Στη δεκαετία του 1930 στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα σακιά που περιείχαν αλεύρι και δημητριακά, κατασκευάζονταν από ύφασμα, κυρίως από βαμβάκι.
Η εταιρεία Kansas Wheat, εν μέσω της Μεγάλης Ύφεσης, συνειδητοποίησε ότι οι φτωχότερες οικογένειες τα επαναχρησιμοποιούσαν συστηματικά για να ράψουν φορέματα για γυναίκες και κορίτσια, μια τάση που είχε ξεκινήσει από τις αρχές του 20ου αιώνα. Εκείνη την περίοδο, η εξοικονόμηση χρημάτων για ρούχα, ήταν καθαρά ζήτημα επιβίωσης. Οπότε για να κάνει τα σακιά πιο ελκυστικά, η εταιρεία αποφάσισε να τα τυπώσει με λουλουδάτα και πολύχρωμα μοτίβα.
Η πρωτοβουλία στέφθηκε με τεράστια επιτυχία: φρόντισαν χρησιμοποιήσουν μελάνι για τα λογότυπα που ξεθώριαζε μετά από ένα απλό πλύσιμο, ενώ σε μερικά σακιά είχαν ήδη τυπωθεί τα σχέδια στο ύφασμα, έτοιμα για κοπή και ράψιμο, όχι μόνο για ρούχα, αλλά και για παιχνίδια, κουρτίνες, σκεπάσματα και άλλα είδη του νοικοκυριού. Υπήρξαν μαθήματα για ράψιμο, ειδικά φυλλάδια με οδηγίες και διάφορες άλλες διευκολύνσεις.
Μια τακτική μάρκετινγκ που βοήθησε κάποιες αμερικανικές οικογένειες να περάσουν μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο, χρήσιμη και ως πηγή εισοδήματος για γυναίκες που αργότερα θα πουλούσαν τα μοντέλα που έραβαν.
Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, περίπου 3-3,5 εκατομμύρια γυναίκες και παιδιά φορούσαν ρούχα από σακιά κατά τη διάρκεια της Ύφεσης και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Με την έναρξη του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου, όμως τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Το βαμβάκι προοριζόταν κατά προτεραιότητα, για τις στολές των στρατιωτών. Τα υφασμάτινα σακιά αντικαταστάθηκαν από χάρτινα, όπως αυτά που υπάρχουν και σήμερα.
Η ιστορία της μόδας έχει γραφτεί σε μεγάλο βαθμό χωρίς να περιλαμβάνει τη μόδα των χαμηλότερων στρωμάτων, των οποίων τα ενδύματα από σακιά δημητριακών, αποτελούν μέρος μιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Η ιστορία της μόδας του 20ου αιώνα, είναι παραδοσιακά επικεντρωμένη στους σχεδιαστές μόδας και στα στυλ που δημιούργησαν, με αποτέλεσμα να ορίζεται ως ιστορία γραμμένη από την οπτική γωνία των ανώτερων στρωμάτων.
Του Βαγγέλη Χωραφά