Η κρίση της σύγχρονης Δημοκρατίας δεν είναι πλέον μόνο μια θεωρητική παραδοχή. Αποτελεί μια πραγματικότητα που εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους, όπως με τη σημαντική αύξηση του ποσοστού της αποχής στις εκλογές και την άνοδο των λαϊκιστικών και ακροδεξιών κομμάτων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Του Σπύρου Βλαχόπουλου*
Αλλά και πέρα από την Ευρώπη, δεν είναι λίγοι εκείνοι που προβλέπουν νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προσεχείς προεδρικές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. «Μαγικές» λύσεις για την αντιμετώπιση του πολύ σοβαρού αυτού προβλήματος, προφανώς δεν υπάρχουν. Αυτό όμως που προέχει, είναι η διάγνωση των αιτιών που οδηγούν στην κρίση της σύγχρονης δημοκρατίας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι πρόκειται για ένα «πολυπαραγοντικό» φαινόμενο με πολλαπλές εκφάνσεις που κλονίζουν τις παραδοσιακές αντιλήψεις μας για τη Δημοκρατία.
Επειδή «εν αρχή ην …. το Σύνταγμα», το παρόν κείμενο θα επικεντρωθεί στη διερεύνηση των συνταγματικών παραμέτρων. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με τη δομή της σύγχρονης κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, όπως αυτή καταστρώνεται στον ανώτατο καταστατικό χάρτη της Χώρας. Το κοινοβουλευτικό πολίτευμα διακρίνεται, σε θεωρητικό επίπεδο, από την τριγωνική σχέση μεταξύ Βουλής, Κυβέρνησης και Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η Βουλή (νομοθετική εξουσία) και η Κυβέρνηση (εκτελεστική εξουσία) είναι καταρχήν ανεξάρτητες, παρά τις μεταξύ τους αμοιβαίες σχέσεις εξάρτησης (ψήφος εμπιστοσύνης της Βουλής προς την Κυβέρνηση από τη μια, δυνατότητα της Κυβέρνησης να προκαλέσει την πρόωρη διάλυση της Βουλής από την άλλη). Τον ρόλο του «διαιτητή» ανάμεσα στις δύο εξουσίες αναλαμβάνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Στην πράξη όμως, το θεωρητικό αυτό σύστημα στις περισσότερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες δεν λειτουργεί με τον ιδεατό αυτόν τρόπο εδώ και πολλές δεκαετίες: Η Κυβέρνηση ταυτίζεται ουσιαστικά με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ ο εκάστοτε Πρωθυπουργός είναι το απόλυτα κυρίαρχο πρόσωπο τόσο στην Κυβέρνηση όσο και στην κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος.
Η εποχή κατά την οποία ο Πρωθυπουργός ήταν απλώς «primus inter pares» (πρώτος μεταξύ των ίσων) έχει παρέλθει προ πολλού. Η συγκέντρωση αυτή της εξουσίας στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού συνοδεύεται και από την ταυτόχρονη μείωση της εξουσίας του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος έχει περιοριστεί σε έναν πρωτίστως εθιμοτυπικό και συμβολικό ρόλο.
Η τάση αυτή συγκέντρωσης της εξουσίας σε ένα μόνο πρόσωπο κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν της θεμελιώδους αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Η κατάσταση είναι κάπως καλύτερη στα ομοσπονδιακά κράτη, γιατί εκεί οι κρατικές αρμοδιότητες μοιράζονται ανάμεσα σε αυτά και στα ομόσπονδα κρατίδια, ευχέρεια που δεν υπάρχει στα ενιαία κράτη όπως η Ελλάδα. Γι’ αυτό, αναζητούμε συνεχώς αυτό που στο σύγχρονο συνταγματικό δίκαιο ονομάζεται «θεσμικά αντίβαρα» απέναντι στο πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα.
