Άρθρο του Γιώργου Ε. Κουβελάκη, Επίτιμου Σύμβουλου Επικρατείας, πρώην Υπουργού Δικαιοσύνης στο Constitutionalism.gr «Η Ελληνική δικαιοσύνη σε κρίσιμη καμπή. Παθογένειες, υστερήσεις και σύγχρονες προκλήσεις»
Ι. Zητείται Δικαιοσύνη
Έρευνες, μελέτες, καταδίκες, στατιστικές, δείχνουν και αποδεικνύουν:
Στη χώρα μας έχουμε 37 δικαστές ανά 100.000 κατοίκους, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 17 δικαστές ανά 100.000 κατοίκους, για μια απόφαση δικαστηρίου χρειάζονται 450 ημέρες στην Ε.Ε., στην Ελλάδα πάνω από 1.600 ημέρες.
Σύμφωνα με άλλη μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας, που εκπονήθηκε κατόπιν αιτήματος της Ελληνικής Κυβέρνησης, χρειάζονται στα ελληνικά δικαστήρια 1400 ημέρες, μέχρι την τελεσιδικία μιας απόφασης και 1711 ημέρες από την κατάθεση της αγωγής μέχρι την εκτέλεση της απόφασης. Η Παγκόσμια Τράπεζα κατατάσσει τις επιδόσεις της ελληνικής δικαιοσύνης στην 146η θέση παγκοσμίως.
Ο αριθμός των υποθέσεων που εισάγονται ετησίως υποχωρεί σταθερά κατ’ έτος: Στο Πρωτοδικείο από 342.539 το 2014,έτος κορύφωσης της κρίσης, στις 200.000 το 2019 και στις 126.869 έως τον Οκτώβριο του 2020. Στο ΣτΕ από 4.675 το 2016 προσφυγές, στις 3.521 το 2019 και στις 2.365 το 2020 (Στοιχεία Υπουργείου Δικαιοσύνης). Στην εθιμική αναφορά «η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη», το 70% των πολιτών μας απαντά ότι η δικαιοσύνη δεν είναι ανεξάρτητη από την εκάστοτε Κυβέρνηση και τα κέντρα ισχύος (Έρευνα Κοινής Γνώμης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας). Στην Ε.Ε. το 36% των πολιτών εκτιμά ότι η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης είναι κακή έως πολύ κακή.
Οι Βρυξέλλες αμφισβητούν τις επιδόσεις της Ελλάδας στο Κράτος Δικαίου (λειτουργία της Δικαιοσύνης, υποκλοπές, κ.ά.). Εξέχων αξιωματούχος της Ε.Ε. θεωρεί ότι το πρόβλημα της Ελλάδος δεν είναι τόσο η Δημόσια Διοίκηση όσο η Δικαιοσύνη και δεν εννοεί μόνο τις καθυστερήσεις. Από τους πιο αξιόπιστους παράγοντες της οικονομίας έρχεται οξύτατη κριτική [Παπαλεξόπουλος, Πρόεδρος ΕΒΕ, Στουρνάρας, Διοικητής Τράπεζας]. Ο Βασίλης Ράπανος, οικονομολόγος καθηγητής, δεν πείθεται από το γνωστό, προς ανοήτους, απόφθεγμα Κλίντον. Είναι οι θεσμοί, υποστηρίζει, που λείπουν ή δυσλειτουργούν, το πρόβλημα.
Το αποτύπωμα που αφήνει το δικαστικό μας σύστημα δεν κάνει κανένα υπερήφανο. Δεν μας λείπουν δικαστές, οι υποθέσεις σταθερά μειώνονται. Τα χρόνια προβλήματα που παρέμειναν άλυτα, έβγαλαν στην επιφάνεια και τις κρυμμένες παθογένειες. Τα προβλήματα που δεν λύνονται και παραπέμπονται στο μέλλον διαβρώνουν τελικά όλο το σύστημα. Έτσι η Δικαιοσύνη είναι αντιμέτωπη με τους παραδοσιακούς της δαίμονες, μαζί με αυτούς της κακοχωνεμένης νεωτερικότητας.
Το δικαστικό οικοδόμημα στηρίζεται σε τρεις πυλώνες, τους Ανθρώπους, τις Διαδικασίες, της Υποδομές.
Θα αρχίσω από τις διαδικασίες και θα πάω μετά στους ανθρώπους.
