Η επιθετικότητα στην εφηβική ηλικία είναι ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο γι’ αυτό και αντιμετώπιση οφείλει να είναι πολύπλευρη.
Γράφει η Δρ. Άννα Κανδαράκη
Σίγουρα η πανδημία έχει το ρόλο της, καθώς οι νέοι σε μια τόσο ζωντανή και έντονη αναπτυξιακή φάση της ζωής τους, όπως είναι η εφηβεία, αναγκάστηκαν να περιορίσουν ζωτικές τους ανάγκες όπως η επαφή και ανθρώπινη επικοινωνία. Η ρίζα όμως είναι πιο βαθιά, η βιβλιογραφία και η κλινική πράξη επιβεβαιώνει ότι ένα παιδί που θ ασκήσει βία είναι εκείνο που έχει εξοικειωθεί με τη βία μέσα στην οικογένεια του. Μονάχα που η σύγχρονη οικογενειακή βία, δεν είναι μόνο η λεκτική ή η σωματική.
Είναι και η απουσία, η αμέλεια, η παραμέληση, όταν οι γονείς είναι απόντες. Είναι η σιωπή που υπάρχει ανάμεσα στο γονεϊκό ζευγάρι, όταν δε μιλούν μεταξύ τους δεν αγκαλιάζονται δε μοιράζονται. Είναι ο νεκρός γάμος, που κρύβεται πίσω από συμβιβασμούς και καθημερινή ανοχή. Ο έφηβος που έχει την ανάγκη από ένα περιβάλλον που θα του καθησυχάσει την εσωτερική του μάχη, αποσυντονίζεται νιώθει αόρατος και ασήμαντος όταν η οικογένεια δεν έχει τις προϋποθέσεις για να τον αγκαλιάσει και να τον κάνει να νιώσει ασφάλεια.
Ο έφηβος χρειάζεται τα υγιή όρια, γιατί όπως αναφέρω και στο βιβλίο « τα χρώματα που εσείς μου μάθατε»: «Τα υγιή όρια δε τα νιώθεις εμπόδιο, δεν είναι το περίφημο « όχι» που περιφέρουν οι ψυχοκαθοδηγητές και οι life coach, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Είναι τα μαλακά δίχτυα που έχουν γύρω γύρω τα τραμπολίνα , η ασφάλεια και η σιγουριά να πετάξεις πιο ψηλά. Γιατί ξέρεις ότι εκείνα είναι εκεί σταθερά, να σε κρατήσουν αν κάτι δεν πάει καλά.»
Εάν δεν αισθανθεί αυτή την ασφάλεια μέσα στο σπίτι ο έφηβος θα στραφεί έξω από αυτό, πολύ πιο εκτεθειμένος και ευάλωτος σε όποιο επικίνδυνο ερέθισμα συναντήσει στο δρόμο του, χωρίς το προστατευτικό φίλτρο της οικογένειας και χωρίς την ενήλικη ωριμότητα μπορεί να γίνει ο ίδιος πολύ επικίνδυνος πρώτα για τον εαυτό του και μετά για τους γύρω του.
Είναι απαραίτητο να μιλήσουμε για συνολική γονεϊκή εκπαίδευση και φροντίδα όλης της οικογένειας εάν θέλουμε πραγματικά να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της εφηβικής παραβατικότητας, κατανοώντας ότι εάν δεν ληφθούν μέτρα σήμερα για τον σημερινό θυμωμένο και φοβισμένο ανήλικο θα τον συναντήσουμε αύριο ως έναν ανεξέλεγκτο πλέον και πολύ πιο δύσκολα διαχειρίσιμο αγριεμένο ενήλικα.
