Τις τελευταίες πολλές ημέρες ένα από τα πιο κεντρικά ζητήματα της επικαιρότητας και της πολιτικής είναι το ζήτημα του γάμου ατόμων του ιδίου φύλου και το εύρος των δικαιωμάτων αυτών των ζευγαριών.
Γράφει η Δήμητρα Μαρέτα*
Είναι πλέον αποδεκτό ότι η διεύρυνση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων ή ομάδων που βρίσκονται στο περιθώριο για διάφορους λόγους συμβάλλει στη διεύρυνση, την εμπέδωση και τη ενδυνάμωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου προβλέπει τη θέσπιση μιας σειράς δικαιωμάτων αλλά την ίδια στιγμή εισάγει και μια σειρά από αποκλεισμούς και απαγορεύσεις για τα ζευγάρια αυτά.
Το αν αυτό το νομοσχέδιο—που πιθανότατα θα γίνει νόμος του κράτους, παρ’ όλο που δεν θα υποστηριχθεί από το σύνολο της κοινοβουλευτικής ομάδας του κυβερνώντος κόμματος—θα συμβάλλει αφ’ ενός στην αναγνώριση και την εμπέδωση των δικαιωμάτων αυτών των ζευγαριών και αφ’ ετέρου στην αύξηση της ορατότητας της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας είναι κάτι που πρώτα θα πρέπει να το αποτιμήσει η ίδια η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα αλλά και να φανεί στον χρόνο. Η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα θα πρέπει επίσης να αποτιμήσει το αν και για πόσο ακόμα θα θέλει να μιλά για τα ζητήματα που την αφορούν άμεσα ή αν θεωρεί ότι όσα έχει πει μέχρι τώρα αρκούν για την ορατότητα της υπόθεσής τους. Ακολούθως η υπόλοιπη κοινωνία θα πρέπει να πάρει θέση στα ζητήματα αυτά, εφ’ όσον είναι θέμα δημοκρατίας και ισότητας και, υπό αυτή την έννοια, μας αφορά όλους και όλες. Αυτό που θα ήταν χρήσιμο, ωστόσο, να έχει κατά νου η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα είναι ότι αιώνες καταπίεσης, απαξίωσης και υποτίμησης δεν αλλάζουν με μια απλή αναφορά ή δημόσια τοποθέτηση ή νομοθέτηση. Το παράδειγμα των γυναικών και της προαιώνιας καταπίεσής τους η οποία δεν έπαψε με την αναγνώριση ορισμένων δικαιωμάτων από τις φιλελεύθερες δημοκρατίες μπορεί να είναι ενδεικτικό προς αυτή την κατεύθυνση. Οι γυναίκες ακόμα αγωνιζόμαστε προκειμένου να ανατραπούν αντιλήψεις και στερεότυπα που μας θέλουν ακόμα και σήμερα σε συγκεκριμένους ρόλους και αντεπιτίθενται σε όποια βήματα προόδου συντελούνται με κόπο. Σε κάθε περίπτωση, τον πρώτο λόγο στην υπόθεσή τους την έχει η ίδια η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα και αν η ίδια θεωρεί ότι όση επιχειρηματολογία έχει αναπτυχθεί είναι αρκετή, τότε θα ήταν ενδεχομένως σκόπιμο να μην μιλά κανείς άλλος και καμία άλλη για αυτή. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η υποστήριξη των αιτημάτων της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας ως προς την αναγνώριση δικαιωμάτων της και της προστασίας της δεν σημαίνει ότι η κοινότητα αυτή είναι αυτόματα υπεράνω κριτικής ως προς τις πολιτικές επιλογές και τοποθετήσεις μελών της στο σύνολο των κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων με τα οποία είναι αντιμέτωπη η ελληνική κοινωνία. Η αναγνώριση δηλαδή των διακρίσεων και της καταπίεσης που υφίστανται τα μέλη της εν λόγω κοινότητας λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού δεν συνεπάγεται την άκριτη αποδοχή και υποστήριξη του συνόλου των επιλογών τους, ειδικά όταν αυτές παράγουν διακρίσεις, περιθωριοποίηση, φτωχοποίηση και καταπίεση για άλλους ανθρώπους.
Έχοντας αυτά κατά νου, το παρόν κείμενο καταπιάνεται με μία πλευρά της δημόσιας συζήτησης η οποία, αν και κεντρική, δεν έχει αναδειχθεί και αφορά τη θέση της γυναίκας στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης αλλά και της κοινωνίας γενικότερα. Πρόκειται για την προώθηση του στερεοτύπου σχετικά με τη μητρότητα και τον ρόλο της γυναίκας ως μητέρας.