Στις διαδικασίες και στους δικονομικούς κανόνες ξεχάστηκε η ουσία, δηλαδή η αναζήτηση της αλήθειας, που μόνο αυτή νομιμοποιεί τη λειτουργία του οποιουδήποτε δικαστικού συστήματος. Η δικονομία δεν μπορεί να είναι σε διαμάχη με την αλήθεια, στεγνή γραφειοκρατία και αυτοσκοπός. Διατάξεις της δικονομίας κάνουν την ανεύρεση της αλήθειας μεγάλη περιπέτεια και προκαλούν κακοδικίες και αδικαιολόγητες καθυστερήσεις. Ας δούμε επιτέλους την πολιτική δικονομία από οπτική γωνία που διαφέρει από την τρέχουσα, με άλλη εστίαση και άλλο φακό. Αναφέρομαι κυρίως στην Πολιτική Δικονομία διότι η εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών είναι ο κύριος όγκος του δικαστικού έργου, αφορά την τρέχουσα δραστηριότητα των πολιτών. Εκεί παίζεται το στοίχημα απονομής της Δικαιοσύνης.
Σελίδες από το βιβλίο κατορθωμάτων των δικαστηρίων μας έχουν διαβαστεί και από το Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο οποίο κατέφυγαν απηυδισμένοι συμπολίτες μας. Η Ευρώπη, μαζί με άλλα καλά είναι το μέτρο σύγκρισης των δικών μας πεπραγμένων. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δ.Α. έχει καταδικάσει επανειλημμένα την Ελλάδα, όχι μόνο για εξωφρενικές καθυστερήσεις επίλυσης δικαστικών διαφορών, ισοδυναμούσες με αρνησιδικία, αλλά και για υπερβολική προσκόλληση στους τύπους εις βάρος της αλήθειας. Πότε θα αντιληφθούμε κι εμείς ότι οι ισχύοντες δικονομικοί κανόνες εγκλωβίζουν τους δικαστές σε μία ασφυκτική περίφραξη που τους παγιδεύει σε ένα στενό ορίζοντα και αφόρητη τυπολατρεία;
Εντούτοις, εκατοντάδες, ίσως και η πλειονότητα των αποφάσεων, εκδίδονται εγκαίρως χωρίς λάθη νομικά ή πραγματικά. Είναι το έργο πολλών δικαστών που με το μόχθο τους ξεπερνούν και τον όγκο της δουλειάς και τις δυσκολίες της.
Υπάρχουν όμως και αποφάσεις που ξεπερνούν τα όρια του χρόνου, του Νόμου και της Λογικής. Αυτές ξεσηκώνουν κριτικές και αμφισβητήσεις σε πολλά επίπεδα και χρωματίζουν με το δικό τους σκούρο χρώμα το δικαστικό μας σύστημα. Η κριτική, ενόψει του ιδανικού της Δικαιοσύνης, βέβηλη, πάντα πικρή, αλλά και καθήκον για όσους πεισματικά εξακολουθούν να πιστεύουν σ’ αυτό. Οι καθυστερήσεις ακυρώνουν αυτό που θεωρούμε έλλογο και νόμιμο Κράτος, πλήττουν τη λειτουργία του, ως προστατευτικού πλαισίου για την ανάπτυξη του ατόμου, της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος έχουν προταθεί πολλές σημαντικές ιδέες (ψηφιοποίηση, νέοι δικαστικοί χάρτες) κλπ. Από τις πολλές αιτίες καθυστερήσεων θα σταθώ σ’ αυτή που οφείλεται στον ίδιο τον δικαστή. Είναι αυτή που δεν θέλουμε να παραδεχτούμε, γιατί πονάει πολύ. Σε αυτό με ώθησαν τα στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ότι ο αριθμός των υπηρετούντων δικαστών είναι υπερεπαρκής και ότι μειώνονται συνεχώς οι αριθμοί των υποθέσεων που εισάγονται προς εκδίκαση και μετά το τέλος της οικονομικής κρίσης, είτε στα Πρωτοδικεία, είτε στο Συμβούλιο Επικρατείας. Οι διαμαρτυρίες όμως για καθυστερήσεις και οι καταδίκες από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δ.Α. αυξάνονται. Οι αριθμοί εκτός από την ακριβή εικόνα της πραγματικότητας που δείχνουν, διηγούνται ιστορίες προειδοποιητικές και πάντως ενδιαφέρουσες.
