μετά από λίγα λεπτά. Η μάχη αυτή εξουδετέρωσε μια από τις ισχυρότερες περιοχές της εξέγερσης.
Ήταν επίσης ίσως η πιο ριζοσπαστική δύναμη της εξέγερσης, καθώς ηγείτο ο Τόμας Μύντσερ. Μετά τη μάχη, ο Μύντσερ συνελήφθη και βασανίστηκε άγρια, ενώ φέρεται να ομολόγησε κάτω από τις τανάλιες ότι ο ίδιος και οι επαναστάτες ήθελαν έναν κόσμο όπου «όλα τα πράγματα θα είναι κοινά» («omnia sunt communia»).
Είναι αμφίβολο αν ο Μύντσερ το είπε ποτέ πραγματικά αυτό, ακόμη και υπό βασανιστήρια. Ωστόσο, έγινε για τους μεταγενέστερους ριζοσπάστες μια φράση εμβληματική των ελπίδων και των προσδοκιών πολλών που συμμετείχαν στην εξέγερση.
Άλλες εξίσου βίαιες μάχες έδωσαν τέλος στην εξέγερση σε διάφορα μέρη της Γερμανίας. Η αριστοκρατία άρχισε να αποκαθιστά την τάξη της και να παίρνει την εκδίκησή της. Η δυσαρέσκεια δεν εξαφανίστηκε αμέσως λόγω της ήττας της αγροτιάς, αν και οι περιστασιακές αναζωπυρώσεις της εξέγερσης κατά τους μήνες και τα χρόνια μετά το 1525 κατατροπώθηκαν γρήγορα.
Ο Ένγκελς και ο Πόλεμος των Χωρικών
Στην περιγραφή του Πολέμου των Χωρικών που έκανε ο Ένγκελς τον 19ο αιώνα, υποστήριξε ότι η εξέγερση οφειλόταν σε ταξικές συγκρούσεις και όχι σε θρησκευτικό πόλεμο, όπως συνήθως γινόταν αντιληπτός. Η Μεταρρύθμιση και ο Πόλεμος των Χωρικών προέκυψαν από τη συρρίκνωση της μεταγενέστερης μεσαιωνικής κοινωνίας, καθώς μια νέα οικονομική τάξη είχε αρχίσει να αναδύεται.
Ο Ένγκελς δεν μελέτησε και δεν έγραψε για τα γεγονότα του 1525 καθαρά για λόγους ιστορικού ενδιαφέροντος. Προσπαθούσε να κατανοήσει τη δειλία της γερμανικής αστικής τάξης στις επαναστάσεις της δικής του εποχής. Το 1848, μαζικά επαναστατικά κινήματα είχαν ξεσπάσει σε όλη την Ευρώπη, επιδιώκοντας να σαρώσουν τα απομεινάρια της παλιάς αριστοκρατικής, φεουδαρχικής τάξης.
Θεωρητικά, αυτό θα έδινε στη νέα αστική τάξη την ευκαιρία να επωφεληθεί από τη συσσώρευση του κεφαλαίου χωρίς εμπόδια. Στη Γερμανία, ωστόσο, ο φόβος της εξέγερσης από τα κάτω οδήγησε τα αστικά στοιχεία να υπαναχωρήσουν από μια τελική σύγκρουση με την παλιά τάξη πραγμάτων και να συνταχθούν με την αριστοκρατία. Το συμπέρασμα που έβγαλε ο Ένγκελς από αυτή την εμπειρία ήταν ότι η γερμανική εργατική τάξη θα έπρεπε να είναι η δύναμη που θα προωθούσε την επανάσταση, χωρίς να στηρίζεται στην ηγεσία της νέας καπιταλιστικής τάξης.
Το 1525, η γερμανική αστική τάξη δεν ήταν ακόμα αρκετά ισχυρή ώστε να κάνει πραγματικά γνωστά τα συμφέροντά της, αν και υπήρχαν κάποια μικρά, διστακτικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Ας δούμε πώς το 1525 ορισμένες επαναστατημένες πόλεις παρήγαγαν άρθρα εμπνευσμένα από τα αιτήματα των αγροτών με δική τους οικονομική ατζέντα. Ζήτησαν αλλαγές στη φορολογία που θα ωφελούσαν τις ανερχόμενες δυνάμεις του εμπορικού και μεταποιητικού κεφαλαίου.
Όπως σημείωσε ο Ένγκελς, η μόνη τάξη που κέρδισε από την επανάσταση του 1525 ήταν αυτή των πριγκίπων, καθώς η γερμανική κοινωνία του 16ου αιώνα ήταν πολύ κατακερματισμένη για να αναδυθεί ένα ενιαίο κίνημα κατά της φεουδαρχίας. Μέχρι το 1848, ωστόσο, τα πράγματα είχαν εξελιχθεί πολύ περισσότερο:
«Η επανάσταση του 1848 δεν ήταν μια τοπική γερμανική υπόθεση, αλλά μια φάση ενός μεγάλου ευρωπαϊκού κινήματος. Οι κινητήριες δυνάμεις καθ’ όλη τη διάρκειά της δεν περιορίστηκαν στα στενά όρια μιας μεμονωμένης χώρας, ούτε καν στα όρια του ενός τετάρτου του πλανήτη.»[3]
Κοιτάζοντας πιο μακριά
Στο επίκεντρο των γεγονότων του 1524-25 βρίσκονταν άτομα που έβλεπαν πολύ μακρύτερα από τα στενά όρια των αστικών συμφερόντων. Ο Τόμας Μύντσερ καταφερόταν ενάντια σε έναν κόσμο όπου ένας μικρός αριθμός πριγκίπων υπαγόρευε τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν και πέθαιναν οι μάζες. Καταριόταν τον τρόπο με τον οποίο κατακρεούργησαν τη φύση για τα συμφέροντά τους και ζούσαν στην πολυτέλεια ενώ οι μάζες λιμοκτονούσαν. Ο Μύντσερ εξέφραζε μια δυσαρέσκεια που αντηχεί μέσα στους αιώνες μέχρι σήμερα.