Υπάρχει βέβαια η ανεξάρτητη δικαιοσύνη. Και αυτό όμως το σοβαρό θεσμικό ανάχωμα αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα (π.χ. καθυστέρηση στην έκδοση των δικαστικών αποφάσεων, επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης από την Κυβέρνηση), που αμβλύνουν την αποτελεσματικότητά της και την εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτήν. Έτσι, με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 κατοχυρώθηκαν στο Σύνταγμά μας πέντε ανεξάρτητες διοικητικές αρχές (Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, ΑΣΕΠ, Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Συνήγορος του Πολίτη). Οι ανεξάρτητες αρχές αποδείχθηκαν ένα πολύ σημαντικό βήμα για την αποκέντρωση της εξουσίας και την ενίσχυση των θεσμικών αντιβάρων, πολλές μάλιστα φορές αποτέλεσαν το πιο αποτελεσματικό μέσο προστασίας των δικαιωμάτων του πολίτη. Μόνο που και οι ανεξάρτητες αρχές δεν ενισχύθηκαν όσο έπρεπε με προσωπικό και μέσα και αντιμετωπίστηκαν συχνά από την πολιτική εξουσία ως ένας εν δυνάμει εχθρός.
Για να το πούμε απλά: Τις ανεξάρτητες αρχές όλες οι πολιτικές δυνάμεις τις εγκωμιάζουν και ζητούν την ενίσχυσή τους, μόνο όμως για όσο χρονικό διάστημα είναι στην αντιπολίτευση. Μετά τα πράγματα αλλάζουν …
Όπως προαναφέρθηκε, έτοιμες λύσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης της σύγχρονης δημοκρατίας δεν υπάρχουν. Και σίγουρα υπάρχουν και πολλές άλλες σημαντικές αιτίες, μη συνταγματικού χαρακτήρα, για την κρίση αυτή. Ωστόσο, και ο τρόπος που προσεγγίζουμε το Σύνταγμα δεν ευνοεί τη βελτίωση της κατάστασης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Το 2019 εισήχθη στο Σύνταγμά μας ο θεσμός της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, η δυνατότητα δηλαδή ενός σημαντικού αριθμού πολιτών να προτείνουν στη Βουλή την ψήφιση ενός νόμου. Ορίστηκε συγκεκριμένα (άρθρο 73 παρ. 6) ότι με «υπογραφή πεντακοσίων χιλιάδων πολιτών που έχουν δικαίωμα ψήφου, μπορούν να κατατίθενται έως δύο ανά κοινοβουλευτική περίοδο προτάσεις νόμων στη Βουλή, οι οποίες με απόφαση του Προέδρου της παραπέμπονται στην οικεία κοινοβουλευτική επιτροπή προς επεξεργασία και εν συνεχεία εισάγονται υποχρεωτικά προς συζήτηση και ψήφιση στην Ολομέλεια του Σώματος. Οι προτάσεις νόμων του προηγούμενου εδαφίου δεν μπορεί να αφορούν θέματα δημοσιονομικά, εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας. Νόμος ορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παρούσας παραγράφου». Η δυνατότητα αυτή εκθειάστηκε τότε από το πολιτικό προσωπικό της Χώρας ως ένας πολύ σημαντικός τρόπος για την αντιμετώπιση της αποξένωσης του πολίτη από τα κοινά. Το 2024, πέντε χρόνια μετά, ακόμη δεν έχει ψηφισθεί ο εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος που θα ενεργοποιεί τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία. Και το χειρότερο: Ελάχιστοι μιλάνε γι’ αυτό!
Σε λίγους μήνες μπορεί να αρχίσει η διαδικασία της νέας συνταγματικής αναθεώρησης. Ας μην αφήσουμε μια ακόμη ευκαιρία να πάει χαμένη. Και ας συζητήσουμε σοβαρά και νηφάλια για πραγματικές τομές στη λειτουργία του Πολιτεύματος, όπως π.χ. για τον εκσυγχρονισμό των διατάξεων του Συντάγματος περί ατομικών δικαιωμάτων, την ενίσχυση της Βουλής, την αναβάθμιση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας, την αλλαγή του τρόπου επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης και την πρόβλεψη ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου για την επίλυση των οργανωτικών συνταγματικών διαφορών. Έχοντας πάντοτε κατά νου ότι το Σύνταγμα δεν αφορά την εφήμερη πολιτική συγκυρία, αλλά προεχόντως το μέλλον και τις δεκαετίες που έρχονται.
Το οφείλουμε σε αυτούς που εγκαθίδρυσαν τη Δημοκρατία πριν από πενήντα χρόνια.
*Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