Δεν είναι ακριβές ότι παλαιότερα, ακόμη και πριν τους παγκόσμιους πολέμους, ο ρυθμός της δικαστικής λειτουργίας ήταν ταχύτερος. Συχνά η τύχη των υποθέσεων εξαρτάτο από το «πού θα πέσεις». Είναι το πρώτο σχόλιο δικηγόρων και όσων γνωρίζουν τα πράγματα. Είναι και αυτό ένας παράγοντας της ανασφάλειας του Δικαίου στον τόπο μας, δείχνει δε και τη σημασία που αποκτά σε εποχές που οι θεσμοί υποχωρούν, ο προσωπικός ρόλος του ακέραιου, επιμελούς και καταρτισμένου δικαστή.
Γενικά, οι δικαστές έχουν το δικό τους modus operandi. Κατά κανόνα αποστρέφονται το γρήγορο. Φοβούνται, ότι θα δώσουν την εντύπωση επιπολαιότητας, βιαστικής ενέργειας. Στον δικό τους κόσμο, ήταν κι αυτό τμήμα της εικόνας, που ο δικαστής οφείλει να δείχνει προς την κοινωνία. Η ανανέωση των γενεών από μόνη της, υπόγεια εκσυγχρόνισε πολλά. Παρέμειναν όμως συνήθειες, βαθιά ριζωμένες, μέσα στις οποίες οι δικαστές αισθάνονται άνετα και ασφαλείς. Το να ξεμάθουν αυτές τις συνήθειες δεν είναι εύκολο και δύσκολα αντιμετωπίζεται νομοθετικά. Το να ξεμάθεις είναι πιο δύσκολο από το να μάθεις. Η ανθρώπινη φύση προτιμάει τη ρουτίνα και η ρουτίνα έχει τη δύναμη να μετατρέπει την αίσθηση καθήκοντος, τον ενθουσιασμό των νέων και τις ευαισθησίες τους, σε γραφειοκρατική διαδικασία.
Υπάρχουν υποθέσεις που περιμένουν ορισμό δικασίμου και άλλες που δικάστηκαν. Οι δεύτερες είναι το αντικείμενο αυτού του άρθρου. Πόσος χρόνος μεσολαβεί μεταξύ της δίκης και της διάσκεψης του Δικαστηρίου προς απόφαση, που πρέπει βεβαίως να είναι βραχύς για να έχουν κάποια αξία οι δημόσιες συνεδριάσεις, οι καταθέσεις των μαρτύρων κλπ. Και μετά τη διάσκεψη πόσος χρόνος χρειάζεται μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης;
Ο μόχθος πολλών επιμελών δικαστών έδειξε ότι οι εισηγητές και των πιο δύσκολων υποθέσεων δεν χρειάζονται παρά λίγες ημέρες, από τις οποίες έχουν αφιερώσει μερικές ώρες στην υπόθεση. Και η δικάζουσα σύνθεση του δικαστηρίου δε χρειάζεται αμέτρητες ώρες για να αποφασίσει. Γιατί λοιπόν μήνες; Πόσο κοντά σε όσα αποφασίστηκαν στη διάσκεψη είναι μία απόφαση που συντάσσεται και δημοσιεύεται μετά από μήνες; Ο χαμένος χρόνος έφυγε, με κόστος πολύ, δεν μπορεί να αναζητηθεί παρά μόνο από ιδιοφυείς λογοτέχνες.
Αιώνες πριν, η λύση που βρέθηκε ήταν ριζική. Στη Νομοθεσία του Καρλομάγνου όταν ο δικαστής καθυστερεί την έκδοση αποφάσεώς του, ο διάδικος ενάγων εγκαθίσταται στο σπίτι του δικαστή, «όπου ζει δια τραπέζης, κοίτης και εξόδων του δικαστή». Η εκτίμηση της σημασίας του χρόνου ήταν η αιτία που το Σύνταγμα του 1952 προέβλεπε την έκδοση ειδικού νόμου για την προστασία ξένων επενδύσεων.
Ο Νόμος αυτός εκδόθηκε και προέβλεπε την προσφυγή σε διεθνή διαιτησία προς αποφυγή του αργού ρυθμού απονομής της Δικαιοσύνης. Στην προσεχή αναθεώρηση του Συντάγματος οι επενδύσεις που γίνονται για μεγάλα παραγωγικά έργα (και όχι για αγορά ακινήτων), ιδιαίτερης σημασίας για την εθνική οικονομία, νομίζω ότι αξίζει να προσεχθούν για να σταματήσουν οι σημερινές ατέλειωτες προσφυγές σε διάφορες δικαιοδοσίες, που καταλήγουν, όχι σπάνια, στη ματαίωση των έργων. Πέραν των καθυστερήσεων, το σκεπτικό, η ουσία ορισμένων αποφάσεων προκαλούν ερωτηματικά. Δεν είναι βέβαια ο κανόνας, είναι όμως χαρακτηριστικές και για την εκτίμηση του πραγματικού και για τον νομικό συλλογισμό.