Πώς το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από τα ζευγάρια των ομόφυλων ανδρών στη γυναίκα-μητέρα…
Ως γνωστόν, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι τα ζευγάρια που αποτελούνται από δύο άνδρες δεν θα μπορούν να γίνονται γονείς με κανέναν τρόπο, δηλαδή ούτε μέσω τεκνοθεσίας ούτε μέσω παρένθετης κύησης. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το ελληνικό κράτος έχει την πιο ελαστική νομοθεσία σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση στο ζήτημα της παρένθετης κύησης για ζευγάρια διαφορετικού φύλου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία ευαισθησία για τα ζητήματα που αυτή η πρακτική θέτει και έχουν σχολιαστεί από διάφορες φεμινιστικές οργανώσεις. Συνεπώς, ο αποκλεισμός εν προκειμένω τίθεται με άλλα κριτήρια.
Στη δημόσια συζήτηση έχουν διατυπωθεί μια σειρά από επιχειρήματα για τη θέσμιση αυτού του αποκλεισμού. Σταχυολογώ εδώ μερικά από αυτά:
- δεν είναι δυνατό ένα παιδί να μεγαλώνει χωρίς τη μητέρα του
- για να έχει ένα παιδί ισορροπημένη ανάπτυξη δεν αρκεί η αγάπη αλλά χρειάζεται και τα δύο πρότυπα της πατρότητας και της μητρότητας και πρωτίστως της μητέρας που είναι η τροφός του,
- αυτό προβλέπει η φύση και δεν είναι δυνατό ένας νόμος να το αλλάξει και να αλλοιώσει το παραδοσιακό και φυσιολογικό πρότυπο οικογένειας
- τα παιδιά που θα μεγαλώνουν χωρίς μητέρα νομοτελειακά θα είναι ψυχικά ασθενή
- η αγάπη της μητέρας είναι αναντικατάστατη
- δεν είναι δυνατόν να μεγαλώνει ένα παιδί χωρίς να λέει τη λέξη «μαμά»
- το να μεγαλώνει ένα παιδί χωρίς μητέρα αλλά, αντίθετα, με δύο μπαμπάδες το καταδικάζει σε μια ιδιότυπη ορφάνια, ενώ δεν υποστηρίζεται ότι ισχύει το ίδιο και για το παιδί που μεγαλώνει με δύο μαμάδες.
Μέσω του αποκλεισμού των ομόφυλων ανδρών από τη γονεϊκότητα αυτό που σκιαγραφείται είναι εν τέλει ο παραδοσιακός ρόλος της γυναίκας ως μητέρας. Η μη αναγνώριση της γονεϊκότητας των ομόφυλων ανδρών προϋποθέτει και επιτάσσει μια αναδίπλωση της γυναίκας στο πατριαρχικό στερεότυπο της γυναίκας-μητέρας, εφ’ όσον η επιχειρηματολογία για αυτόν τον αποκλεισμό δεν αμφισβητεί τον ρόλο του πατέρα ή την ικανότητα των ομόφυλων ανδρών να είναι σωστοί γονείς αλλά υπογραμμίζει τη σημασία της απουσίας της γυναίκας-μητέρας.
…Και στην απαραίτητη υπενθύμιση στις γυναίκες
Το παραδοσιακό στερεότυπο σχετικά με την οικογένεια αναγνωρίζει και αναπαράγει συγκεκριμένους ρόλους στο ζευγάρι. Σε αυτό το παραδοσιακό στερεότυπο η μητέρα προβάλλεται ως το πρόσωπο που έχει την καίρια θέση στη φροντίδα του παιδιού. Η γυναίκα είναι εκείνη που γεννά και ακολούθως φροντίζει για την ανατροφή του παιδιού και για το φαγητό του, ενώ είναι επιπλέον εκείνη που θεωρείται υπεύθυνη για να καλύπτει τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού. Αυτό το στερεότυπο δίνει αξία στη γυναίκα μόνο όταν εκπληρώνει αυτόν τον ρόλο, όταν δηλαδή γίνεται μητέρα. Είναι τόσο διάχυτη και εμπεδωμένη αυτή η πεποίθηση σχετικά με τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία γενικότερα και την οικογένεια ειδικότερα ώστε να θεωρείται ως η φυσική τάξη των πραγμάτων και να είναι ακόμα και σήμερα δύσκολο να γίνει νοητή οποιαδήποτε άλλη θέση για τη γυναίκα αλλά και οποιαδήποτε άλλη μορφή οικογένειας. Ασφαλώς, αυτό το στερεότυπο εγκλωβίζει τις γυναίκες στον παραδοσιακό ρόλο της μητρότητας που επιφυλάσσει για αυτές η πατριαρχία και αυτό γίνεται εμφανές ακόμα και στις μέρες μας, καθώς μια γυναίκα δεν θεωρείται επιτυχημένη αν δεν έχει γίνει μητέρα, ακόμα κι αν η ίδια είναι οικονομικά ανεξάρτητη, μορφωμένη, εμφανίσιμη, εργαζόμενη και επιτυχημένη στη δουλειά της. Δεν θεωρείται δηλαδή ότι ανταποκρίνεται στο πατριαρχικό στερεότυπο για τη γυναίκα-μητέρα, ακόμα κι όταν ανταποκρίνεται σε όλες τις υπόλοιπες προκλήσεις και απαιτήσεις που θέτει πλέον η σύγχρονη κοινωνία στη γυναίκα.
