Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι: Μόνον όταν λειτουργήσει η δημοκρατία. Πάντως, αυτή η αίσθηση, ότι η πολιτική επαγγελματοποιείται, δεν αποτελεί κάποια νέα εξέλιξη, απλώς σήμερα έχει περάσει σε περισσότερους πολίτες, απ’ ότι στο παρελθόν. Κι αυτό γιατί είναι πολύ δυνατός ο εθισμός των πολιτών στα ισχύοντα καθεστώτα, τα οποία, μάλιστα, εξ αρχής ορίστηκαν δημοκρατικά, χωρίς, φυσικά, να είναι. Σε ότι αφορά τώρα τη δημοκρατία αυτή είναι ένα εντελώς άγνωστο πολίτευμα.
Του Θεόδωρου Στάθη*
Οι πιο υποψιασμένοι, από όλους τους παραπάνω, είναι αυτοί που από μάθηση διαθέτουν κάποια ίχνη, καταγόμενα από το πολίτευμα που εγκατέστησε ο Κλεισθένης γύρω στο 509 π. Χ. στην Αθήνα. Οι επινοητές εκείνου του πολιτεύματος το ονόμασαν δημοκρατία, κάνοντας χρήση των λέξεων Δήμος -το σύνολο των πολιτών μιας γεωγραφικής περιοχής- και κρατώ με στόχο τη δημιουργία ενός καθεστώτος ισοκρατίας, όπου ο κάθε πολίτης θα διέθετε ίσον κράτος και προφανώς ίση εξουσία. Με αυτό το σκεπτικό, άλλωστε, προέκυψαν και οι θεσμοί-μέσα, όπως η κλήρωση ως το μόνο επιτρεπτό μέσο ανάδειξης των πολιτικών αξιωματούχων, τους βουλευτές, των ορκωτών δικαστών για τον τομέα της δικαιοσύνης, για μία θητεία ενός έτους και για τις δύο περιπτώσεις, κάτι που απέκλειε τον επαγγελματισμό στην πολιτική και τη δικαιοσύνη, και τέλος την εκκλησία του δήμου, προικισμένη με πρωτοφανή δύναμη απορρέουσα από την απόλυτη εξουσία που διέθετε. Ο αποστολή αυτών των θεσμών ήταν η ικανοποίηση των πανανθρώπινων αξιωματικών αρχών που συνεπάγονται από τη θεμελιώδη αρχή της δημοκρατίας, αυτή της ισοκρατίας, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι η εξουσία του καθενός έφτανε μέχρι αυτού του σημείου που δεν περιόριζε την εξουσία του άλλου. Δηλαδή, ατομική εξουσία με υποχρεώσεις, όχι μόνο δικαιώματα, προς τρίτους! Στις συνεδριάσεις της εκκλησίας του δήμου συμμετείχαν όλοι οι άρρενες πολίτες 20 ετών και άνω με δικαίωμα ψήφου και ομιλίας στη βάση της αρχής της ισηγορίας, για το λόγο αυτό εκείνο το πολίτευμα ονομάστηκε και άμεση δημοκρατία, χωρίς στην πράξη να λειτούργησε ως τέτοια. Οι γνωστοί επικεφαλής πολιτικοί εκείνης της εποχής, ούτε κληρώθηκαν, ούτε εκλέχθηκαν ποτέ. Η φήμη τους έως και τις ημέρες μας, οφείλεται στην ικανότητα της πειθούς, και όχι μόνον, που διέθεταν δια των ομιλιών τους στην εκκλησία του Δήμου.
Το ερώτημα: πως καταλήξαμε από ένα πολίτευμα με χαρακτηριστικά δημοκρατικού πολιτεύματος σε ένα άλλο, που εξ αρχής της ίδρυσής του λανσάρεται ως δημοκρατικό χωρίς να είναι, μπορεί να απαντηθεί μόνον εάν αποδεχτούμε ότι κάποιος ή κάποιοι θεσμοί-μέσα, που είχαν επινοηθεί από τους προγόνους μας για να ικανοποιήσουν τις αξιωματικές αρχές της δημοκρατίας, απέτυχαν στην αποστολή τους. Οι έρευνες για το θέμα αυτό καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο κύριος υπεύθυνος θεσμός που οδήγησε σε διαφορετική πολιτειακή συνέχεια ήταν ο θεσμός της εκκλησίας του δήμου, ο οποίος με τους κανόνες και τις διαδικασίες του επέτρεψε τον εκτροχιασμό της όλης προσπάθειας, η οποία κατέληξε υπό τον πλήρη έλεγχο των αριστοκρατών και φυσικά πλουσίων, μέσω του οποίου η τάξη αυτή μπόρεσε, βοηθούντος και του συγκεκριμένου θεσμού, να υπονομεύσει την αξία της άμεσης δημοκρατίας.