Ο αείμνηστος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Στ. Τσακυράκης έγραψε: «η δικαστική λειτουργία αδυνατεί να επιτελέσει το βασικό έργο της, δηλαδή να επιλύσει τις διαφορές των πολιτών σε εύλογο χρόνο. δεν έχουμε απλώς καθυστερήσεις, έχουμε αρνησιδικία». Γίνεται πιο αυστηρός ακόμη, επισημαίνοντας ότι, «η πιο αποτυχημένη λειτουργία αναδεικνύεται με ορισμένες αποφάσεις της, σε αποφασιστικό πολιτικό παράγοντα». Όχι σπάνια, και πάντως σε χαρακτηριστικές περιπτώσεις, έγκριτοι νομικοί σχολιαστές, διακρίνουν σε δικαστικές αποφάσεις προφανή νομικά σφάλματα, αβάσιμες ή ατελείς εκτιμήσεις του πραγματικού, πλήρη περιφρόνηση ως προς το χρόνο επιδικίας. Όταν αυτό συμβαίνει το Δικαστήριο δεν είναι πια δικαιοδοτικός θεσμός Κράτος – Δικαίου στην υπηρεσία των πολιτών, εν ονόματι των οποίων υποκρινόμαστε ότι εκτελούνται οι δικαστικές αποφάσεις, αλλά ένα Δικαστήριο με το νόημα που έδωσε ο Κάφκα (Δίκη) δηλαδή μια εξουσία που δικάζει επειδή έχει τη δύναμη από την οποία και μόνο αντλεί νομιμοποίηση.
Η απώλεια της εμπιστοσύνης, της πίστης, ότι θα βρεις το δίκιο σου και σε χρόνο που η δικαίωσή σου θα έχει κάποια αξία, διαρρηγνύει τον σύνδεσμο του πολίτη με το θεσμικό πλαίσιο. Οι δικαστικές δυσλειτουργίες πηγαίνουν βαθιά, διότι οι πολίτες δεν χάνουν μόνο την εμπιστοσύνη τους στο δικαστικό σύστημα, αλλά σταδιακά γενικότερα στους δημοκρατικούς – αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, από τους οποίους αποξενώνονται γιατί είναι μακρινοί, αδιάφοροι, αβέβαιοι. Και Πρόβλημα Δημοκρατίας λοιπόν.
Δεν πρέπει να καθυστερήσουμε άλλο να πιάσουμε τα καυτά κάρβουνα. Οι συνθήκες είναι συνθήκες ναυαγίου, μας το φωνάζουν όλοι, από μέσα και απ’ έξω.
Παλαιότερα τους επισκέπτες στο Μεγάλο Μετέωρο τους ανέβαζαν με μαγκάνι. Όταν ρωτούσαν τον καλόγερο που το χειριζόταν, κάθε πότε αλλάζει το σχοινί, απαντούσε, όταν σπάσει. Περιμένουμε να σπάσει το σχοινί; Πόσο ακόμη θα εξακολουθούμε να ζούμε σε διαφορετικό χρόνο από τον υπόλοιπο κόσμο;
Είναι εποχή ολιγοπιστίας, οι αλλαγές πιο δύσκολες, όλο και λιγότερο γίνονται αποδεκτές. Η πολιτική έχει χάσει κύρος και αυθεντία.
Όμως έχουμε να κάνουμε με πολύ συγκεκριμένη πρόκληση. Δεν επιτρέπεται να ακούσουμε πάλι τον μελαγχολικό σαρκαστικό αφορισμό «αυτή είναι η Ελλάδα», «Τι ψάχνεις;». Οφείλουμε «έτσι σοφοί που γίναμε (;) με τόση πείρα (;)» να δώσουμε συγκεκριμένες απαντήσεις και ελπίζω ότι είμαστε πια ώριμοι, κυβερνώντες, κυβερνώμενοι, δικαστές, συνήγοροι κ.ά., να αναμετρηθούμε με τα προβλήματα και με τους εαυτούς μας. Η μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη δεν αρκεί να προχωρήσει σε μικρές, χωρίς συνοχή αλλαγές στους Κώδικες. Χρειάζεται μια άλλη οπτική και κυρίως να φύγουμε από τη Δικαιοσύνη των περιπεπλεγμένων διαδικασιών, προς τη Δικαιοσύνη που αναζητεί αυτεπαγγέλτως την αλήθεια στην πολιτική και ποινική δίκη.