Επιστρέφοντας στη δημόσια συζήτηση για το σχέδιο νόμου σχετικά με την εισαγωγή του γάμου και της γονεϊκότητας για ζευγάρια του ιδίου φύλου, βλέπουμε ότι το κεντρικό επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατό ένα παιδί να μεγαλώνει με δύο μπαμπάδες και χωρίς μαμά δεν επικεντρώνεται στον ρόλο των μπαμπάδων στην ανατροφή του παιδιού αλλά στον ρόλο της γυναίκας-μητέρας. Έτσι, μια συζήτηση που εκ πρώτης όψεως μοιάζει να αφορά τη γονεϊκότητα των ζευγαριών ομόφυλων ανδρών μετατρέπεται σε μια συζήτηση που φροντίζει να υπενθυμίζει στις γυναίκες τον ρόλο τους. Αυτό συμβαίνει, ενώ ζούμε στη χώρα με μια ισχυρότατη ακόμα πατριαρχία που η γυναίκα συνεχίζει να υποτιμάται με μια σειρά από τρόπους:
- με την ενδοοικογενειακή βία που βρίσκεται σε έξαρση
- με τις δολοφονίες γυναικών από συζύγους και συντρόφους να γίνονται είδηση προς χάριν της τηλεθέασης και της επισκεψιμότητας των ιστοσελίδων και με το κράτος να αρνείται να λάβει συγκεκριμένα μέτρα και πρωτοβουλίες προκειμένου αυτά τα φαινόμενα να περιοριστούν
- με τις γυναίκες να συνεχίζουν να αμείβονται πολύ λιγότερο από τους άνδρες για ίδια εργασία και με πολλούς εργασιακούς χώρους και επιτελικούς ρόλους να είναι ανδροκρατούμενοι με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις γυναίκες (από χαμηλότερη αμοιβή μέχρι υποτιμητικές συμπεριφορές και σεξουαλική παρενόχληση στους χώρους εργασίας)
- με τον νόμο περί συνεπιμέλειας στον οποίο βασικό επιχείρημα ήταν ότι έπρεπε να αναγνωριστεί ο ρόλος του πατέρα στην ανατροφή του παιδιού και δεν ήταν δυνατό να αναγνωρίζεται τόσο κεντρικά ο ρόλος της μητέρας σε αυτή
- με το ότι, ενώ οι γυναίκες πιέζονται για να γίνουν μητέρες, την ίδια στιγμή δεν έχουν την αντίστοιχη υποστήριξη από το κράτος ώστε να μπορούν να εργάζονται και να διατηρούν την οικονομική τους ανεξαρτησία με τη φροντίδα και το κόστος για αυτό πολλές φορές να μετακυλίονται στην ίδια την οικογένεια.
Και, ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ξαφνικά η δημόσια συζήτηση θέτει τη γυναίκα στο επίκεντρο με μία της αποκλειστικά ιδιότητα, αυτή της μητέρας και δη στο πλαίσιο του πατροπαράδοτου, πατριαρχικού στερεοτύπου. Η έμφαση και η προβολή στο γεγονός ότι στα παιδιά των ζευγαριών των ομόφυλων ανδρών θα λείπει η μητέρα δεν στοχεύει μόνο να πλήξει την κοινωνική αποδοχή αυτών των ζευγαριών και την όποια δυνατότητά τους να γίνουν γονείς, εφ’ όσον υπάρχει και η λύση της τεκνοθεσίας εκτός της πολλαπλώς προβληματικής λύσης της παρένθετης μητρότητας. Στοχεύει επιπλέον να υπενθυμίσει στις γυναίκες ότι πρωταρχική τους αποστολή είναι να τεκνοποιήσουν. Διότι οι γυναίκες μόνο ως μητέρες γίνονται αποδεκτές και ορατές στην πατριαρχία.
Επιστρέφοντας εκεί από όπου ξεκινήσαμε, πρέπει να επισημάνουμε το εξής: Η αναγνώριση δικαιωμάτων στις μειονότητες είναι ασφαλώς δείκτης της λειτουργίας της (φιλελεύθερης) δημοκρατίας. Ωστόσο, ο τρόπος που ένα κράτος και μια κοινωνία αντιμετωπίζουν τις γυναίκες είναι ο πιο ασφαλής δείκτης αξιολόγησης της λειτουργίας της δημοκρατίας και μαρτυρά για αυτή πολύ περισσότερα από όσα μαρτυρούν άλλοι δείκτες, όπως η λειτουργία του κράτους δικαίου, για παράδειγμα. Και με βάση αυτό το κριτήριο, στη χώρα μας φαίνεται ότι έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε μέχρι να πλησιάσουμε σε αυτό που θα μπορούσε να αξιολογηθεί ως μια στοιχειωδώς ικανοποιητική λειτουργία της δημοκρατίας.
*Διδάκτωρ Πολιτικής Θεωρίας