Πέθανε την Κυριακή ο ποιητής Γιώργος Μπλάνας
Ο Γιώργος Μπλάνας γεννήθηκε το 1959 στο Αιγάλεω. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1987, με μια ποιητική συλλογή υπό τον, το δίχως άλλο εντυπωσιακό, τίτλο «Η ζωή κολυμπά σαν φάλαινα ανύποπτη πριν τη σφαγή».
Το 2015, έλαβε το κρατικό βραβείο μετάφρασης ξένης λογοτεχνίας για την μετάφρασή για το έργο “Ζωή και Πεπρωμένο” του Βασίλι Γκρόσμαν ενώ παλαιότερα έχει τιμηθεί με το βραβείο του περιοδικού “Διαβάζω” για την ποιητική συλλογή του “Στασιωτικά [1-50]” καθώς και με τον έπαινο “Κάρολος Κουν” για τη μετάφραση της τραγωδίας του Ευριπίδη “Ηρακλής Μαινόμενος”. Μεταφράσεις του έχουν χρησιμοποιηθεί σε τραγωδίες στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού.
Από τότε, η εργογραφία του εμπλουτίστηκε με περισσότερα από δέκα προσωπικά βιβλία (ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, πρόζα, δοκίμια και μελέτες για «ελάσσονες» Ελληνες ποιητές).
Το πιο πρόσφατο (2023) έργο του τιτλοφορείται «Αυτοκρατορία. Κομμόδου Αντωνίνου Αυγούστου τα Εις Μάρκον Αυρήλιον» και αποτελεί ένα ποίημα που ακροβατεί ανάμεσα στη μυθιστορία και στην τραγωδία, με πρωταγωνιστή τον αυτοκράτορα Κόμμοδο, ο οποίος γράφει τα δικά του «Εις εαυτόν» απευθυνόμενος στον πατέρα του, Μάρκο Αυρήλιο. Η Αυτοκρατορία αξιοποιεί την παρακμή της περιόδου του Κομμόδου για να δημιουργήσει μια αλληγορία για τον σύγχρονο δυτικό κόσμο.
Σε μία από τις τελευταίες του αναρτήσεις είχε γράψει:
ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟ ΕΚΑΤΟΣΤΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ
Γιε μου, γεννήθηκα πολύ αργά
κι όλο το μέλλον μου είναι παρελθόν.
Υπάρχω, ωστόσο,
αν και όχι […
μετρήσιμος
…]
είμαι εκείνο το νεκρό κατσίκι
που τραβήξαμε απ’ το νερό
και κάψαμε και θάψαμε στην άμμο,
σκάβοντας, σκάβοντας
μέχρι τα κόκαλα των πειρατών
του Barbarossa κι εσύ
έλεγες: «Φτιάχνουμε
έναν πύργο από πάνω;»
«Το βράδυ, θα τον πάρει το νερό».
«Θα σε κρατάω γερά!»
. . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . .
Βλέπεις τον άνθρωπο, γιε μου και βλέπεις
ένα ζώο αγριεμένο […
Δες τον άνθρωπο γιε μου· θα δεις
ένα πληγωμένο αγρίμι –
κι ό,τι βλέπεις κι ό,τι δεις
εσύ κι ο γιος μου,
και το μέλλον του: απόθετον κάλλος
του παρελθόντος μου […
. . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . .
Δεν αποφάσισα να υποκαταστήσω
τους φιλοσόφους, γιε μου·
δεν έγραψα έχοντας ξεκάθαρη επίγνωση μιας τέτοιας
υποκατάστασης. Πρέπει μάλλον
να φανταστείς πως άσκησες
πάνω μου ένα είδος αρχαίας
πίεσης κι ένιωσα την ανάγκη
να [….
…] γιε μου.