Μάθαμε πια ότι κάθε προσπάθεια διόρθωσης θεσμικών ελλειμμάτων, εσφαλμένων πρακτικών και αλλαγής παγιωμένων συνηθειών και συνθηκών, θα συναντήσει αντιδράσεις, όχι μόνο στο επίπεδο ιδεών και αντιλήψεων αλλά και διότι η ρουτίνα της συνήθειας έχει αποκτήσει ισχύ και έχει δημιουργήσει συμφέροντα.
Η μελέτη της επίλυσης των προβλημάτων απαιτεί συνδρομή μιας ομάδας εμπνευσμένης και εμπνέουσας. Αφού αφήσουμε τη δικονομική προσέγγιση στην απονομή της Δικαιοσύνης και αναζητήσουμε την ουσία, θα αλλάξουν οι συντεταγμένες της Δικαιοσύνης και τα σημεία που την ορίζουν. Μετά οι παραδοσιακοί εμπειρογνώμονες και σύμβουλοι ας παραμερίσουν, θα είναι χρήσιμοι για την κριτική.
Έχουμε τους καλύτερους εκπαιδευμένους νέους νομικούς. Μας χρειάζονται και άλλες ειδικότητες για τα οργανωτικά θέματα, στατιστικοί, προγραμματιστές, αναλυτές δεδομένων κ.ά. Η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση συμβαίνει ήδη. Στις ΗΠΑ οι αλγόριθμοι έχουν αναλάβει υπηρεσία στη Δικαιοσύνη.
ΙΙ. Οι «αξιόποινες» νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης
Ακούσαμε στη Βουλή οργισμένο τον Υπουργό Δικαιοσύνης να παρουσιάζει τις νομοθετικές του προτάσεις για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. «Μέχρι τώρα οι νόμοι απέβλεπαν στην προστασία των εγκληματιών» είπε. Το δικό του σχέδιο νόμου «αποβλέπει στην προστασία των θυμάτων» πρόσθεσε. Πώς θα προστατεύσει τα θύματα; Τι εννοεί; Με την αυστηροποίηση των ποινών; Τον άνευ ετέρου εγκλεισμό στις φυλακές;
Μήπως, πρόθυμος δέκτης του νομιζόμενου θυμού της κοινωνίας, απομακρύνεται επικίνδυνα από τις αρχές του Κράτους Δικαίου; Πιστεύαμε ότι οι τιμωρίες που επιβάλλονται από την οργανωμένη κοινωνία έχουν άλλες αναφορές.
Στην Ελλάδα κυκλοφορεί ο μύθος της ατιμωρησίας, στον οποίο φαίνεται ότι πιστεύουν πολλοί, και τον οποίο άλλοι εκμεταλλεύονται για τους δικούς τους σκοπούς. Η πραγματικότητα όμως, οι αριθμοί διαψεύδουν αυτό τον μύθο. Ανά 100.000 κατοίκους ο αριθμός των κρατουμένων στις φυλακές μας είναι ανώτερος και σε μερικές περιπτώσεις πολύ ανώτερος από πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενώ μεταξύ των 48 κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης ο αριθμός των κρατουμένων στις φυλακές εκινείτο κοντά στο μέσο όρο, που είναι 104 κρατούμενοι ανά 100.000 κατοίκους, στην Ελλάδα είναι 106/100.000 στη Γαλλία 107, στην Ιταλία πολύ λιγότεροι 90, στη Γερμανία 67, στην Ολλανδία 59. Στην Τουρκία 365. Σε ποιος θέλουμε να μοιάσουμε;
Ακούσαμε πάλι, «θα πατάξουμε το έγκλημα. Μηδενική ανοχή στην εγκληματικότητα». Πώς θα γίνει αυτό; Αυστηροποιώντας τις ποινές, γεμίζοντας τις φυλακές; Είναι σχεδόν απίστευτο, θέματα που σε άλλες χώρες, με τις οποίες φιλοδοξούμε να έχουμε κοινό βηματισμό, έχουν ζυμωθεί και αντιμετωπιστεί εδώ και δεκαετίες, στη χώρα μας βγαίνουν πάλι μπροστά για να τα ξαναδούμε με τον δικό μας τρόπο. Είναι κοινός τόπος πια ότι η αυστηροποίηση των ποινών, η επιμήκυνση του χρόνου φυλάκισης δε μειώνει την εγκληματικότητα, δεν προστατεύει τα θύματα. Κάνει δυσκολότερη τη διαχείριση των φυλακών και μειώνει τις όποιες πιθανότητες σωφρονισμού. Αυτά τα έμαθε η οικουμένη, εμείς πάλι πίσω. Είναι να σε πιάνει απελπισία μπροστά στην ασταθή, τεθλασμένη πορεία, πότε εμπρός – πότε πίσω, και της ποινικής μας νομοθεσίας. Το σωφρονιστικό μας σύστημα δεν μπορεί να είναι μόνο Απειλή και το Κράτος μόνο Τιμωρός.