Απόσπασμα από το βιβλίο «τα χρώματα που εσείς μου μάθατε»
Εκδόσεις Ψυχογιός
[..]Είναι εντυπωσιακό πως μέσα στο σπίτι είχε απλώσει το πέπλο του ο φανατισμός από την μια άκρη στην άλλη, μην επιτρέποντας να υπάρξει καμία υποψία προσωπικής επιθυμίας, άρα και ταυτότητας. Αν ακούσει κάποιος τα οπαδικά συνθήματα βγάζουν τέτοια λατρεία μετατρέποντας τις ομάδες σε αιώνιες αγαπημένες και ερωμένες, τόσο που αδυνατώ να πιστέψω ότι ποτέ ο Ρίκο, ο φανατικός οπαδός, είχε μιλήσει με τέτοιο πάθος και αφοσίωση στη γυναίκα ή στα παιδιά του. Όλος αυτός ο φανατισμός, από τη μια δίνει τη ψευδαίσθηση ταυτότητας , ότι είσαι κάποιος, ανήκεις κάπου και από την άλλη σου επιτρέπει, εκ του ασφαλούς, να αισθανθείς, να νιώσεις ..γιατί η ομάδα ή αντίστοιχα ο Θεός ή κάποιες φορές και το κατοικίδιο σου είσαι σίγουρος ότι δε θα σε προδώσει ποτέ. Μπορούν να παίρνουν την αγάπη σου, και εσύ να νιώθεις την ασφάλεια ότι θα είναι πάντα εκεί, ασφαλές ψευδο κουκούλι από την οποιαδήποτε τρομαχτική μη διαχειρίσιμη αβεβαιότητα μιας αληθινής ανθρώπινης σχέσης. […]
[…]Αυτή την αδυναμία διαχείρισης της αβεβαιότητας είχε έρθει και εκείνος να δουλέψει. Προφανώς δεν την ονόμασε έτσι, «δεν αντέχω στην ιδέα να χάσουμε κ. Αννα μου» .. «θέλω να μάθω να διαχειρίζομαι το άγχος μου, το θυμό μου, τα νεύρα μου.. κάποιες φορές , μη με βλέπετε τώρα ήρεμο – δε σας βλέπω πήγα να του πω αλλά πάμε παρακάτω– δεν ξέρω τι με πιάνει και σπάω όλο το σπίτι, τα κάνω όλα γυαλιά καρφιά.. τρομάζει και η μάνα μου και αρχίζει τα ευχέλαια».
Είναι ένα από τα πιο σημαντικά βήματα της ψυχοθεραπείας να μπορέσει ο θεραπευόμενος να διαχωρίσει το λόγο που έρχεται και τελικά τι κρύβεται από πίσω. Την πληγή από την αιτία, ότι άλλος ο λόγος που θα σε οδηγήσει να χτυπήσεις την πόρτα και άλλη η πραγματική αιτία που σε πονάει. […] Η ψυχική πληγή μοιάζει λίγο με τον νευρόπονο.. αλλού είναι το τραύμα και αλλού χτυπάει ο πόνος. Και είναι ίσως από τα πιο δύσκολα και κομβικά στη θεραπεία να εντοπίσεις την πληγή… από που ξεκινάει η αιμορραγία. Διαφορετικά όσες πληγές και αν κλείσεις αν δεν εντοπίσεις την αρχή θα αιμορραγείς ξανά και ξανά.
Ο Μιχάλης ήταν φοιτητής, από εκείνους τους γνώριμους αιώνιους φοιτητές που δε θυμούνται για ποιο λόγο μπήκαν, σταδιακά ξέχασαν για ποιο λόγο παραμένουν και σίγουρα δε ξέρουν για ποιο λόγο πρέπει να τελειώσουν. Έμενε κάποιες φορές στην Αθήνα και πηγαινο-ερχόταν στην πόλη του. Η μαμά ήταν μέσα στην αγωνία «αν και πότε θα τελειώσει και τι θ απογίνει στη ζωή του» , κανείς δεν τον πολύ έπαιρνε στα σοβαρά. Ήταν λίγο «το χαμένο» και «το τρελό».. πάντα ουδέτερο γιατί ο μόνος άντρας στο σπίτι ήταν ο μπαμπάς που είχε φύγει. Αυτός ήταν πάντα το παιδί. Οι μονές φορές που ουσιαστικά αναγκάζονταν να τον δουν, γιατί τον φοβόντουσαν, ήταν όταν θύμωνε και ούρλιαζε βγάζοντας κάτι άναρθρες κραυγές, και σπάζοντας ο,τι έβρισκε μπροστά του. Ίσως ακριβώς και αυτός να ήταν ο λόγος που συνέχιζε αυτές τις συμπεριφορές. Ίσως ήταν πάλι μη συνειδητά ο,τι είχε μάθει από τον πατέρα του.[…]