Εξετάζοντας το θεσμό της εκκλησίας του δήμου, επειδή η συμμετοχή στις συνεδριάσεις της ήταν εθελοντική, σπάνια ήταν εντυπωσιακή, η, δε, σύνθεσή της, από κοινωνική, οικονομική και γεωγραφική άποψη, ήταν πολύ φτωχή, με αποτέλεσμα οι συνελεύσεις της να μην πληρούν τους όρους της άμεσης δημοκρατίας, αλλά αυτούς μιας κακής αντιπροσώπευσης με ολιγαρχικά χαρακτηριστικά. Τρία στοιχεία, πάντως, εκείνης της δημοκρατίας είναι οι σταθερές του συστήματος. (α) οι πολιτικοί αξιωματούχοι αναδεικνύονταν μόνον δια της κλήρωσης, (β) Τι ίδιο και οι δικαστικοί και (γ) οι ειδικοί, όπως στρατηγοί ή κάτι σαν οι σημερινοί υπουργοί, δια της εκλογής στις συνεδριάσεις της εκκλησίας του δήμου και όλοι οι αξιωματούχοι για μια θητεία, εκτός από τους στρατηγούς που μπορούσαν να επανεκλεγούν, συνήθως, για ακόμα μία θητεία.
Εν τω μεταξύ οι Λατίνοι περίπου το 500 π.Χ. επινόησαν το ρεπουμπλικανικό σύστημα, όπου οι πολιτικοί αξιωματούχοι αναδεικνύονταν δια της εκλογής, το οποίο καθιερώθηκε μεταγενέστερα και σε άλλες χώρες και λανσαρίστηκε, μάλιστα, ως δημοκρατικό, ενώ δεν είναι. Έκτοτε η δημοκρατία ορίζεται δια ενός μέσου και όχι δια των αξιωματικών της αρχών. Έχουμε, δηλαδή, εκλογές, άρα έχουμε δημοκρατία, ανεξαρτήτως του εάν ικανοποιούνται οι πανανθρώπινες αξιωματικές της αρχές ή όχι.
Με την εμφάνιση της μαρξιστικής συνταγής, που πρέσβευε την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος δια της επανάστασης και αντικατάστασής του με άλλο που θα φρόντιζε το προλεταριάτο, πολλοί θεώρησαν πως η συνταγή αυτή θα έλυνε το δημοκρατικό έλλειμμα, σε ότι αφορά την κατανομή του παραγόμενου πλούτου. Όμως, η οκτωβριανή επανάσταση εφάρμοσε στο νέο καθεστώς το ίδιο μέσο με αυτό του ρεπουμπλικανικού συστήματος, την εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη των πολιτικών αξιωματούχων και για άπειρες θητείες, το οποίο εξ αρχής ακόμη ικανοποιούσε σε κάποιους τομείς το καπιταλιστικό καθεστώς, με αποτέλεσμα η δικτατορία του προλεταριάτου να εξελιχθεί σε μια αιμοσταγή δικτατορία.
Στη συνέχεια, μιας και οι επαναστάσεις δεν ήταν πια παντού της μόδας και διδασκόμενη η αριστερά από τις επιτυχίες του Χίτλερ, σε ότι αφορά τη νέα μέθοδο κατάκτησης της εξουσίας, συνέχισε να υιοθετεί το ίδιο μέσο που ανέκαθεν υπηρετούσε το καπιταλιστικό σύστημα και δια της δημιουργίας συνθηκών της μη κανονικότητας, κατά την χιτλερική συνταγή με ανθρώπινο δήθεν πρόσωπο, επιχειρεί έκτοτε να κατακτήσει, όπου μπορεί, την εξουσία χωρίς καμία, αντικειμενικά, προοπτική για τη δημοκρατία. Το παράδειγμα της εξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ, που κατακλύζεται από πάμπολλες κλίκες μόνο τη δημοκρατία δεν έχουν στο μυαλό τους.
Το συμπέρασμα, με βάση τα αποτελέσματα, είναι ότι η εκλογική διαδικασία αδυνατεί, αντικειμενικά, να εξασφαλίσει δημοκρατική εκπροσώπηση, κι αυτό γιατί οι θεματοφύλακες της είναι εξαρτημένοι και ελεγχόμενοι. Αυτό το έχουν εξασφαλίσει από αιώνες πριν, όταν οι βασιλιάδες άρχισαν να μετασχηματίζονται σε μουσειακές φιγούρες, οι ανάγκες των πολιτικών να εκλέγονται, δημιουργώντας κλίκες και εξασφαλίζοντας τις απαραίτητες χορηγίες, εάν δεν είναι πλούσιοι, και ας μας το παίζουν θύματα, ενώ είναι οι θύτες. Είναι οι ανάγκες τους που δημιούργησαν τη μεγάλη αγορά στην οποία οι έχοντες και κατέχοντες επενδύουν σε οργανισμούς, όπως ΜΜΕ, που διαθέτουν, μάλιστα, και άποψη, με στόχο να ελέγχουν την πολιτική και τους πολιτικούς. Έτσι, όσο η ανάδειξη των πολιτικών αξιωματούχων θα γίνεται δια της εκλογής η επαγγελματοποίηση, η οικογενειοκρατία και τα αρχηγικά κόμματα θα δεσπόζουν για όσο χρόνο θα υπάρχουν οπαδοί.