Στο Κράτος Δικαίου η καταστολή πρέπει να υπάρχει μόνο όσο είναι απαραίτητη. Θα φωτίσει αυτή τη θέση το παράδειγμα του σωφρονιστικού καταστήματος ανηλίκων, που λειτουργεί στην Αγγλία. Σε αυτό οι ανήλικοι κρατούμενοι είναι ελεύθεροι να κυκλοφορούν, να εργάζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Οφείλουν όμως το βράδυ να επιστρέφουν στο σωφρονιστικό κατάστημα. Έχουν δικό τους κλειδί. Ρωτήθηκε ο υπεύθυνος, πόσοι δεν επιστρέφουν; Η απόλυτα ψύχραιμη απάντηση ήταν «περίπου το 25%». Στην παρατήρηση ότι είναι πολλοί οι απείθαρχοι, και τι κάνετε; Είμαστε πολύ ικανοποιημένοι, από αυτή την εξέλιξη, διότι το 75% που επιστρέφει και τηρεί τους κανόνες έχει πολλές πιθανότητες επιστροφής στην κοινωνία. Άλλος κόσμος βέβαια, άλλη αντίληψη σωφρονισμού. Εμείς θα είχαμε καταργήσει τις άδειες σε φυλακισμένους, επειδή δεν επιστρέφει ένας πολύ μικρός αριθμός αδειούχων, αν δεν ήταν οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο καθηγητής ΕΚΠΑ Ιωάννης Γιαννίδης σε άρθρο του (Καθημερινή 9.12.2023) συγκρίνει τις πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες με την προϋπάρχουσα νομοθεσία «Με όλα της τα ελαττώματα η νομοθεσία του 2019 ήταν (σχεδόν) ευρωπαϊκή νομοθεσία. Η προτεινόμενη είναι ελληνική νομοθεσία, αποδεικνύουσα πρωτίστως ότι η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες που δεν ανήκουν στην Ευρώπη». Τη νομοθεσία αυτή (του 2019) σκοτεινιάζει, το υπαινίσσεται άλλωστε και ο αρθρογράφος, ο τρόπος με τον οποίο ψηφίστηκε, με την παράταση του βίου της υπό διάλυση βουλής κατά μια εβδομάδα, και η μετατροπή ορισμένων κακουργημάτων σε πλημμελήματα, ώστε με την παραγραφή τους να αθωωθούν αστέρες του Ποινικού Δικαίου. Ήταν απεχθής περίπτωση χρησιμοποίησης της νομοθετικής εξουσίας για την εξυπηρέτηση συμφερόντων αντίθετων προς εκείνα της κοινωνίας, που την κατέστησαν δυνατή. το επικρατήσαν τότε κλίμα συναλλαγής και μειωμένου σεβασμού στη νομιμότητα. Είναι κρίμα, διότι κατά τα άλλα, η νομοθεσία εκείνη ακολουθούσε σε πολλά την εξέλιξη της κοινωνίας και μεταξύ άλλων θετικών ρυθμίσεων επέβαλε τη μετατροπή ορισμένων κακουργημάτων σε πλημμελήματα.