Οι χιλιάδες εξεγερμένοι αγρότες που ζητούσαν με τα άρθρα και τα αιτήματά τους μια πιο εξισωτική και δημοκρατική κοινωνία ήταν οι πρόδρομοι εκείνων που συνεχίζουν να αγωνίζονται για έναν καλύτερο κόσμο σήμερα. Το 1525, η βάση για αυτή την κοινωνία δεν υπήρχε ακόμη και οι αγροτικές ουτοπίες που οραματίστηκαν οι επαναστάτες δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν. Ο Ένγκελς συνόψισε αυτή την αντίφαση στο σχόλιό του για την κοσμοϊστορική τραγωδία του Τόμας Μύντσερ:
«Το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε έναν ηγέτη ενός ακραίου κόμματος είναι να αναγκαστεί να αναλάβει τη διακυβέρνηση σε μια εποχή που το κίνημα δεν είναι ακόμη ώριμο για την κυριαρχία της τάξης που εκπροσωπεί και για την εφαρμογή των μέτρων που θα συνεπαγόταν αυτή η κυριαρχία. Το τι μπορεί να κάνει δεν εξαρτάται από τη θέλησή του, αλλά από την οξύτητα της σύγκρουσης των συμφερόντων μεταξύ των διαφόρων τάξεων και από το βαθμό ανάπτυξης των υλικών μέσων ύπαρξης, των σχέσεων παραγωγής και των μέσων επικοινωνίας πάνω στα οποία βασίζεται κάθε φορά ο βαθμός ανάπτυξης των ταξικών ανταγωνισμών. Το τι πρέπει να κάνει, τι απαιτεί το κόμμα του από αυτόν, πάλι δεν εξαρτάται από τον ίδιο, ούτε από το βαθμό ανάπτυξης της ταξικής πάλης και των συνθηκών της. Συνδέεται με τις μέχρι τώρα θεωρίες του και τα αιτήματά του, τα οποία δεν απορρέουν από τις αλληλεπιδράσεις των κοινωνικών τάξεων σε μια δεδομένη στιγμή, ούτε από το περισσότερο ή λιγότερο τυχαίο επίπεδο των σχέσεων παραγωγής και των μέσων επικοινωνίας, αλλά από την περισσότερο ή λιγότερο διεισδυτική διορατικότητά του για το γενικό αποτέλεσμα του κοινωνικού και πολιτικού κινήματος. Έτσι βρίσκεται αναγκαστικά σε ένα δίλημμα. Αυτό που μπορεί να κάνει έρχεται σε αντίθεση με ολόκληρη την προηγούμενη σδυμπεριφορά του, με όλες τις αρχές του και με τα σημερινά συμφέροντα του κόμματός του· αυτό που θα έπρεπε να κάνει δεν μπορεί να επιτευχθεί.»[4]
Ωστόσο, ο Ένγκελς κατάλαβε ότι υπήρχε και μια άλλη πλευρά στην εξέγερση. Το γεγονός ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ήταν έτοιμοι να ξεσηκωθούν ενάντια στις αρχές, αψηφώντας τόσο την εκκλησία όσο και την αριστοκρατία, είναι από μόνο του ενθαρρυντικό. Πήραν τις ιδέες προσωπικοτήτων όπως ο Μαρτίνος Λούθηρος και άντλησαν έναν ριζοσπαστικό πυρήνα από τη Μεταρρύθμιση.
Η ελπίδα τους για δημοκρατικό έλεγχο της πίστης τους και για το τέλος της δουλοπαροικίας, της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης μπορεί να μην ήταν πραγματοποιήσιμη εκείνη την εποχή, αλλά δεκάδες χιλιάδες ήταν έτοιμοι να πάρουν τα όπλα και να αντιμετωπίσουν επαγγελματίες μισθοφόρους στο πεδίο της μάχης με την ελπίδα της νίκης. Πέθαναν αγωνιζόμενοι για έναν καλύτερο κόσμο, και γι’ αυτό σήμερα, πεντακόσια χρόνια αργότερα, θα πρέπει να τιμούμε τον Πόλεμο των Χωρικών στη Γερμανία ως έναν επαναστατικό αγώνα, μπροστά από την εποχή του.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Martin Empson, “The German Peasants’ War Was Europe’s Biggest Social Revolt Before the French Revolution”, Jacobin, 20 Δεκεμβρίοτυ 2023, https://jacobin.com/2023/12/german-peasants-war-feudalism-class-conflict-reformation.
Σημειώσεις
[1] Φρίντριχ Ένγκελς, Ο Πόλεμος των Χωρικών στη Γερμανία, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1991 (σε διαφορετική απόδοση). Όλα τα παραθέματα στις σσ. 52, 53.
[2] Ό.π., σελ. 55.
[3] Ό.π., σελ. 163.
[4] Ό.π., σελ. 145.