Για να ανατραπεί η αίσθηση ότι η πολιτική επαγγελματοποιείται, θα πρέπει να αλλάξουν οι θεσμοί-μέσα που επιτρέπουν την παραγωγή τέτοιων φαινομένων. Στο βιβλίο μου με τίτλο Δούρειος Ίππος της Δημοκρατίας, εκδόσεις Άμμων, το οποίο και βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 2023, αναπτύσσονται οι τρόποι και παρουσιάζονται οι θεσμοί-μέσα με τα οποία τερματίζονται όλα αυτά τα φαινόμενα, ενώ τα λεφτά των χορηγών καταλήγουν στα αζήτητα, μιας και η διαφήμιση των υποψηφίων δεν συμβάλλει, πλέον, στην ανάδειξή τους σε αξιώματα. Η βάση του συστήματος είναι το δημοκρατικά λειτουργούν πολιτικό κόμμα, ενώ ο πυρήνας του, η Τοπική Οργάνωση, θα διαθέτει απόλυτη εξουσία για τα συμβαίνοντα στην περιοχή της. Το βασικό μέσο στο νέο σχήμα είναι ότι κλήρωση των πολιτικών αξιωματούχων, με την προϋπόθεση ότι πληρούν τα προαπαιτούμενα. Η διαδικασία αυτή αναδεικνύει με σιγουριά την αξιοκρατία και τη δέουσα δημοκρατική αντιπροσώπευση για κάθε επίπεδο αξιώματος στο κόμμα και σε νομοθετικά σώματα, εθνικά, περιφερειακά και δημοτικά.
*Πρόεδρος του Ιδρύματος Μεσογειακών Μελετών
Σύντομο βιογραφικό
Ο Θεόδωρος Στάθης, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης (στο οποίο εργάστηκε και ως βοηθός ερευνητής), είναι πρόεδρος του Ιδρύματος Μεσογειακών Μελετών και σύμβουλος διοίκησης της Εθνικής Τράπεζας.
Δίδαξε ως βοηθός καθηγητής στο κολέγιο Μανχάταν της Νέας Υόρκης και στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (New York University), όπου εργάστηκε και ως ερευνητής. Ως ειδικός επιστήμων και στη συνέχεια ως εντεταλμένος υφηγητής εργάστηκε στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας και ως επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη. Διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος της N.B.G. Bancassurance του Ομίλου της Εθνικής Τράπεζας, καθώς και πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Κεφαλαίου επίσης του Ομίλου της Εθνικής Τράπεζας, και τέλος Πρόεδρος του Μουσικού και Εκπαιδευτικού Οργανισμού Ελλάδος (Ορχήστρα Καμεράτα).
Διετέλεσε Βουλευτής, υφυπουργός Εθνικής Άμυνας, αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού και υπουργός Γεωργίας
Στον τομέα της μουσικής η δραστηριότητά του επικεντρώνεται κυρίως στη σύνθεση όπερας. Στο ενεργητικό του έχει 4 όπερες: Αντιγόνη του Σοφοκλή, Opus Elgin: Η καταστροφή του Παρθενώνα, Άλκηστις του Ευριπίδη και Θεοδώρα (της περιόδου του Ιουστινιανού). Οι παραστάσεις των πρώτων τριών έγιναν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Η παράσταση της Θεοδώρας εκκρεμεί.
Στον τομέα των δημοσιεύσεων έχει στο ενεργητικό του εργασίες άρθρα στον επιστημονικό και πολιτικό τομέα και είναι συγγραφέας του Βιβλίων Η εθνική άμυνα και η αχίλλειος πτέρνα της (Εκδόσεις Λιβάνη), Αναζητώντας Πρότυπο Δημοκρατίας για το Σήμερα, και Θεραπεία για τις Δημοκρατίες που Πεθαίνουν, αμφότερα Εκδόσεις Κάκτος, Δούρειος Ίππος της Δημοκρατίας: Η Εκκλησία του Δήμου Τότε και οι Εκλογές και εκλογές Σήμερα, εκδόσεις Άμμων Εκδοτική και λιμπρέτων των τεσσάρων όπερων.