Προτείνονται, με το Σχέδιο Νόμου, και νέες μέθοδοι για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των νέων. Πράγματι η εικόνα είναι ότι η νέα γενιά γίνεται βίαιη. Ποιος όμως πιστεύει πραγματικά ότι θα αντιμετωπισθεί αυτή η βία με την αυστηροποίηση των ποινών; Οι ποινές και ιδίως οι αυστηρές δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την αυθεντία της οικογένειας και του σχολείου, που κατέρρευσε, και την παρατηρούμενη αποστασιοποίηση των καθηγητών/δασκάλων, από τους μαθητές τους. Στη γενιά αυτή τα σημαντικά και τα ασήμαντα της ζωής έχουν πάρει άλλη έννοια και ιεράρχηση.
Υπάρχουν ασφαλώς άλλοι τρόποι και μέθοδοι αντιμετώπισης του οξύτατου αυτού προβλήματος, όχι όμως η αυστηρότερη ποινική μεαχείριση. Μια παραπομπή στον Σεφέρη, σ’ ένα κείμενο για τον ποινικό κώδικα θα ξαφνιάσει. Η γραφή του όμως είναι τόσο κοντά με το θέμα μας: «Όταν στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα και αυτή του έθεσε το αίνιγμα, η απόκρισή του ήταν ‘‘Ο άνθρωπος’’. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα».
ΙΙΙ. Σχολή (;) δικαστών
Έχουν περάσει περισσότερα από είκοσι πέντε χρόνια από την έναρξη λειτουργίας της Σχολής Δικαστών. Επομένως το σύνολο ή σχεδόν των δικαστών πρώτου και δεύτερου βαθμού πρέπει να είναι απόφοιτοι της σχολής.
Θα περίμενε κανείς ότι οι νέες γενιές δικαστών – αποφοίτων της σχολής θα έδιναν νέα πνοή στο σκουριασμένο σύστημα και νέες αντιλήψεις για τον τρόπο άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος.
Η γενική διαπίστωση όμως είναι ότι δεν βαδίζουμε προς το καλύτερο. Έχουν αυξηθεί τα παράπονα και η γκρίνια. Δικηγόροι νοσταλγούν τους παλιούς δικαστές. Το γεγονός είναι, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, ότι η Σχολή δεν δικαίωσε τις προσδοκίες. Τι και Τις πταίει;
Χωρίς να αμφισβητείται το πνευματικό και ηθικό επίπεδο εκπαιδευτών και εκπαιδευομένων, ο ξεσηκωμός εναντίον των επιδόσεων των δικαστών σε όλα τα επίπεδα, δημιουργεί ερωτηματικά για τη μέθοδο και την ουσία αυτών που γίνονται στη Σχολή, κατά τη διάρκεια της μαθητείας. Οι σπουδαστές είναι ήδη πτυχιούχοι νομικών σχολών, αρκετοί δε με μεταπτυχιακούς τίτλους. Επομένως δεν έχουν ανάγκη – κατά τεκμήριο – για συσσώρευση και άλλων γνώσεων. Το νομικό corpus γνώσεών τους έχει ανάγκη εμπλουτισμού με προβληματισμούς που γεννά η άσκηση του δικαστικού έργου και η κοινωνική πραγματικότητα.
Έχει γίνει κάποια έρευνα για τις αιτίες, ή για όλα φταίει το Κράτος, που δεν αλλάζει τους δικαστικούς χάρτες και δε βελτιώνει τις υποδομές; Αυτά πρέπει να γίνουν. Δεν φταίνε όμως οι ίδιοι οι δικαστές σε τίποτα; Πού είναι οι μελέτες για νέους Κώδικες ή η κριτική των κυβερνητικών πρωτοβουλιών; Πού είναι ο ζωντανός οργανισμός που δρα και αντιδρά; Πού είναι η αμφισβήτηση της ρουτίνας, των διαδικασιών που πελαγώνουν δικαστές, δικηγόρους και διαδίκους. Πιο πεζά αλλά πολύ σημαντικά, δημιουργεί πολλά ερωτηματικά εκείνος ο δικαστής (απόφοιτος της Σχολής, λόγω ηλικίας και βαθμού) σε δημόσια συνεδρίαση δίκης για κακοποίηση ζώου, ακούστηκε από καθέδρας να λέει: «Τι να κάνουμε, αυτή είναι η μοίρα των ζώων, εδώ και αιώνες…». Σε περιπτώσεις δικών οικογενειακών διαφορών, σεξουαλικών κακοποιήσεων κ.ά., οι παρεμβάσεις της έδρας, όχι σπάνια μας πάνε πίσω, πολλά χρόνια.
Είναι κρίμα να είμαστε αναγκασμένοι να παραπέμπουμε συνεχώς σε ξένες Σχολές και Πανεπιστήμια. Στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης είναι αναρτημένη η επιγραφή: «Εδώ μέσα μπαίνεις όχι για να λατρέψεις την επιστήμη, αλλά για να την αμφισβητήσεις». Αν αυτό θεωρείται αιρετικό ας είναι οδηγός της Σχολής, η συγκλονιστική φράση με την οποία ξεκινάει η «Ελληνική Νομαρχία» (1806) «Στοχάσου και Αρκεί». Το πρόβλημα είναι πάντοτε οι άνθρωποι και εκείνοι που διδάσκουν και οι υποψήφιοι δικαστές. Ο άνθρωπος είναι πάντοτε η απροσδόκητη μεταβλητή, που μπορεί να ωθήσει και προς το ανεπιθύμητο.
Ο κόσμος αλλάζει συνέχεια, πολλές φορές ερήμην μας. Το τι είναι δίκαιο, ηθικό, σωστό ή κοινωνικά αποδεκτό μεταβάλλεται διαρκώς. Οι ιδέες και οι τοποθετήσεις της κοινωνίας επίσης. Το δύσκολο καθήκον των δικαστών είναι να είναι ενήμεροι αυτών των αλλαγών και σ’ αυτά η Σχολή έπρεπε να είναι ο κύριος αρωγός. Η εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών, που υιοθέτησαν τη λειτουργία Σχολών Δικαστών, είναι πλούσια και θετική. Οι απόφοιτοι ανανέωσαν, έφεραν σφρίγος και νέες ιδέες στη δικαστική λειτουργία. Οι σχολές όμως αυτές εστιάζουν όχι στη συσσώρευση νομικών αλλά στην κριτική σκέψη και στη συνδυαστική λειτουργία διαφορετικών πεδίων γνώσεων. Κατανόησαν την αλήθεια, ότι «η ύλη της νομικής επιστήμης είναι ο κανόνας δικαίου και η κοινωνική πραγματικότητα» (Κουμάντος).
Η αρετή διδάσκεται; Φαίνεται πως όχι. Η τόλμη; Η ακεραιότητα; Μόνο παραδείγματα είναι ικανά να βρουν μιμητές. Αυτά όμως δεν τα βρίσκεις εύκολα. Το θεσμικό λάθος του Συντάγματος να αναθέσει στην Κυβέρνηση την επιλογή της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων είναι πηγή μερικών από τα δεινά της Δικαιοσύνης. Γιατί, το θεσμικό αυτό λάθος, σπάνια οι κυβερνήσεις το έκαναν, τουλάχιστον σωστά, επιλέγοντας ήθος και ικανότητα.
Και κάτι άλλο. Προς το παρόν είναι μόνο ψίθυροι: στατιστικές επιτυχόντων στη Σχολή, δείχνουν υπερβολικό αριθμό τέκνων δικαστών. Οι διαφορές σε βαθμολογίες γραπτών και προφορικών εξετάσεων αφήνουν ερωτηματικά.
Ό,τι δεν πραγματώθηκε στη Σχολή και αφήνεται μόνο στους ώμους των αποφοίτων, είναι βάρος που εξηγεί πολλά.
Όταν αυτό για το οποίο αγωνίστηκαν πολλοί αποδεικνύεται, όταν επιτεύχθηκε, ότι δεν ήταν αυτό που είχαν στο μυαλό τους, τότε άλλοι πρέπει να αγωνιστούν γι’ αυτό που εννοούσαν. Οι αγώνες για την πρόοδο και τη δικαιοσύνη είναι μοίρα όλων των γενεών. Και αυτές θα δώσουν ενδεχομένως νέο περιεχόμενο σε αυτό που στην αρχή θεωρήθηκε ότι κάλυπτε ένα κενό.
Ίσως θα έπρεπε να μετριάσω κάπως την κριτική μου, διότι ακόμη και αν είχαμε την τέλεια Σχολή, τους καλύτερους υποψήφιους δικαστές «εάν η κοινωνία είναι εξουθενωμένη, ηθικά και πνευματικά, εάν βρίσκεται σε γενικευμένη απάθεια και ενεργεί με αμβλυμένα κριτήρια, ποια κολυμπήθρα Σιλωάμ μπορεί να αναδείξει δικαστές που σηκώνουν στους ώμους τους το βάρος των ηθικών επιλογών»; (Ρόναλντ Ντουόρκιν)